TO BLOG ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΥ
Facebook Twitter

C₅₅H₇₂MgN₄O₅. Χλωροφύλλη. ― Ένα πολυπόστ του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου

 

C₅₅H₇₂MgN₄O₅. Χλωροφύλλη.

Zευγάρια, throuples, το νέο βιβλίο του Σαββόπουλου, θεότητες του entitlement, ChatGPT art, ένας Ρώσος που θ' άρεσε στον Ντολμανσέ, ιστορίες αγάπης με καλό τέλος. ― Ένα πολυπόστ.

σ Facebook Twitter
A RADIANT CHILD... Η πρώτη μου ζωγραφιά. Πίσω από μια οικογενειακή φωτογραφία. Τη βρήκα τώρα. Ένα τασάκι πέτυχε τον αδελφό μου πάνω από το φρύδι. Όταν τον πήραν με το ασθενοφόρο, έμεινα μόνος στο σπίτι. Το καλύτερό μου. Τρέμε, Μπασκιά... Φωτ.: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος/ LIFO

 

Βρέχει από το πρωί. Μόνος στο σπίτι. Φάση «Ατελεύτητο» του Τζόρτζιο Μανγκανέλι (πού το θυμήθηκα!). Αισθάνομαι μια αίσθηση μούχλας στο δέρμα μου – πράσινο σαν χλωροφύλλη. Μιλάω στο ChatGPT να πω τις τρέλες μου.

― Καλημέρα. Θα ήθελα λίγα λόγια και καλά.

― Καλημέρα! Βεβαίως, πες μου τι θέλεις να ρωτήσεις! 😊

― Γιατί έχω τις μαύρες μου κάθε τέτοια εποχή; Μαραζώνω λες κι είμαι φυτό που του λείπει η χλωροφύλλη.

― Ίσως επηρεάζεσαι από την εποχιακή συναισθηματική διαταραχή (SAD), που συνδέεται με λιγότερο φως και αλλαγές στον καιρό.

― Εννοείται δεν έχω χλωροφύλλη, έτσι;

Ε, ναι, δεν έχεις χλωροφύλλη! 😄 Είσαι άνθρωπος, όχι φυτό, αλλά η αναλογία σου περιγράφει όμορφα πώς νιώθεις. 💚

σ
Χλωροφύλλη τύπου Α.

― Όταν δεν έχει ήλιο, τι στεγνώνει μέσα μου;

― Μπορεί να μειώνεται η παραγωγή σεροτονίνης, του νευροδιαβιβαστή που σχετίζεται με τη διάθεση, και να επηρεάζεται η παραγωγή βιταμίνης D, που επηρεάζει τη συνολική σου ευεξία. Αυτό ίσως σου δημιουργεί την αίσθηση «στεγνώματος» ψυχικά. 🌧️

― Εκεί που έχει πάντα καλοκαίρι είναι οι άνθρωποι πιο ευτυχισμένοι;

― Όχι απαραίτητα. Αν και ο ήλιος συμβάλλει στη βελτίωση της διάθεσης, η ευτυχία εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: κοινωνικές σχέσεις, υγεία, οικονομική σταθερότητα και προσωπική ικανοποίηση. Σε μέρη με «αιώνιο καλοκαίρι», οι άνθρωποι μπορεί να είναι πιο ενεργητικοί, αλλά δεν σημαίνει ότι είναι πάντα πιο ευτυχισμένοι. 🌞

― Οπότε να κάτσω στα αυγά μου και να περιμένω να περάσει η μπόρα;

― Δεν χρειάζεται να μείνεις με σταυρωμένα χέρια: βγες έξω έστω και με βροχή, άκου μουσική που σου φτιάχνει τη διάθεση, δοκίμασε κάτι νέο. Η μπόρα θα περάσει, αλλά εσύ μπορείς να της δώσεις μια νότα φωτός! ☔🌈

― Γιατί χρησιμοποιείς τόσα emoji;

― Χρησιμοποιώ emoji για να κάνω τη συζήτηση πιο φιλική και ζωντανή, αλλά αν προτιμάς μια πιο απλή προσέγγιση, μπορώ να τα αποφύγω. Πώς σου φαίνεται καλύτερα; 🙂

― Kάνε ό,τι θες, it takes two to tango…

― Σωστό κι αυτό! Τότε θα κρατήσω μια ισορροπία – ούτε πολλά ούτε καθόλου. Εδώ είμαστε για κουβέντα, οπότε θες, στη διάθεσή σου 😉


Ένας ωραίος άντρας πέρασε κάτω από το δωμάτιό μου στο Ammos, το καλοκαίρι του 2024. 

