The most tender thing you've said to me
is that i suffer from paranoia
sometimes when i wish to kill
i count from one to six hundred kilometers/
Dillon
Η Αντέλ Ουγκώ (1830-1915) ήταν το στερνοπαίδι του μπαμπά Βίκτωρα και της συνονόματης μαμάς της. Η αδελφή της Λεοπολντίν θα πνιγεί στα δεκαεννιά της, νύφη λίγων ημερών. Ο Φρανσουά-Βικτώρ κι ο Σαρλ, τα αγόρια της οικογένειας, θα πεθάνουν πριν από την ίδια και πριν απ' τους γονείς τους. Είναι η μόνη που θα επιβιώσει, αν και για πάνω από σαράντα χρόνια (1872 -1915) θα ζήσει ως σιωπηλή οικότροφος ενός πολυτελούς ασύλου στο Saint-Mandé, λίγο έξω απ'το Παρίσι ( στα τέλη του δεκάτου ενάτου, βέβαια, άσυλα αποκαλούνταν κατ' ευφημισμόν τα ψυχιατρεία.)
Η Αντέλ ήταν όμορφη, ταλαντούχα, ζωηρή. Τουλάχιστον έτσι την περιγράφουν φίλοι και γνωστοί και κάπως έτσι δείχνει στα νεανικά της πορτραίτα. Στα εικοσιτρία της (με αρκετές ερωτικές περιπέτειες κι έχοντας απορρίψει δεκάδες προτάσεις γάμου) γνωρίζει τον μοιραίο υπολοχαγό της, τον ΄Αγγλο Albert Andrew ("Bertie") Pinson . Είναι Ιούνιος, στο Τζέρσευ της Μάγχης όπου η οικογένεια ζει αυτοεξόριστη για ν' αποφύγει την οργή του Ναπολέοντα του Γ' μετά την κατάλυση της Γαλλικής δημοκρατίας και την Παλινόρθωση.
'"Ο Μπέρτι με πρωτοείδε καθισμένη σ'ένα παγκάκι. Διάβαζα.΄Ημουν τόσο απορροφημένη με το βιβλίο που δεν τον πρόσεξα. Αλλά αυτός με πρόσεξε κι από εκείνη τη μέρα με αγάπησε...'',
περιγράφει η Αντέλ εκείνη την πρώτη συνάντηση στο ημερολόγιο της.
Ο Πίνσον ήταν αρκετά μεγαλύτερός της, χαρτοπαίκτης, ιπποδρομιάκιας, γυναικάς ,ωραίος και ωραιοπαθής. 'Εχοντας γλυτώσει τα πεδία της μάχης (υπηρετούσε στη περίφημη 16th Regiment of Foot, γνωστή και ως Τhe Peacemakers) προσπαθούσε να πιάσει την καλή μ' έναν πλούσιο γάμο. Αν και τα γεγονότα είναι λίγο συγκεχυμένα, κατά πάσα πιθανότητα έκανε πρόταση γάμου στην Αντέλ αλλά ο μπαμπάς Βίκτωρ δεν την ενέκρινε (θεωρώντας τον κλασικό προικοθήρα) ή η ίδια η Αντέλ την απέρριψε θέλοντας να βεβαιωθεί για τη ειλικρίνεια των αισθημάτων του.
''Η μαυροντυμένη γυναίκα που παραμιλάει στους δρόμους του Χάλιφαξ αναζητώντας τον Μπέρντι της, είναι η κόρη του διασημότερου συγγραφέα στον κόσμο,του Βίκτωρα Ουγκώ...''
Ο Πίνσον θα φύγει για το Λονδίνο κι από εκεί θ' ακολουθήσει τη μονάδα του για το Χάλιφαξ, στη Νέα Σκωτία του Καναδά. Η απουσία του θα φέρει στα πρόθυρα της απελπισίας την Αντέλ. Θεωρεί ότι αυτός είναι ο μοιραίος έρωτας της ζωής της κι αποφασίζει να τον συναντήσει. Με χίλια δυο ψέμματα το σκάει, μπαίνει στο καράβι για Νέα Υόρκη κι από εκεί με το Ταχυδρομικό πλοίο φτάνει στο Χάλιφαξ στις αρχές του 1863.
Στο Χάλιφαξ εμφανίζεται ως Μiss Lewly, νοικιάζει δωμάτιο σε μια πανσιόν κι αρχίζει να ψάχνει για τον Μπέρτι. Γράφει στον πατέρα της ότι παντρεύτηκε (ο Ουγκώ αναγγέλει τους υποτιθέμενους γάμους στην Guernsey Star κι ύστερα δεν ξέρει πώς να το μαζέψει) κι αρχίζει να συστήνεται παντού ως Μrs Pinson. Αρχικά υπάρχει μια επικοινωνία, ο Πίνσον απαντά στις επιστολές που του στέλνει καθημερινά, συναντιούνται αραιά και που, αλλά από κάποια στιγμή και μετά τα πράγματα αλλάζουν. Η εμμονή της Αντέλ τον κουράζει κι αποφασίζει να διακόψει κάθε επαφή μαζί της. Τότε είναι που αρχίζει κι η αντίστροφη μέτρηση. Η Αντέλ μεταμορφώνεται σε αδίστακτη stalker. Ο έρωτας έχει γίνει πλέον αυτοκαταστροφικό ανεξέλεγκτο πάθος και εμμονή που περνάει στη σφαίρα της ψυχοπαθολογίας. Για δύο χρόνια τον παρακολουθεί συστηματικά, τον εκλιπαρεί δημόσια, ντύνεται αντρικά και τον κατασκοπεύει, διαδίδει παντού ότι είναι η νόμιμη σύζυγος και περιμένει το παιδί του, τριγυρίζει ρακένδυτη παραμιλώντας, γράφει παθιασμένα ημερολόγια θεωρώντας ότι οι λέξεις μ' έναν μαγικό τρόπο θα τον φέρουν κοντά της, προσπαθεί να τον υπνωτίσει, του προσφέρει χρήματα, τον απειλεί.
