Μετά συγχωρήσεως. Ελευθεροτυπία, 1990
Μια παλιά στήλη μου που δημοσιεύτηκε σε μια εφημερίδα που δεν υπαρχει πια, προτού καν γεννηθούν πολλοί απ΄τους αναγνώστες μας... Συνοδευόταν από μια πορνογραφική εικόνα από ένα hardcore περιοδικό της Ομόνοιας. Από όσo ξέρω, ποτέ δεν ξανάγινε κάτι τέτοιο σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας (ούτε μικρής). Ο Τεγόπουλος δεν πτοήθηκε καθόλου- πιθανότατα, το διασκέδασε. Με αυτά και με άλλα, η στήλη ήταν πρώτη σε αναγνωσιμότητα επί σειρά ετών...
Προχθές γονάτισα στα εικονίσματα κι είπα συντετριμμένος: «Ω Παντοδύναμε! Μπας κι είμαι ένας έκφυλος, ένας διεφθαρμένος;»
Είχα μόλις παρακολουθήσει τη συζήτηση Νταλάρα-Χατζηνικολάου. Είχα θαυμάσει το μέτρο, τη σοβαρότητα, την υψηλόφρονα ευθύνη των δυο ανδρών — κυρίως, όμως, την αντισηπτική γλώσσα τους και το γιγαντιαίο ήθος τους.
Αναλογίστηκα τότε ποια είναι η δική μου θέση στην ελληνική δημοσιογραφία και κατεθλίβην. Θα καταγραφώ —είπα— ως ο άνθρωπος που πρωτόγραψε τη λέξη «πούτσος» στην «Ελευθεροτυπία» και δημοσίευσε φωτογραφίες αιδοιολειχιών. Σαν ένα πρόσωπο ύποπτης καταγωγής και συμπεριφοράς περίπου πορνικής, το οποίο δεν αξιώθηκε ποτέ να γράψει λέξεις όπως: ήθος, λαός, έθνος — αλλά ασχολήθηκε με χαμένα κορμιά, και πράξεις που ο Σέξπιρ χαρακτηρίζει «πράξεις της σκοτεινιάς».
Το βράδυ, στο χαμαιτυπείο, ο Τάκης με κέρασε ένα joint και για να με βγάλει από τη μελαγχολία μου είπε:
«Δεν είσαι και για πέταμα! Η αλήθεια είναι ότι έχεις κάνει υπερβολές, αλλά ο λόγος είναι προφανής. Όταν όλες οι «υψηλές» λέξεις έχουν ξεφτιλιστεί απ’ τη μικροπολιτική και διαφημιστική χρήση, καταφεύγεις στις έσχατες αμόλυντες λέξεις: τις χυδαίες. Δεν χρειάζεται να σκας, δεν είσαι ο μόνος. Κάποτε ο comme il faut κόσμος μας εννοούσε όσα εσύ λες, χρησιμοποιώντας λατινικούς ευφημισμούς: fellatio, cunnilingus, urinam bibendi...
Ο Λόρκα υμνούσε «το ρόδο της περιτομής», ο Σαββόπουλος «άνοιγε τα πέταλά της μ’ ένα φιλί» και όταν μάθαμε ότι στα Δουνέικα η μια στις δυο οικογένειες αιμομικτεί, οι ρεπόρτερ κατέφυγαν σε κυκλωτικούς υπαινιγμούς.
Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ο Prince μπορεί να τραγουδάει το My sister never made love to anyone else but me ή να δείχνει το «ρόδο» του λέγοντας I am Violet the organ grinder. Οι Divinyls γράφουν ωδές στον αυνανισμό (I touch myself) και στο δίσκο των 2 Live Crew υπάρχουν 226 fuck, 87 περιγραφές στοματικού σεξ και 117 αναφορές στα γεννητικά όργανα».
Τα λόγια του παρακμιακού Τάκη με βύθισαν σε ακόμα πιο μαύρες σκέψεις, ενώ ναρκομανείς κι ομοφυλόφιλοι χόρευαν μπροστά μου με Shamen και Stereo MC’s.
Σκέφτηκα ότι δεν σώζομαι, ακόμα αν είμαι γνήσιο παιδί ενός χυδαίου, νέου κόσμου. Πάλι χυδαίος λογίζομαι. Ενώ οι πολιτικοί συντάκται της TV, επί παραδείγματι — δες πώς λάμπουν από αξιοπρέπεια και μεγαλείο! Δες πώς αστραποβολεί από καθαρεύουσα το baby face τους!