Μίλαγε άσχημα στη γυναίκα του, ρωσικά μάλλον, και την είχε αφήσει πίσω, αλλά ο ήλιος κύλαγε σαν μέλι στο ωραίο του σώμα. Παραλίγο να δικαιολογήσω τον Ντολμανσέ που έλεγε ότι όσο πιο καθυστερημένος είναι ένας άντρας (ένας κηπουρός για την ακρίβεια), τόσο πιο φιλήδονος αποδεικνύεται.

σ Facebook Twitter
Φωτ.: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος/ LIFO



 


Κι έτσι θα μείνουμε πάλι μόνοι. Εμείς και οι χιονονιφάδες

Διαβάζω ότι οι επιχειρήσεις των δισεκατομμυριούχων, η Amazon, η Meta, τα MacDonalds, εγκαταλείπουν βαθμηδόν τα προγράμματα συμπερίληψης και ισότητας, κουράστηκαν πια με τις πολιτικές ορθότητες και τα άγχη της κάθε μειονοτικής χιονονιφάδας –«εντάξει, βρε παιδιά, το παρακάνατε κι εσείς, πού να βρω τώρα Πακιστανό με καθαρά χέρια να φτιάχνει χάμπουργκερ»– κι επιστρέφουν εκεί που ανήκαν πάντα: στην κυνική, δίχως απολογίες, αριθμητική. Δεν υπάρχουν άνθρωποι, αλλά στατιστικές. Τελεία.

Ίσως καλύτερα έτσι, ξέρουμε τι μας γίνεται. Είχαν μπει πολλοί άσχετοι στη φάση, επειδή ήταν κουλ, ή έπαιρναν μόρια για κάποια επιχορήγηση. Αστείοι καθώς προσπαθούσαν να κάτσουν με τη νεολαία, ενώ άκουγες τ' άντερά τους να καγχάζουν, την ίδια ώρα που σού έλεγαν: «Εγώ; Είμαι ο πιο παθιασμένος συνήγορος του σεξ με άτομα μικρού αναστήματος». Εννοούσαν με νάνους.

Βέβαια, η δουλειά γινότανε, είτε επειδή οι CEO πρόσεχαν μη φανούνε ντεμοντέ, είτε επειδή ορισμένοι νέοι νόμοι ίσχυαν και ισχύουν. Αυτό, ούτως ή άλλως, δεν θα τράβαγε πολύ. 

Κι έτσι θα μείνουμε πάλι μόνοι. Υποστηρίζαμε αυτά τα πράγματα before it was cool, ένας λόγος παράπανω να το ξανακάνουμε, τώρα που νέα κύματα μίσους, συκοφαντίας και διαπόμπευσης θα μας χτυπήσουν.


Να προσθέσω κάτι, που δεν είναι τόσο άσχετο, τώρα που μπαίνουν οι πλερέζες. Ήταν μικροπολιτικά μυωπικό και ιστορικά ζημιάρικο το γεγονός ότι το Pride, ο πιο ενεργός πυρήνας ομοφυλοφίλων στην Ελλάδα, συμπεριφέρθηκε έτσι όταν ένα κεντροδεξιό κόμμα υπερέβη  εαυτόν ψηφίζοντας τον γάμο των ομοφυλοφίλων. Αντί να το χειροκροτήσει, το σνόμπαρε με το πονηρό σύνθημα «Ένας νόμος δεν αρκεί». Ξενέρωμα. Όχι μόνο για όσους έκαναν ό,τι έκαναν με μεγάλο πολιτικό κόστος, αλλά και για όσους αγωνίστηκαν δεκαετίες με αυτό το αίτημα. Τέτοια λάθη έγιναν πολλά, μέχρι να φτάσουμε στον ψυχάκια Έλον Μασκ και την ιδεολογικά παρδάλω Λατινοπούλου.


