Γραφή, κρασί, κερί
Οι ελάχιστες τρεις συνιστώσες με κοινό παρανομαστή έναν λαϊκό ζωγράφο για το μικρό αλλά περιεκτικό ταξίδι στην Τιφλίδα της Γεωργίας, λίγο πριν τη σαρώσει το τσουνάμι από τροχήλατα βαλιτσάκια.
Made by Characters
Το 2018 στη Buchmesse της Φρανκφούρτης –τη σημαντικότερη διεθνή έκθεση βιβλίου– τιμώμενη χώρα ήταν η Γεωργία. Ο τίτλος που είχε δώσει, ας πούμε το «ΕΚΕΒΙ» τους (updated: νυν ΕΛΙΒΙΠ), ήταν «Georgia: Made by Characters». «Χαρακτήρας» είναι το σχέδιο του γράμματος μιας γλώσσας, κατ' επέκταση το τυπογραφικό μεταλλικό στοιχείο και στις μέρες μας με τον όρο character set δηλώνουμε όλα τα glyphs/ χαρακτήρες/γράμματα που υπάρχουν σε μια γραμματοσειρά ψηφιακής μορφής (font). Άσχετα από τον τρόπο αναπαραγωγής των βιβλίων και των κειμένων εν γένει, η γραφή μιας γλώσσας (αλφαβητική ή όχι) αποτελεί γνώρισμα ενός πολιτισμού, ενός λαού/κράτους/εθνότητας κ.λπ. Οι Γεωργιανοί επιμελητές λοιπόν είχαν στήσει στην κεντρική αίθουσα μια αφηγηματική διαδρομή από τα 33 «γράμματα» της «κοινής γεωργιανής» γραφής Μ(ι)χεντρούλι (Mkhedruli) κατασκευασμένα σαν υπερμεγέθη έπιπλα τύπου Saarinen, αλλά με πολλές (βασικά μόνο) κούρμπες από κόντρα πλακέ θαλάσσης, όπου πάνω τους επικολλημένη σαν moebius strips ξεδιπλωνόταν μια ιστορική διαδρομή σχεδόν 6.000 ετών.
Η αίσθηση που έχεις χαζεύοντας επιγραφές και πινακίδες ή τις κινούμενες φωτεινές ενδείξεις των αστικών λεωφορείων είναι ότι μπορεί και να βρίσκεσαι στη νοτιανατολική Ασία. Για την ακρίβεια η ομοιότητά της (το έψαξα μετά) με τη γραφή της γλώσσας Burmese της Μιανμάρ (πρώην Βιρμανία) είναι εντυπωσιακή. Πώς προέκυψε όμως κάτι τέτοιο; Και για «εμάς», τι; Στο εμάς νοούνται οι Έλληνες, οι Δυτικο-βορειοευρωπαίοι και οι Σλάβοι/Ανατολικοευρωπαίοι που γράφουμε με τρία αλφάβητα όλα κι όλα. Λατινικά, κυριλλικά, ελληνικά. Με τα δύο πρώτα (με προσθήκες διακριτικών και παραλλαγών γραμμάτων) γράφεται το σύνολο των ευρωπαϊκών γλωσσών. Το δικό μας αλφάβητο παράγει μια γλώσσα που ομιλείται μόνο σε μία χώρα – και στην Κύπρο σαφώς. (Εκεί μπορεί να στηριζόταν το περί «ανάδελφου» έθνους του πρώην ΠτΔ Σαρτζετάκη). Όπως και να 'χει, κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τη Γεωργία: μία γραφή, μία γλώσσα, μία χώρα. Είναι αυτό ικανή συνθήκη για τη συγκρότηση ταυτότητας; Μπορούμε να το θεωρήσουμε κριτήριο ή πρόκειται για σύμπτωση ότι από το 2008 οι ρωσόφωνες Αμπχαζία και Νότια Οσετία είναι de facto «ανεξάρτητες», ενώ de jure θεωρούνται μέρος της γεωργιανής επικράτειας καταλαμβάνοντας το 20% του εδάφους της; Προφανώς ρητορικό ερώτημα, αλλά, με τις συγκρούσεις του περασμένου Μαΐου έξω από το κοινοβούλιο της Τιφλίδας με αφορμή το «ρωσικής έμπνευσης» νομοσχέδιο περί ξένων πρακτόρων και τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία να δηλώνουν μια σύγκρουση στα εδάφη της πάλαι ποτέ (εφιαλτικής για πολλούς λόγους) Σοβιετικής Ένωσης, θα μπορούσε η διαμάχη αυτή να χαρακτηριστεί κυρίως «πολιτισμική» (προσωπική εκτίμηση – εδώ που τα λέμε, νομίζω ότι όλες οι συγκρούσεις τέτοιες είναι και έπειτα οικονομικές γιατί και η οικονομία «πολιτισμικό» φαινόμενο είναι, αλλά anyway, πήγε μακριά η βαλίτσα).
