Πολυάριθμα βραβεία Pulitzer, αμέτρητες έρευνες, καινοτόμες αφηγήσεις, πρωτοσέλιδα που έχουν γράψει ιστορία, δημοσιογράφοι-πρότυπα, τολμηρές ιστορίες και ξακουστά podcasts. Όλα αυτά είχα στο μυαλό μου καθώς περπατούσα κατά μήκος της 8ης λεωφόρου στο κέντρο του Μανχάταν. Κι αυτό γιατί σε λίγη ώρα θα είχα την ευκαιρία να κάνω πραγματικότητα ένα μεγάλο μου όνειρο: να περάσω την πύλη της σπουδαιότερης εφημερίδας στον κόσμο.
Τα γραφεία των «New York Times» σε εντυπωσιάζουν με την πρώτη ματιά. Σηκώνοντας το βλέμμα μου προς τα πάνω, έρχομαι αντιμέτωπος με έναν άλλο κόσμο. Σε πιάνει δέος για όλα όσα βλέπεις, εντελώς ασυνήθιστα για την εγχώρια πραγματικότητα. Μπροστά μου υψώνεται ένα γιγαντιαίο κτίριο 52 ορόφων μεταξύ της 40ής και της 41ης οδού, το οποίο φέρει την υπογραφή του διάσημου Ιταλού αρχιτέκτονα Ρέντσο Πιάνο. Το συγκεκριμένο οικοδόμημα αποτελεί έναν ασύγκριτο παράδεισο για κάθε δημοσιογράφο. Άλλωστε, η απόλυτη καταξίωση για τους ανθρώπους του Τύπου είναι να εργάζεσαι στους «New York Times».
Το επιβλητικό κτίριο είναι ταυτισμένο με την ιστορία και με την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της πόλης. Πρόκειται για έναν εμβληματικό πύργο από γυαλί, χάλυβα και χιλιάδες κεραμικές ράβδους. Το θρυλικό λογότυπο της εφημερίδας στην εξωτερική όψη σε προϊδεάζει για τον χώρο στον οποίο βρίσκεσαι.
Μια επιχείρηση Τύπου η οποία από το 1851, έτος ίδρυσης των «New York Times», μένει πιστή στην αποστολή της. Υψηλού επιπέδου επαγγελματισμός, δημοσιογραφικό αισθητήριο και κυρίως, όπως θα μου πουν, αφοσίωση στην αναζήτηση της αλήθειας, στην ανάγκη να δίνεται «φωνή» στους ανθρώπους και σε κείμενα ικανά να συμβάλουν στην κατανόηση των αθέατων πλευρών του κόσμου.
Περνώ το κατώφλι ενός από τους μεγαλύτερους ειδησεογραφικούς ομίλους παγκοσμίως. Μια επιχείρηση Τύπου η οποία από το 1851, έτος ίδρυσης των «New York Times», μένει πιστή στην αποστολή της. Υψηλού επιπέδου επαγγελματισμός, δημοσιογραφικό αισθητήριο και κυρίως, όπως θα μου πουν, αφοσίωση στην αναζήτηση της αλήθειας, στην ανάγκη να δίνεται «φωνή» στους ανθρώπους και σε κείμενα ικανά να συμβάλουν στην κατανόηση των αθέατων πλευρών του κόσμου.
Οι «New York Times» μετακόμισαν στο κτίριο αυτό τον Νοέμβριο του 2007. Για πολλά χρόνια η έδρα των γραφείων τους ήταν στην Times Square, σε έναν άλλο ουρανοξύστη 25 ορόφων. Μπαίνοντας, από τη μία πλευρά χαζεύω τον μεγάλο εσωτερικό κήπο με τις πανύψηλες σημύδες και από την άλλη ένα υπέροχο λόμπι στο οποίο κυριαρχεί η έντονη κινητικότητα. Δημοσιογράφοι-σταρ ανεβαίνουν στα γραφεία τους, άλλοι έχουν έρθει για συναντήσεις και κάποιοι ακόμη για κάποια συνέντευξη. Το βέβαιο είναι ότι μια ολόκληρη δημοσιογραφική κουλτούρα και ατμόσφαιρα γίνεται αισθητή από τα πρώτα λεπτά που περιπλανιέσαι στα γραφεία της αμερικανικής εφημερίδας.