Η πείνα και ο γάμος. Το νέο βιβλίο του Σαββόπουλου είναι πάλι αβάσταχτα ειλικρινές.

σ Facebook Twitter
Σκηνή από το «Ένα Περιστέρι Έκατσε σε Ένα Κλαδί Συλλογιζόμενο την Ύπαρξή του» του Ρόι Άντερσον.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ του Σαββόπουλου, πέρα από τα τεχνικά ζητήματα βιβλιοκριτικής που προσωπικά δεν μ' ενδιαφέρουν, με ηλέκτρισε η ειλικρίνεια με την οποία μιλά για δύο πράγματα: την πείνα του και τον γάμο του. Πείνασε ο Σαββόπουλος, κυριολεκτικά, κοιμήθηκε σε παγκάκια, έκανε χιλιόμετρα ποδαρόδρομο για να φάει ένα πιάτο φαΐ. Και 57 χρόνια παντρεμένος, είδε στην αγκαλιά του και στην αγκαλιά της γυναίκας του άλλα πρόσωπα, περαστικά.

Δεν μιλούν με τέτοια ευθύτητα για τη ζωή τους άλλοι σημαντικοί Έλληνες. Αντιθέτως. Τη σοβαντίζουν νυχθημερόν. Και δεν μιλώ για τις δυστυχισμένες περιπτώσεις ομοφυλόφιλων που κάνουν τους straight ή χωρισμένων που κάνουν τα ενεργά ζευγάρια. Μιλώ για σοβαρούς ανθρώπους, που ενώ κατά τα άλλα μασάνε πέτρες, στα συγκεκριμένα ζητήματα, της τάξης και του γάμου, θολώνουν τα νερά. 

Ο Διονύσης βέβαια πάτησε τα 80. Τα βλέπει όλα αυτά με βλέμμα αποχαιρετισμού, συνεπώς συγχώρεσης. Ενώ άλλοι παλεύουν ακόμη στα κύματα του βίου κι ενδεχομένως δεν ξέρουν ακόμη τι τους γίνεται.  

Μόνο λίγο πριν βραδιάσει βλέπεις καθαρά τις γραμμές στον ορίζοντα. Τι ήταν παραζάλη και τι αγάπη που διαρκεί.

Παρ' όλα αυτά, δεν θυμάμαι άλλο δημόσιο πρόσωπο στην Ελλάδα να έχει μιλήσει με τέτοια τρυφερή παρρησία για τη συζυγική απιστία και την οδύσσεια των σχέσεων. Γνωρίζοντας ότι, παρά τη ζημιά που μπορεί να γίνει, το να μένεις γυμνός μπροστά στον κόσμο είναι μακράν ανώτερο από κάθε καθωσπρεπισμό. Είναι το πρώτο σκαλί της ποίησης. Το πιο δύσκολο.

Όσο για τη φτώχεια, τα λέγαμε και την προηγούμενη φορά. Η τάξη δεν ξεπλένεται. Αν πείνασες, αυτό κυλάει στο αίμα σου και δεν πρόκειται να σε χορτάσει κανένα μεγαλείο.

Γι’ αυτό και απεχθάνομαι, αντιστρόφως, τους προνομιούχους που προσποιούνται τους ταπεινούς, τα απλά παιδιά, τους πρίγκιπες που φόρεσαν το τρίχινο φούτερ της αυτοσυντριβής – αλλά την κρίσιμη ώρα που κάτι τους θίγει ή δεν συγκλονίζεται με τις βλακείες τους, τρέχουν όπισθεν ολοταχώς στα κάστρα του προνομίου τους, με τρελό entitlement, κι αμολάνε από τις πολεμίστρες το παλιό, καλό, καυτό λάδι των προγόνων τους. Τα γνωστά. Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, α, δεν σου ξαναμιλάω, δεν είμαστε ίσα κι όμοια, διώχτε τη βλάχα Μισολογγίτισσα από το πάρτι μου.  