Ταυτοχρόνως εισπράττεις μια αίσθηση ότι αντικρίζεις έναν τεράστιο αμπελώνα λέξεων με τους κειμενικούς βοστρύχους να μπλέκονται ασφυκτικά με άπληστους κισσούς, εξαπλούμενοι με οργιώδη τρόπο, δημιουργώντας μια οργανική, εξαίσια τυπογραφική ζούγκλα.
Κάπως έτσι λοιπόν χωρίζεται/διέπεται (στο μυαλό μου σαφώς) ο κόσμος από «γραφική» άποψη: ο αλφαβητικός δυτικός κόσμος –με αφετηρία την ελληνική– και ο ανατολικός σημειογραφικός/ιδεογραμματικός κόσμος – αραβικά, κινέζικα, ινδικά κ.λπ.). Η Γεωργία (και η όμορη Αρμενία) βρίσκεται στο μεταίχμιο των δύο κόσμων. Και με έναν ιδιόμορφο τρόπο τέμνεται με τον δικό μας, ελληνικό (τον προσωπικό σίγουρα). Το χρυσόμαλλο δέρας (η τεχνική χρήση της προβιάς για τη συλλογή του χρυσού από τα ποτάμια) οδήγησε τον Ιάσωνα στην Κολχίδα (σημερινό Σοχούμι της Αμπχαζίας) και στην κόρη του βασιλιά Αιήτου, Μήδεια, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Και ο Προμηθέας, τέλος, πριν τον ελευθερώσει ο Ηρακλής, στον Καύκασο ήταν αλυσοδεμένος (τρομερός ο ρόλος στο KAOS). Από εκείνη την επίσκεψη λοιπόν στη «λογοτεχνική» Γεωργία μέσω Γερμανίας, με το ευρύτερο περιβάλλον του εθνικού τους περιπτέρου να είναι αφιερωμένο στο κρασί (εντάξει και τα χινκάλι, αλλά αυτά δεν μπορούσες να τα δοκιμάσεις ζεστά, σε αντίθεση με το κρασί που σέρβιραν αφειδώς), μου προέκυψε η επιθυμία για μια επίσκεψη στη γενέτειρα (ή προπάτορα) του Διονύσου.
Πίνοντας ελεύθερα «ελεύθερα» κρασιά
Η Μαντλέν και ο Δημήτρης τρέχουν τα τελευταία δέκα χρόνια το bar à vin (wine bar) Heteroclito παραπλεύρως της Μητροπόλεως. Και φέρνουν στο μαγαζί γεωργιανά κρασιά φυσικής οινοποίησης. Natural wines που δεν φλερτάρουν με τη «χωματίλα» αλλά, με τα πιο πρόσφατα λόγια του Δημήτρη, «vins libres», τουτέστιν απελεύθερα από το γήινο σώμα τους, περνώντας από τον μούστο στην οινοποίηση ανεμπόδιστα. Το βρίσκω to the point. Ο Σεμπαστιάν μάς το επιβεβαίωσε. Εγκατεστημένος με τη σύντροφό του Νίνo λίγα χιλιόμετρα εκτός Τιφλίδας (στο Igoeti), κάτι ανάλογο με τα δικά μας Μεσόγεια, σαν να λέμε Μαρκόπουλο-Σπάτα, μας περίμεναν μετά από συνεννόηση με τη Μαντλέν στο ανεπιτήδευτο οινοποιείο Ori Manari με σηματάκι τον μπασίστα των Clash από το «London Calling» που σπάει το Fender ηλεκτρικό του μπάσο. Ανάλογο πνεύμα ελεύθερο και πανκ διαθέτει τόσο για την οινοποίηση όσο και για τη ζωή ο 36χρονος Γάλλος οινοποιός που φαίνεται να μην κωλώνει.
Το κρασί στη Γεωργία είναι σημείο αναφοράς για την τοπική κουλτούρα εστίασης, μέχρι πρόσφατα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, ειδικά με την αντιμετώπιση επί Σοβιετικής Ένωσης, όπου τρένα ολόκληρα πλημμύριζαν με φθηνό γεωργιανό κρασί (σαν ρετσίνες και κοκκινέλια) τα καπηλειά της αχανούς χώρας, πνίγοντας την απαισιοδοξία (ή την ευφορία σε άλλους) που προκαλούσε το καθεστώς με μελαγχολικά μεθύσια. Τελευταία, με τη συμμετοχή των Γάλλων και από κοντά Καλιφορνέζων μετατρέπεται σε αιχμή του δόρατος ενός οινικού προορισμού με ένα «καθαρό» και αντισυμβατικό προϊόν, γιατί όταν στις μέρες μας μιλάμε για συμβατικό, εννoούμε τα τεχνολογικά κρασιά. (Το λινκ στο τέλος του άρθρου είναι κατατοπιστικότατο).