Η ξενάγησή μου είχε ως σημείο εκκίνησης τη σύγχρονη καλλιτεχνική εγκατάσταση που ονομάζεται «Moveable Type», δηλαδή «Τυπογραφικά Στοιχεία», η οποία δημιουργήθηκε από τον καλλιτέχνη Μπεν Ρούμπιν και τον καθηγητή Στατιστικής Μαρκ Χάνσεν. Το έργο αποτελείται από 560 μικρές ηλεκτρονικές οθόνες τοποθετημένες στους δύο κίτρινους τοίχους του λόμπι. Οι οθόνες σε κάθε τοίχο είναι παραταγμένες σε σαράντα στήλες και επτά σειρές. Εκεί έχεις τη δυνατότητα να δεις οπτικοποιημένα θέματα από τα αρχεία των «New York Times» αλλά και από τις τρέχουσες ειδήσεις. Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της μέρας διάφορες προβολές «ζωντανεύουν» χιλιάδες λέξεις, ενώ εκατοντάδες μικρά κρυφά ηχεία μεταφέρουν τον θόρυβο των γραφομηχανών και τη μουσική της αίθουσας σύνταξης, η οποία έχει χαθεί στο πέρασμα του χρόνου και της τεχνολογικής εξέλιξης.
Μετά την πανδημία, μου εξηγούν, έχει αλλάξει η πολιτική της εφημερίδας και πλέον αρκετοί δημοσιογράφοι δουλεύουν σε καθεστώς τηλεργασίας, ενώ την ίδια στιγμή δεν πραγματοποιούνται οργανωμένες ξεναγήσεις, όπως συνέβαινε παλαιότερα. Βλέποντας την αίθουσα σύνταξης αντιλαμβάνεσαι αμέσως ότι απαρτίζεται από μια ταλαντούχα ομάδα που ξεχωρίζει καθημερινά για τα ρεπορτάζ και τις αποκλειστικές ειδήσεις.
Μέσα από τις τεράστιες γυάλινες επιφάνειες μπορείς να απολαύσεις το απέραντο τοπίο της πόλης. Έπιπλα σε διάφορα χρώματα, μικρά καθιστικά, ατελείωτα γραφεία στη σειρά, και παντού φυσικό φως. Στους χώρους κυριαρχεί το σλόγκαν της εφημερίδας: «All the News That’s Fit to Print». Δεν μπορείς να μη σταθείς στον τοίχο με τα Pulitzer, μια σειρά από ιστορικά κάδρα με το άρθρο αλλά και τη φωτογραφία του βραβευμένου συντάκτη. Φυσικά, σε εντυπωσιάζει και το σημείο όπου υπάρχουν οι προσωπικές αφιερώσεις σπουδαίων ηγετών προς την εφημερίδα. Για παράδειγμα, η αφιέρωση του Ουίνστον Τσόρτσιλ σε μια από τις πολυάριθμες αίθουσες συσκέψεων αναφέρει: «Χρειάζεται θάρρος για να σηκωθεί κάποιος και να πει τη γνώμη του. Χρειάζεται όμως και θάρρος για να κάτσει κάτω και να ακούσει τους άλλους».
Παρά το γεγονός ότι το newsroom έχει υιοθετήσει μια υβριδική ρουτίνα που περιλαμβάνει τόσο προσωπική όσο και κατ' οίκον εργασία, κάποιες σταθερές αξίες εξακολουθούν να ισχύουν για όλους εδώ, διαχρονικά. «Διαφάνεια, ανεξαρτησία, ελευθερία, σαφήνεια και αντικειμενική αλήθεια» κυριαρχούν όσον αφορά τις βασικές κατευθύνσεις σ’ έναν όμιλο που δημιούργησε ένα κοινό που κάποτε περιοριζόταν σε μια πόλη αλλά τώρα απλώνεται σε όλο τον κόσμο. Τέλος, στον δέκατο τέταρτο όροφο βρίσκεται η καφετέρια της εφημερίδας όπου οι υπάλληλοι έχουν την ευκαιρία να χαλαρώσουν, να φάνε και να κάνουν το διάλειμμά τους, ακόμη και να παίξουν μια παρτίδα σκάκι. Η αίθουσα ξεχωρίζει για το μεγάλο της ύψος, την πανοραμική θέα, τον φωτεινό χώρο, τα λευκά αχανή τραπέζια, τις κόκκινες επιφάνειες και τις μινιμαλιστικές καρέκλες.