Κάτι ψιθύρισα για βάρος της συνείδησης, τύψεις, αμαρτίες, τι θα λέει η μάνα μου... — τέτοια. Και τότε παρενέβη στη συζήτηση η drag queen Ούρσουλα — πρώην δολοφόνος, που είπε:
«Ούτε ο κόσμος μας είναι χυδαιότερος από πριν ούτε εσύ είσαι πιο κακομοίρης από τους συναδέλφους σου. Απλώς, σήμερα, κουρασμένοι από τους ευφημισμούς και τα καλυμμένα πόδια του πιάνου (έχουν κάτι φαλλικό!) λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, μπας κι εξορκίσουμε τις προκαταλήψεις και τους ρατσισμούς που τα περιβάλλουν. Τα πράγματα που μένουν στο σκοτάδι γίνονται ευκολότερα στόχοι ηλιθίων, γι’ αυτό και το outing έχει μια στοιχειώδη λογική. Έχουμε κουραστεί από την υπολογιστική σοβαροφάνεια και τα ήξεις αφήξεις — κι εγώ μπορώ να σου πω από πρώτο χέρι τι λερωμένο υποσυνείδητο έχουν οι κυριλέδες σου πίσω απ’ τις κάμερες, ένα μάτσο μικρότητες και σαχλαμάρες. Εσύ τουλάχιστον είσαι εκτεθειμένος, μόνο και μόνο γιατί ομολογείς τα αμαρτήματά σου, την ώρα που εκείνοι «σώζουν» εργολαβικά το σπίτι μας και τους αδένες μας. Άλλωστε είμαστε φτηνοί στα λάχανα κι ακριβοί στα παραπούλια όταν θεωρούμε άσεμνες τις αιδειολειχίες σου — κι όχι τις αλλαξοκωλιές εξουσίας-δημοσιογράφων».
Κοίταξα την Ούρσουλα, όχι χωρίς απελπισία. «Ωραία τα λες, σκέφτηκα, αλλά κοίτα τα χάλια μας σε τούτο το τεκέ. Καλή είναι η έλλειψη προσχημάτων αλλά κι η υπερβολική μόστρα των μυστικών μας καταντάει γκροτέσκα. Σαν την (παντρεμένη) αναγνώστρια που «δικαιωμένη από το άρθρο μου για τις νεοφεμινίστριες» μού ’στειλε κάτι στίχους της, του τύπου:
«Αρκεί μια σκέψη σου/ ο κόλπος μου να διασταλεί/ Μ’ αρέσει να τον παίζεις και να στα ρουφάω...».
Γινόμαστε, τότε, πορνογράφοι του Ιδιωτικού (και δεν ορίζω ως ιδιωτικό κατ’ ανάγκην τη «σκοτεινή πράξη» του Σαίξπηρ — το «It» του Prince). Γινόμαστε ζογκλέρ των ταμπού ή, για να κυριολεκτώ, drag queens της απελευθέρωσης».
Τελευταία μπήκε στη σοφιστική κραιπάλη η Κατερίνα — της οποίας η βασική μειονεξία είναι το ότι είναι απόλυτα staight, σαν αμεταχείριστο ψυγείο. Διέκρινε, φαίνεται, τον οίκτο μου για την Ούρσουλα και είπε (τραμπούκικα):
«Έχεις δίκιο να οικτίρεις αυτό το δίποδο Ρίο, αλλά έχεις και άδικο. Κάθε απελευθερωτική κίνηση έχει τα fashion victims της. Παρεκκλίνει σε υπερπαραγωγές αλλά και αντεστραμμένους φασισμούς. Π.χ. οι Niggas with Attitude ή η χυδαιολογία του Κλικ του Κωστόπουλου εντείνουν τη σύγχυση, παρά απελευθερώνουν — ακριβώς γιατί δεν έχουν συνείδηση τι λένε και η φραστική ψευδοτόλμη τους πάει σετ με ένα βαθύτατο ιδεολογικό συντηρητισμό. Αντί να καθαρίζουν την πραγματικότητα από τις αμαρτωλές προφάσεις της, τη φορτώνουν με μαγκιές χωρίς αντίκρισμα και κάνουν σταρ τα απωθημένα τους.
Αλλά, πίστεψέ με, είναι προτιμότεροι από τους υψίφρυδους κυριλέδες της TV και τους ρητορικούς σωτήρες που σε πνίγουν στο λούσο και τα τριτόκλιτα και σου τη φέρουν από 'κει που δεν το περιμένεις. Τουλάχιστον αυτοί μπαίνουν από την πόρτα στο όργιο, ενώ οι άλλοι σκαρφαλώνουν από παράθυρα και από φεγγίτες (γι’ αυτό χρησιμοποιούν τόσες χρονικές αυξήσεις)».
Τα λόγια της κοπέλας (ή κοπελιάς;) έφεραν αιφνίδια, πλην σύντομη γαλήνη στην καρδιά μου. Ναι μεν η Ούρσουλα δικαιώθηκε κάπως, αλλά εγώ; Το μέρος που βρισκόμουν δεν έπαυε να ’ναι ένα χαμαιτυπείο και το δημοσιογραφικό στίγμα μου — ω! τόσο λερωμένο κι άπλυτο! «Αν είμαι όντως ειλικρινής και θετικά εκτεθειμένος, όπως εννοεί η Κατερίνα, δε θα ’χα ήδη πάρει το βραβείο Μπότση;» αναρωτιόμουνα θρηνητικά.
Και κανείς δεν μου απαντούσε! Βουβά έστεκαν τα πλάσματα της προστυχιάς — φονιάδες, crack addicts, κεκέδες, αντι-Νταλάρες, αιμομίκτες, δημοσιογράφοι της Star, στραβοί απ’ το ένα μάτι... — κι ανάμεσά τους εγώ, που από το γλυκασμό των joints βυθιζόμουνα σε μια παραίσθηση, όπου μιλούσα, λέει, σαν αρσακειάς και μ’ έλεγαν Κύριο Χατζήνικολάου.