Είναι με πόρτα, bro, τι δεν καταλαβαίνεις;


...αγκαλιαζόμασταν σα ναυαγοί, σαν δυο πλάσματα που γυρεύουν τη σωτηρία τους το ένα μέσα στο άλλο. ―ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ, ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ

δ

Και με την Άσπα τελικά καλά ταιριάζαμε. Κοντεύου­με εξήντα χρόνια παντρεμένοι. Ισόβια να μας είχαν καταδικάσει, θα μας είχαν πια αφήσει. Αλλά όχι. Τη θέλω ακόμα.

«Πώς είναι να 'σαι παντρεμένος τόσα χρόνια;» μας ρωτάνε. «Σκεφθήκατε ποτέ να χωρίσετε;». «Όχι!», λέει αμέσως η Άσπα. Εγώ όμως λέω: «Αχ, Άσπα μου, το σκεφτήκαμε πολλές φορές, γλυκιά μου».

Μερικές φορές κοντέψαμε, αλλά ξαναπέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Κι άλλοτε ήταν μέρες που έπεφτε πάλι βαριά επάνω μας η ταφόπλακα της καθημερινότητας. Δούλευα σε κλαμπ γεμάτα από νεαρές γυναίκες, σεξουαλικά πρόθυμες κι επιπλέον ερωτευμένες με τον πρωταγωνιστή. Αισθανόμουν σαν μικρό παιδί που το βάζεις σ’ ένα δωμάτιο όπου τρέχουν τραινάκια, ρομπότ που μιλάνε, ένα σωρό λουσάτα παιχνίδια, αλλά δεν έπρεπε ν’ αγγίξω τίπο­τα. Μόνο να βλέπω.

«Παντρειές μου ήθελες...» σκεφτόμουνα, «να τώρα!».

Της το χρέωνα ο γελοίος. Μα κι αν μπήκα στον πει­ρασμό κι αν εξόκειλα καμιά φορά, της το ομολόγησα. Δεν μπορώ να κρατάω μυστικά απ’ τη γυναίκα μου. Με πνίγουν. Τι να κάνω; Της τα λέω όλα.

Εξάλλου, άνδρας είμαι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό;

Όχι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό. Το άκουγα στην παγερή σιωπή της. Το έβλεπα σ’ αυτό το πα­γερό πράσινο στο βλέμμα της.

Ήμουν ένας πατριαρχικός τύπος που βασανιζόταν απ’ την ίδια του την πατριαρχικότητα. Έτσι ήμουν τότε. Βουλιάζαμε. Απομακρυνόμασταν και δεν το ομολογούσαμε, για να μην απομακρυνθούμε ακόμα περισσότερο.

Το κλαμπ έκλεινε κατά τις τρεις. Δεν μπορούσα να πάω να κοιμηθώ, έπρεπε να σβήσω μηχανές. Πή­γαινα με τους μουσικούς για καμιά μακαρονάδα, κά­να ποτό, και γυρνούσα σπίτι ξημερώματα. Αργούσα, κι εσύ, μωρό μου, έπαιρνες τηλέφωνο τα στέκια. Σε είχαν μάθει πια όλα τα μπαρ. «Όχι, κυρία Σαββοπούλου, δεν φάνηκε απόψε ο κύριος Διονύσης».

Ξυπνούσα το απομεσήμερο. Εσύ μαγείρευες και περίμενες τα παιδιά να γυρίσουν απ’ το σχολείο, κι εγώ κλεινόμουνα στο γραφείο με τα ακουστικά κι όλο κάτι έγραφα, ανίκανος να μπω στη θέση σου έστω για λίγο. Ήσουν νέα, ήσουν μόνη. Τα βράδια που δεν δούλευα καθόμασταν όλοι να φάμε, αμίλητοι. Υπήρχε μια βουβή ένταση στο σπίτι, ύστερα τα παιδιά κοιμόντουσαν, κι εμείς πέφταμε στο κρεβάτι κι αγκαλιαζόμασταν σα ναυαγοί, σαν δυο πλάσματα που γυρεύουν τη σωτηρία τους το ένα μέσα στο άλλο.