H Helen Konstantopoulos είναι Vice President for International Circulation & B2B Digital Development για τους «New York Times». Εργάζεται στην εταιρεία εδώ και περίπου 20 χρόνια και έχει καταφέρει να αναλάβει διάφορους ρόλους στον εμπορικό τομέα της επιχείρησης. Όλο αυτό το διάστημα έχει αναπτύξει επιτυχώς επιχειρηματικές δραστηριότητες στη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία καθώς και σε όλη την Ευρώπη. Της ζητώ να μου περιγράψει μια ανάμνηση από το εμβληματικό κτίριο των NYT που δεν θα ξεχάσει ποτέ και μου απαντά: «Ήμουν σε ένα επαγγελματικό ταξίδι το 2018 και έπινα έναν καφέ στην καφετέρια που είδες στον 14ο όροφο. Το podcast “The Daily” (η πιο επιτυχημένη ηχητική εκπομπή, η οποία έχει πέντε εκατομμύρια μηνιαίους μοναδικούς ακροατές), το οποίο κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2017, γιόρταζε την πρώτη επέτειό του. Ήμουν μεγάλη θαυμάστρια και τακτική ακροάτρια, ιδιαίτερα όταν ζούσα μια περίοδο στο Ντουμπάι, ένα μέρος μάλιστα που δεν φημίζεται ιδιαίτερα για την ανεξάρτητη δημοσιογραφία. Ο Michael Barbaro ήταν ήδη σχεδόν ροκ σταρ – ο 6χρονος γιος του φίλου μου στο Ντουμπάι τον λάτρευε. Έτσι, όταν είδα τον Μάικλ ακριβώς μπροστά μου να κρατά ένα πιάτο με την επετειακή τούρτα που μοίραζε, του είπα να βγάλουμε μια selfie για να τη στείλω στον φίλο μου. Στο περιγράφω όλο αυτό για να αντιληφθείς ότι αισθάνθηκα πραγματική απόλαυση που μπορούσα να το κάνω αυτό τόσο εύκολα».
Την ημέρα που επισκέφθηκα τους «New York Times» στους χώρους της εφημερίδας τις συζητήσεις μονοπωλούσε το τέλος της αίθουσας σύνταξης όπως το ξέραμε. Ωστόσο, οι συσκέψεις παραμένουν ακόμη διαρκείς προκειμένου να δημιουργούνται νέα προϊόντα και εμπειρίες. Συγχρόνως, βασική στόχευση παραμένει η αναζήτηση τρόπων ώστε οι ιστορίες που γράφονται να διαβάζονται με συναρπαστικό τρόπο. «Κάθε μέρα συνεργάζομαι με καταπληκτικούς ανθρώπους για να αποκαλύψω τις πιο σημαντικές ιστορίες και να βοηθήσω τους αναγνώστες να μάθουν την αλήθεια για το τι συμβαίνει στον κόσμο. Είναι απίστευτα ικανοποιητικό», απαντά ο German Lopez, ρεπόρτερ και συγγραφέας στο «The Morning», στην ερώτηση σχετικά με το τι είναι αυτό που του αρέσει στη συγκεκριμένη εφημερίδα.