Η Γεωργία μπορεί να θεωρηθεί και η γενέτειρα της αμπελουργίας και οινοποίησης – ακόμα και πριν από την εμφάνιση στον ελλαδικό χώρο, γύρω στο 8000 πΚΕ. Χαρακτηριστικό μιας τέτοιας παράδοσης είναι το/τα qveri. Πήλινοι αυγόσχημοι «αμφορείς» θαμμένοι στο έδαφος με το στόμιο τους να εξέχει ελάχιστα, ακολουθώντας μια διαδικασία ζύμωσης/οινοποίησης φαινομενικά «πρωτόγονη» αλλά ουσιαστικά αρχέγονη. Συνολικά δεν θυμάμαι πόσα κρασιά δοκιμάσαμε, τόσο στο «Μαρκόπουλό» τους όσο και γενικά τις τέσσερις μέρες που μείναμε. Υπολογίζω γύρω στα 40-50, πάνω-κάτω 10+ την ημέρα (πίναμε καμμιά φορά παραπάνω από ένα μπουκάλι σε κάποια ετικέτα). Η αίσθηση ότι θες κι άλλο από αυτήν τη «γνωριμία» με άλλο αισθητηριακό πεδίο έκανε ακόμα και τις «μπουρούχες» χαριτωμένες. Αυτό, το άλλο «πεδίο», ο άλλος χρόνος, ο πιο παλιός (;), να γνωρίζεις ανθρώπους όπως ήταν «πριν» από αυτό που είμαστε εμείς τώρα, το πώς είναι τα υπόγεια εστιατόρια ακόμα, το πώς πωλούνται και πώς ανάβουν αυτά τα τόσο λεπτεπίλεπτα κεράκια τους, αλλά και πώς φτιάχνουν και καταναλώνουν το ψωμί τους. Ένα ταξίδι στον χρόνο αλλά όχι νοσταλγικής μελούρας παρά μιας ψυχικής αγνότητας – και πάλι, δεν ξέρω. Ένιωθα, όμως, πως παρατηρούσα μια άλλη εποχή, περπατούσα και χάζευα το μέρος σαν να ήμουνα πάνω από ένα μόνιτορ ραντάρ παρακολουθώντας κάπου στο μέλλον το παρόν, σαν να έβλεπα και να ζούσα τρόπον τινά ένα παρελθόν σε ενεστώτα χρόνο.
Άνω σχώμεν τας καρδίας
«Η "προς θεόν νεύσις" των Ορθοδόξων είναι ήδη η αναζήτηση της καθολικότητας του ανθρώπου, η πείνα του και δίψα του να υπερβεί το Εγώ του μέσα από την πράξη», σημείωνε το 1983 ο πρόωρα χαμένος Κωστής Μοσκώφ. Προφανώς στη Γεωργία θα φάνταζε οξύμωρη τις τελευταίες δεκαετίες του υπαρκτού σοσιαλισμού μια μαρξιστική θεολογία νεοορθόδοξης εμπνεύσεως και θεώρησης. Αν όμως κάτι (ή μάλλον αυτό που) είναι φανερά αυθεντικό και πηγαίο, είναι η διαυγής θρησκευτικότητα, μια λατρευτική διαδικασία καθόλου τετριμμένη και τυπική, που διαπερνά (μέρος έστω) τη γεωργιανή κοινωνία. Είναι το ίδιο το όνομα, η ταύτιση με τον δρακοκτόνο Άγιο, όπως και η σημαία (η διαφορά με την αγγλική είναι οι επιπλέον τέσσερις σταυροί) που συνηγορούν σε κάτι τέτοιο; Μάλλον όχι, μιας και πολλοί λαοί φέρουν σταυρούς στα εθνικά τους σύμβολα (ημών συμπεριλαμβανομένων), αλλά δεν συνάντησα αλλού μέχρι στιγμής στον χριστιανικό κόσμο ανάλογη σύνδεση με το μεταφυσικό. Και με βοήθησε να διαχωρίσω με σιγουριά ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ του να είναι κάποιος άθεος εννοώντας άθρησκος και πιστός εννοώντας όχι οπαδός αλλά πιστεύων στην «υπέρβαση». (Τέλος με τα εισαγωγικά).