Όσο να ’ναι, πάντα βοηθάει αυτό.

Σιγά μη βοηθάει. Μας ξεφύτρωσε ένας τζιτζιφιό­γκος κάποια στιγμή. Πού σ’ έχανα, πού σ’ έβρισκα, πότε με τον τζιτζιφιόγκο στο τηλέφωνο, πότε «πή­γαμε μια βόλτα», πότε «να τον καλέσουμε στο σπίτι μας, Διονύση μου, γιατί χωρίζει κι είναι πολύ μόνος». Όλο κάτι τέτοια.

Ένα απόγευμα που ανεβήκαμε στην Κηφισιά και πέσαμε πάνω του, τον προσπέρασες στην ψύχρα, χω­ρίς καν να τον χαιρετήσεις. Κι εκείνος το ίδιο. Κοκ­κίνισε κιόλας. Έσκυψε το κεφάλι του. Μούγγα κι οι δυο σας.

— Έγινε κάτι; σε ρώτησα.

― Όχι.

— Και γιατί δεν τον χαιρέτησες;

— Δεν τον είδα (!).

— Συνέβη κάτι μεταξύ σας;

— Δεν τον είδα, σου λέω!

Δεν την ξαναρώτησα.

Ύστερα μέλι-γάλα. Κι όταν πήραμε και το σπίτι στο Πήλιο κι εσύ ανέλαβες να το φτιάξεις, ήσουν μες στην τρελή χαρά. Ποτέ δεν σε είδα τόσο ευτυχισμένη, ρε Ασπούλα. Τέλειο το είχες φτιάξει. Ήταν το πρώτο δικό μας σπίτι. Στην Αθήνα, ακόμα στο ενοίκιο ήμασταν.

Αλλά, χρόνια μετά, στα Τραπεζάκια έξω, τι μας βρήκε πάλι;

δ
Ως πρόβατο επί σφαγήν... Κανείς δε γελάει, η νύφη έντρομη. Ok, έσονται εις σάρκαν μία κι η σάρκα αυτή γίνεται, αργά ή γρήγορα, κιμάς...

Ήταν τα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, εκατομμύρια αμίλητοι Έλληνες βγήκαν επιτέλους απ’ τις στοές τους, ζητώντας σαν απόκληροι την αναγνώρισή τους, όπως την αντιλαμβανόταν ο καθένας τους. Εμάς μας κάνανε εξώφυλλο και στον Ταχυδρόμο. Καλοί βγήκαμε. Εσύ βέβαια πάντα κούκλα ήσουνα, αλλά τώρα στο εξώφυλλο έσκισες. Αφέθηκες στον φακό με μισόκλειστα μάτια, όνειρο ήσουν. Κύκλοι θαυμαστών σε περιστοίχισαν. Χαλάλι σου, κούκλα μου! Μέχρι κι ο γερο-Καραμανλής ήταν όλο παινέματα ένα βράδυ στη «Μεγάλη Βρεταννία». «Ισύ ομόρφυνες», σου εί­πε. Και σ’ εμένα: «Ισύ πάχυνες».

Εν τω μεταξύ, τα Τραπεζάκια πούλησαν εκατό χιλιάδες αντίτυπα μέσα στην πρώτη βδομάδα και συνέχιζαν. Γκραν σουξέ! Μήπως καβάλησα κανένα καλάμι και σ’ άφησα πίσω; Ένιωσες σαν να σ’ έφτυ­να πάλι; Σιωπούσες. Καθόσουν αμίλητη και ρεμβα­στική. Σε ρώτησα:                  

—Τι τρέχει;

—Τίποτα.

Σιωπή.

Εγώ γνώρισα μια κοπέλα απ’ τη δουλειά. Ωραία, χαρούμενη και με ταλέντο. Η κουβέντα μαζί της ήταν απόλαυση. Βγαίναμε και οι τρεις μας, αλλά εσύ πάντα δυσφορούσες. Κι από πού ξεφύτρωσε εκείνος ο φουσκωτός που μας κουβάλησες στην παρέα ένα βράδυ; Κάθε τρεις και λίγο «να πάρουμε μαζί μας και τον Μπομπ, είναι πολύ καλός για παρέα». Μια άλλη φορά, σ’ ένα συνέδριο που ήμουν κοτζάμ ομιλη­τής, μου ήρθες καθυστερημένη:

— Άργησα; Τελειώσατε; Βρήκα τον Μπομπ στον δρόμο και τσιμπήσαμε κάτι έξω.

