ENAΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΙΟ ΕΠΙΦΑΝΕΙΣ και επιδραστικούς (και εξαιρετικά διασκεδαστικούς συχνά) κριτικούς κινηματογράφου του τρέχοντος αιώνος υπήρξε οπωσδήποτε ο A.O. Scott των New York Times, ο οποίος μετά από 24 χρόνια στο πόστο αυτό, αποχωρεί για να αναλάβει διαφορετική θέση στην εφημερίδα, πάντα στον ευρύτερο χώρο της κριτικής.
Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε δημοσιεύτηκε το τελευταίο κείμενό του ως σινε-κριτικού, ρίχνοντας κι άλλο λάδι στη φωτιά της συζήτησης περί του τέλους όχι μόνο του σινεμά αλλά και της κριτικής κινηματογράφου (ήταν η φουρνιά του 56χρονου Σκοτ η τελευταία του είδους;) όπως την ξέραμε. Το άρθρο αποτελούσε έναν αποχαιρετισμό στους αναγνώστες και είχε την μορφή μιας συνέντευξης του ίδιου με τον εαυτό του.
«Οι ταινίες ήταν πάντα μέρος των ονείρων και της παιδείας μου», γράφει, «από την πρώτη τραυματική μου συνάντηση με τις ιπτάμενες μαϊμούδες στον Μάγο του Οζ. Ακόμα μου προκαλεί δέος η δύναμή τους (των ταινιών, όχι των μαϊμούδων) να προκαλούν ως διά μαγείας έντονα συναισθήματα, να ανακαλύπτουν νέους κόσμους και να αποκαλύπτουν απρόσμενες αλήθειες γι’ αυτόν που ζούμε…Αυτό που αγαπώ πιο πολύ στις ταινίες είναι η ικανότητά τους να εκμηδενίζουν τη λογική και να καταλύουν το γούστο».
Ο θάνατος του σινεμά είναι τόσο παλιός όσο το ίδιο το σινεμά. Το 1935, ο Γερμανός κριτικός Ρούντολφ Αρνχάιμ δήλωνε ότι το φιλμ ως μορφή τέχνης πέθανε με τον ερχομό του ήχου και πως ό,τι ακολούθησε τη σιωπή ήταν απλά εμπορική προπαγάνδα, μια μπασταρδεμένη φόρμα την οποία ο ίδιος αποκαλούσε προφητικά «τηλεόραση».
Όσον αφορά το αιώνιο, μάταιο ερώτημα για το ποια είναι η καλύτερη ταινία όλων των εποχών, η απάντησή του είναι η εξής και δεν θα μπορούσα προσωπικά να συμφωνήσω περισσότερο…
«Η απάντηση ποικίλει ανάλογα με τα κέφια και τις περιστάσεις –πώς μπορώ άλλωστε να διαλέξω μόνο μία;–, συνήθως όμως είναι η Ντόλτσε Βίτα. Δεν θα έλεγα απαραίτητα ότι είναι η καλύτερη ταινία όλων των εποχών. Μπορεί να μην είναι καν η καλύτερη ταινία του Φελίνι. Την έχω δει όμως τόσες πολλές φορές που έχω χάσει τον λογαριασμό και πάντα εμφανίζεται κάτι που έχω ξεχάσει, που δεν έχω προσέξει ή που το θυμάμαι λάθος. Ακόμα ελπίζω να βρει τον σωστό δρόμο ο Μαρτσέλο, ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορεί να τον βρει».
Το κρισιμότερο ερώτημα όμως σίγουρα έχει να κάνει με το τέλος του σινεμά και ειδικά με το τέλος της (συλλογικής) κινηματογραφικής εμπειρίας στη σκοτεινή σάλα με τη μεγάλη οθόνη. Οι προοπτικές μοιάζουν εξαιρετικά δυσοίωνες, σίγουρα υπάρχει όμως πάντα ελπίς. Και, κυρίως, υπάρχουν πάντα καλές ταινίες…
«Ο ουρανός εξακολουθεί να πέφτει, ή να ξαναπέφτει, στο κεφάλι μας, και είναι πάντα ο ίδιος ουρανός. Ο θάνατος του σινεμά είναι τόσο παλιός όσο το ίδιο το σινεμά. Το 1935, ο Γερμανός κριτικός Ρούντολφ Αρνχάιμ δήλωνε ότι το φιλμ ως μορφή τέχνης πέθανε με τον ερχομό του ήχου και πως ό,τι ακολούθησε τη σιωπή ήταν απλά εμπορική προπαγάνδα, μια μπασταρδεμένη φόρμα την οποία ο ίδιος αποκαλούσε προφητικά "τηλεόραση". Μετά τον πόλεμο, η τηλεόραση ήταν εκείνη που σκότωνε πάλι από την αρχή το σινεμά, ενώ ακόμα και όταν δεν υπήρχε κάποιος φανερός τεχνολογικός εχθρός –το VCR, το ίντερνετ– τα νέα ήταν πάντα άσχημα. Το ποίημα του Φρανκ Ο’ Χάρα, “To the Film Industry in Crisis” (‘Στην κινηματογραφική βιομηχανία που περνάει κρίση’) εμφανίστηκε το 1957…».
«Σύμφωνα με τη σύγχρονη εκδοχή του τέλους του σινεμά, το streaming συνωμοτεί με στόχο να εξολοθρεύσει την κινηματογραφική εμπειρία όπως την ξέραμε, αφήνοντας μόνο κάποια blockbusters να διατηρούν στη ζωή τις αίθουσες, την ώρα που οι περισσότεροι καθόμαστε σπίτι. Αν ανησυχώ; Φυσικά ανησυχώ. Ο χώρος μέσα στον οποίον άνθισαν οι ταινίες που αγάπησα μοιάζει να συρρικνώνεται. Το κοινό που χρειάζεται για τη συντήρηση πρωτότυπων και φιλόδοξων κινηματογραφικών έργων το έχουν ναρκώσει οι αλγόριθμοι. Η κατάσταση του σινεμά είναι πολύ κακή. Οι ταινίες οι ίδιες όμως –ή αρκετές απ’ αυτές, όπως πάντα– είναι πολύ καλές. Και ήταν ευχαρίστησή μου να τις παρακολουθώ όλα αυτά τα χρόνια μαζί σας».