Άραγε, μπορούν τα έντυπα να έχουν μέλλον στην εποχή μας; «Πιστεύω ακράδαντα ότι οι ειδήσεις είναι τώρα πολύ πιο σημαντικές από ποτέ. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό – κυρίως ότι μακροχρόνιες ειδησεογραφικές επωνυμίες όπως οι "New York Times" έχουν ξοδέψει δεκαετίες επενδύοντας σε χρηματικούς πόρους και αποκτώντας βαθιά τεχνογνωσία, ώστε είναι πολύ δύσκολο να δημιουργηθούν από την αρχή ή να αναπαραχθούν. Αν κοιτάξουμε γύρω μας στις μέρες μας, θα δούμε ότι πολλοί ψηφιακοί εκδότες αποσύρονται ή κλείνουν. Ποιος, λοιπόν, τα πάει καλά; Οι μεγάλοι, παλαιού τύπου εκδότες ειδήσεων, οι οποίοι μάλιστα αποφάσισαν όχι μόνο να συνεχίσουν να επενδύουν στα κατάλληλα εργαλεία ανάπτυξης της ειδησεογραφίας αλλά παράλληλα βελτίωσαν και την εμπειρία των ψηφιακών προϊόντων. Δεν θα μπω στη συζήτηση για τις συνέπειες της τεχνητής νοημοσύνης και τους κινδύνους που μπορεί να ενέχει για την κοινωνία, καθώς αυτό περιγράφεται καλύτερα από ανθρώπους που κατέχουν εξέχουσα θέση σε αυτόν τον τομέα. Αλλά θα έλεγα ότι η ανάγκη για μια βασισμένη σε γεγονότα, αξιόπιστη, ανεξάρτητη δημοσιογραφία είναι μεγαλύτερη από ποτέ», υποστηρίζει η Helen Konstantopoulos.
Οι «New York Times» έχουν περίπου 150 εκατομμύρια αναγνώστες κάθε μήνα και καλύπτουν ρεπορτάζ και θέματα σε περισσότερες από 160 χώρες. Συνεχώς πρωτοπορούν και προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα. Ποιο είναι το νέο πρόσωπο των media; Η Helen επισημαίνει: «Θα είμαι λίγο αναιδής και θα σου πω ότι τα παλιά μέσα είναι το νέο πρόσωπο των μέσων ενημέρωσης. Όταν μπήκα σε αυτήν την εταιρεία πριν από περίπου 20 χρόνια, ήμασταν αυτό που θεωρούσα: μια πολύ μεγάλη εφημερίδα με ισχυρή επιρροή. Σήμερα, αυτό που ήδη έχουμε γίνει αλλά και η φιλοδοξία μας για το πού θα φτάσουμε μάς κόβει την ανάσα. Εκτός από τις ειδήσεις (στις διάφορες έντυπες και ψηφιακές τους μορφές), είμαστε τώρα επίσης μια πολύ επιτυχημένη επιχείρηση μαγειρικής. Μάλιστα, εν καιρώ πανδημίας τόσο οι συνταγές όσο και τα σταυρόλεξα απέκτησαν για τους αναγνώστες μεγάλη σημασία. Είμαστε σήμερα μια εταιρεία παιχνιδιών. Ένα site για τους λάτρεις των σπορ, με το The Athletic. Εκδότης μερικών από τα πιο επιτυχημένα podcast στον κόσμο. Έχουμε βραβευτεί με Όσκαρ για ένα δικό μας ντοκιμαντέρ. Η προσαρμογή στις ανάγκες των αναγνωστών και οι νέοι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι καταναλώνουν τις ειδήσεις θα καθορίσουν ποιος μπορεί να συνεχίσει να ευδοκιμεί στο συνεχώς μεταβαλλόμενο τοπίο των μέσων ενημέρωσης».