Οι Γεωργιανοί (μαζί με Αρμένιους, Κόπτες και Αιθίοπες) είναι δυνητικά πρωτοχριστιανικοί λαοί-έθνη και σίγουρα κάτι σαν «πρωτο-ορθόδοξοι». Η χρήση των τόσο ιδιαίτερων γραφών αυτών των λαών (όλες σημειογραφικές), που «εφευρέθηκαν» για να καταγράψουν τα ιερά τους κείμενα (γραφές=βίβλους) και έχουν διατηρηθεί έκτοτε απαράλλαχτα, στοιχειοθετεί μια πιθανή εξήγηση του φαινομένου μιας ζωντανής και εκκλησιαστικής παράδοσης που μια πρόγευσή της πρόλαβα. Όμως μέσα στις εκκλησίες τους, από τον παλιό καθεδρικό ναό στη θέση της παλιάς πρωτεύουσας Mtskheta (Μ'τσχέτα) με τα αποστομωτικά μπρούτζινα μανουάλια και το μοναστήρι του Τζβάρι στο ανεμοδαρμένο αντικριστό ύψωμα μέχρι εκείνες στην πόλη, η αίσθηση μου ήταν ότι βρέθηκα σε μέρος γαλήνης, εσωτερικής ευφορίας, τόπο ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης, όπως σπανίως μόνο η μεγάλη τέχνη το καταφέρνει.
Ο φτωχούλης του Καυκάσου
Αρχικά το όνομα Niko Pirosmani, όταν το πρωτοείδα στο αφιέρωμα του περιοδικού «Luncheon» (an independent cultural magazine mixing art, fashion and food, όπως αυτοπαρουσιάζεται), πίστεψα πως μπορεί να είναι μια περίπτωση μακρινού απογόνου ελληνικής καταγωγής, σίγουρα όχι πολιτικού πρόσφυγα αλλά παλιότερα, ενδεχομένως από τους διωγμούς των Τούρκων κατά τη δεκαετία του 1910, ή ακόμα πιο παλιά, από μετακινήσεις εντός της ευρύτερης περιοχής της Μαύρης Θάλασσας και του Καυκάσου. Αν και τίποτα από όλα αυτά δεν συντρέχει τελικά, βλέποντας τη δουλειά του μου προξένησε αμέσως σχεδόν αυτόματα μια γλυκιά, κάπως μελαγχολική αίσθηση και στο μυαλό μου ήρθε αυθορμήτως, αν και γλύπτης, ο Γιαννούλης Χαλεπάς (ίσως λόγω φυσιογνωμίας) σε συνδυασμό με τον Θεόφιλο –όπως διαπίστωσα κατόπιν μέχρι και η ελληνική wikipedia τον αναφέρει έτσι–, ο ανάλογος Θεόφιλος (Χατζημιχαήλ) της Γεωργίας.
Η ανέχεια (με τη συχνή ή επακόλουθη πείνα) επτακόσια χρόνια μετά τον κατά Καζαντζάκη «φτωχούλη του θεού» Φραγκίσκο της Ασίζης (1182-1226) είναι ένα (ή το) καταλυτικό στοιχείο δημιουργίας. Ο Πιροσμάνι, μαζί με τους δικούς μας καλλιτέχνες που προανέφερα, από τον Βαν Γκόνγκ αλλά και τόσους άλλους, αυτοδίδακτους, αλαφροΐσκιωτους, αποσυνάγωγους ή «αδιαμεσολάβητους» καλλιτέχνες, δημιουργούν ένα ιδιότυπο τάγμα των πολιτισμικών χερουβείμ, των πιστών εκείνων εξαπτέρυγων στην υπηρεσία της ανθρώπινης «συνεννόησης» του γήινου με του ουράνιου. Και για όλους (ή μάλλον σαν άλλη προϋπόθεση) η αναγνώριση έρχεται μετά θάνατον. Καλό ταξίδι.
Ακούστε το Sakartvelo lamazo, (Σακαρτβέλο είναι η Γεωργία στα γεωργιανά και λαμαζό η αγαπημένη). Ζωντανή ηχογράφηση στο υπόγειο Αζαρφέσα.
Σχετικό περιεχόμενο
• Επιλέγοντας ανάμεσα σε «συμβατικά» και «φυσικά» κρασιά, Δημήτρης Κούμανης
• Η υπνωτικά διαφωτιστική ταινία ПИРОСМАНИ (1:24:00)
• Πολύ κατατοπιστικό και ενδιαφέρον bio-doc το Niko Pirosmani: A Witness of Life (18:53)
• Arabesques sur le thème de Pirosmani de Sergueï Paradjanov
• Περιοδικό LUNCHEON, τχ. 12
• Georgia.travel αλλά καλύτερα ο Φώτης Βαλλάτος εδώ, σελ. 228 κ.έ.