''Είναι ανίκανη πλέον να φροντίσει τον εαυτό της. Αρνείται το φαγητό,αφήνει το δωμάτιο της κρύο, αδιαφορώντας για το αν το τζάκι έχει σβήσει εδώ και ώρες και δεν κάνει μπάνιο. Ζει σχεδόν σαν ζώο. Τα υπέροχα μαλλιά της που κάποτε ακουμπούσαν το πάτωμα σέρνονται θαμπά,βρώμικα και γεμάτα ψείρες,τόσο που χρειάστηκε να καλέσουμε όχι μόνο κομμώτρια,αλλά και γιατρό. ΄Επρεπε αναγκαστικά να κοπούν,δεν γινόταν αλλιώς.Το ακόμα πιο ανησυχητικό είναι η εμμονή της να περπατάει πάνω κάτω στο δωμάτιο και να μιλάει μόνη της δυνατά..Πολλά βράδια ουρλιάζει και κόβεται η καρδιά μας για τη δύστυχη που δεν ξέρουμε πώς να βοηθήσουμε..''
''Είναι ανίκανη πλέον να φροντίσει τον εαυτό της. Αρνείται το φαγητό,αφήνει το δωμάτιο της κρύο, αδιαφορώντας για το αν το τζάκι έχει σβήσει εδώ και ώρες και δεν κάνει μπάνιο. Ζει σχεδόν σαν ζώο. Τα υπέροχα μαλλιά της που κάποτε ακουμπούσαν το πάτωμα σέρνονται θαμπά,βρώμικα και γεμάτα ψείρες,τόσο που χρειάστηκε να καλέσουμε όχι μόνο κομμώτρια,αλλά και γιατρό. ΄Επρεπε αναγκαστικά να κοπούν,δεν γινόταν αλλιώς.Το ακόμα πιο ανησυχητικό είναι η εμμονή της να περπατάει πάνω κάτω στο δωμάτιο και να μιλάει μόνη της δυνατά..Πολλά βράδια ουρλιάζει και κόβεται η καρδιά μας για τη δύστυχη που δεν ξέρουμε πώς να βοηθήσουμε..''―Απόσπασμα επιστολής του ζεύγους Μοtton από το Χάλιφαξ στον αδελφό της Αντέλ, Φρανσουά-Βικτώρ, 1865
Η πραγματική της ταυτότητα αποκαλύπτεται. ΄Ολοι ξέρουν ότι η μαυροντυμένη γυναίκα που παραμιλάει στους δρόμους του Χάλιφαξ αναζητώντας τον Μπέρτι της, είναι η κόρη του διασημότερου συγγραφέα στον κόσμο, του Βίκτωρα Ουγκώ των Αθλίων και της Παναγίας των Παρισίων.
Στα 1866 ο Πίνσον θα μετατεθεί στα νησιά Μπαρμπέιντος της Καραιβικής. Η Αντέλ θα τον ακολουθήσει κι εκεί. Ο έλεγχος έχει χαθεί μαζί με κάθε ίχνος αξιοπρέπειας. Οστεωμένη, άπλυτη, με σχισμένα φορέματα και πολλές φορές χωρίς παπούτσια θα περιφέρεται στους δρόμους έχοντας σχεδόν ξεχάσει τι ακριβώς έψαχνε. Θα συναντηθεί με τον Πίνσον μόνο μια φορά, η εικόνα της θα τον σοκάρει, θα προσπαθήσει να της μιλήσει αλλά η Αντέλ δεν είναι πια σε θέση ούτε να αναγνωρίσει το πρόσωπό του.
Στα 1872 θα επιστρέψει στη Γαλλία.
Δεν θα ξαναφύγει ποτέ.
"Την ξαναείδα στο άσυλο. Δεν αναγνώρισε τον αδελφό της τον Φρανσουά-Βικτώρ.... εμένα με γνώρισε...Την αγκάλιασα .Της μίλησα τρυφερά και την παρηγόρησα...΄Εδειχνε ήρεμη και νυσταγμένη. Πριν ένα χρόνο έφευγα για το Μπορντώ με τον άλλο αδελφό της τον Σαρλ,που δε θα γυρνούσε ποτέ ζωντανός πίσω. Σήμερα ξαναβλέπω την Αντέλ....Πόση πίκρα!"
―Από το ημερολόγιο του Βίκτωρα Ουγκώ, 1872
Εκατό χρόνια μετά την πρώτη εκείνη συνάντηση στο παγκάκι με τον Πίνσον η ζωή της θα γίνει ταινία. ("L'histoire d'Adèle H."/1975). Ο Φρανσουά Τρυφώ θα βρει στο πρόσωπο της δεκαεννιάχρονης Ιζαμπέλ Αντζανί τον δικό του υπολοχαγό Πίνσον με την κάμερα ν' ακολουθεί εμμονικά κάθε πόρο του σώματός της.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 19.2.2016
σχόλια