Εκτός από όλα αυτά οι «New York Times» έχουν ακολουθήσει μια συνταγή επιτυχίας ζητώντας εδώ και κάποια χρόνια χρήματα από τους χρήστες της διαδικτυακής έκδοσης της εφημερίδας. Εκφράσω την απορία μου όσον αφορά το πώς σήμερα μπορείς να πείσεις τον αναγνώστη να πληρώσει για το περιεχόμενο που του προσφέρεται. «Αν μπορούσα να δώσω μια συμβουλή, αυτό θα ήταν να επιδιώκετε διαρκώς την αριστεία και τη μοναδικότητα σε ό,τι κι αν κάνετε. Αυτό ξεκινά με την πρωτογενή παραγωγή δημοσιογραφικού υλικού το οποίο όχι μόνο είναι ξεχωριστό αλλά και αξίζει να το πληρώσεις. Αυτό σημαίνει φυσικά προσαρμογή στη μορφή του – δηλαδή εξαιρετικό σχεδιασμό για την εφημερίδα και πλούσια ψηφιακή αφήγηση ιστοριών στο διαδίκτυο. Στη συνέχεια, μπορείς να επιδιώξεις το ίδιο επίπεδο αριστείας στον ιστότοπο, να ανανεώνεις συνεχώς την εφαρμογή, να εμπλουτίζεις το ενημερωτικό δελτίο ή τα podcast. Κάντε τα όσο το δυνατόν πιο φιλικά και ελκυστικά προς τον χρήστη».
Ποιες είναι οι βασικές αρχές της δημοσιογραφίας σήμερα; «Για εμάς, οι βασικές αξίες είναι: ανεξαρτησία, ακεραιότητα, περιέργεια, σεβασμός, συνεργασία, υπεροχή. Η αποστολή της εταιρείας είναι να αναζητά την αλήθεια και να βοηθά τους ανθρώπους να κατανοήσουν τον κόσμο. Αυτή η αποστολή έχει τις ρίζες της στην πεποίθησή μας ότι η σπουδαία δημοσιογραφία έχει τη δύναμη να κάνει τη ζωή κάθε αναγνώστη πιο πλούσια και πληρέστερη, καθώς και όλη την κοινωνία πιο δυνατή και πιο δίκαιη», υπογραμμίζει.
Λίγο πριν την αποχαιρετίσω τη ρωτώ τι σημαίνει για την ίδια να εργάζεται στη μεγαλύτερη εφημερίδα του κόσμου; Χωρίς δισταγμό, καταλήγει: «Νιώθω απίστευτα προνομιούχα που εργάζομαι ήδη τόσον καιρό σε αυτόν το σπουδαίο θεσμό. Ιδιαίτερα για το γεγονός ότι ήμουν παρούσα σε τόσες στιγμές που υπηρέτησαν το είδος της δημοσιογραφίας το οποίο παράγουμε με τόσο αξιοσημείωτη ποιότητα και εύρος καθημερινά. Είμαι περήφανη που είμαι πρεσβευτής ενός τόσο ισχυρού brand name και αυτό μου δίνει μια πραγματική αίσθηση σκοπού . Δεν μπορώ να φανταστώ να κάνω κάτι άλλο για περισσότερα από 20 χρόνια που θα με κρατούσε τόσο αφοσιωμένη και θα μου έδινε καθημερινά ένα ισχυρό κίνητρο».
Η ώρα έχει περάσει και έχει έρθει η στιγμή να φύγω από την εφημερίδα που μετρά στο προσωπικό της 1.500 δημοσιογράφους και δεκάδες εκατομμύρια αναγνωστών σε όλον τον κόσμο. Μαζί μου παίρνω κάποια πολύ όμορφα δώρα αλλά και το φύλλο εκείνης της ημέρας που έλαβα λίγο μετά την εκτύπωσή του. Επίσης, μια αναμνηστική φωτογραφία είναι απαραίτητη προκειμένου να μου θυμίζει όλα όσα έζησα εκείνη την ημέρα στα γραφεία της σπουδαιότερης εφημερίδας του κόσμου. Αφήνοντας πίσω αυτόν τον κολοσσό της ενημέρωσης και καθώς περπατώ στο κέντρο της αμερικανικής μεγαλούπολης, θυμάμαι τα λόγια που αποτελούν το κυρίαρχο μότο του οργανισμού: «Η ανεξάρτητη δημοσιογραφία είναι το καύσιμο που τροφοδοτεί μια υγιή και αφοσιωμένη κοινωνία. Καλύπτουμε τα πιο σημαντικά θέματα της εποχής μας και λέμε ιστορίες που διαφορετικά θα έμεναν ανείπωτες».