{κλείσε τον Σούμπερτ}
O πανικός μου ζυγίζει δεκαπέντε κιλά αλεύρι. Ο Ιούλιος ακάθεκτος κι εγώ αγκαλιά με το κινγκ σάιζ δεκαπεντάκιλο / ειδική προσφορά / επαγγελματική συσκευασία. Το μαγικό δεκαπεντάκιλο που θα μας έσωζε (κοτζάμ τετραμελή) από λοιμό, σεισμό, καταποντισμό, κακό μάτι και μαλάρια. Το ένδοξο δεκαπεντάκιλο που ξεδιάντροπα με κοροιδεύει από το υπερυψωμένο ραφάκι και μου πετάει κάτι συνθήματα απ'τον παρισινό μάη και τις εξεγέρσεις στη γένοβα.
Δεν ξέρω τι να το κάνω τόσο αλεύρι. Δεν ξέρω τι είδους σωτηρία μπορεί να μου προσφέρει –μάλλον κάτι σε ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Μπορώ να φτιάχνω τηγανίτες, ζύμες, φύλλο κρούστας, κέικ αλμυρά, κέικ γλυκά. Μπορώ να παίζω τη φαρίνα που φουσκώνει μόνη της στην έρημη κουζίνα. Μπορώ να αλευρώνω τις γάμπες μου και να κοροιδεύω αθώα επτά κατσικάκια. Μπορώ να χαίρομαι αλευρομουτζουρώματα χωρίς Γαλαξίδι. Μπορώ να λέω ότι είμαι η ωραία μυλωνού. Μπορώ να ζυμώνω ψωμιά και μετά να ζωγραφίζω έναν ουρανό στο ταβάνι για να μην ουρλιάζει ο κύριος Μίλτος.
-Πες αλεύρι.
-Αλεύρι.
Μετά το αλεύρι γελά και μου λέει:
-Αυτή που κάποτε ήσουν σε γυρεύει.
σχόλια