Ασορτί με τον άνεμο της Αλλαγής η Ασπούλα!

Επιστρατεύτηκαν κι όλες οι φιλενάδες. Μαζευό­σασταν και «ψου, ψου, ψου» για τον Μπόμπο και «κακακά» τα γέλια. Με παίρνανε τηλέφωνο όλες μα­ζί: «Είπε η Άσπα δεν θα ’ρθουμε στο πρώτο μέρος της παράστασης που το είχαμε πρόγραμμα, θα ’ρθου­με στο διάλειμμα για το δεύτερο μέρος». Πάει όμως το διάλειμμα, πάει και το δεύτερο μέρος, τέλειωσε και η παράσταση, κι ούτε Άσπα ούτε κολλητές. Μου τηλεφωνήσατε να σας βρω κατευθείαν στον «Ηριδανό». Ήρθα και σας βλέπω γύρω γύρω απ’ τον Μπό­μπο, εκείνος καμαρωτός κι αγέρωχος κι εσείς όλο χαριτωμενιές πια.

Εγκατέστησα τότε κι εγώ στις καθημερινές συ­ναναστροφές μας τη χαρούμενη και ομιλητική συνά­δελφο, που ήταν σοβαρή γυναίκα και μ’ άρεζε. Ήμα­στε πάτσι. Ναι, αλλά ήμασταν με τα καλά μας; Λες να μας τρέλανε και τους δυο μας το ΠΑΣΟΚ; Από ποια τρύπα θέλαμε να βγούμε; Από τι ήμασταν απόκληροι; Θέλησα να τα συζητήσουμε όλα αυτά. Τι μας συμβαίνει;

«Τίποτα», μου απάντησες. Σιωπή πάλι. Αυτή η βουβαμάρα σου μου την έσπαγε τελείως, ρε Άσπα. Καλά σε έλεγε «Μουγγοθόδωρο» η αδερφή σου όταν ήσασταν μικρές. Είμαι άνθρωπος του μπλα-μπλα. Άνθρωπος της αφήγησης, της εξομολόγησης. Ο μακαρίτης ο Ιωάννου έλεγε: «Η εξομολόγηση είναι με­γάλη παρηγοριά της ψυχής». Δεν την αντέχω τη σιωπή σου, μωρό μου. Δεν αντέχω πια να είσαι ολόκληρη ένα αίνιγμα.

Έριξα μερικά ρούχα σε μια βαλίτσα και σε απαράτησα, κι εσένα και τα καλά σου και το σπίτι. Έπιασα δωμάτιο στο ξενοδοχείο. Πέρασαν μήνες. Άλλες παρέες έκανα εγώ, άλλες εσύ. Δεν βλεπόμα­σταν. Μια φορά μόνο, που ήρθες ξαφνικά στο ξενο­δοχείο και κάναμε έρωτα. Αλλά ήταν πολύ λυπημέ­νο εκείνο το σμίξιμό μας, πουλάκι μου. Πολύ λυπη­μένο... Ύστερα πέρασαν πάλι μήνες. Και ξαφνικά ξυπνώ ένα πρωί και μου έλειπες φρικτά! Μου έλειπαν τα μάτια σου, μου έλειπε η φωνή σου. Ήσουν στο Πήλιο. Άρπαξα ένα ταξί μπροστά απ’ την πλατεία κι ήρθα κατευθείαν επάνω. Τα παιδιά ήταν στην κα­τασκήνωση του σχολείου τους, θυμάμαι. Τα είπαμε, τα ξομολογηθήκαμε, τρομάξαμε με τα ίδια μας τα λόγια, σπάσαμε ποτήρια, σπάσαμε πιάτα, ώσπου σπάσαμε κι εμείς οι ίδιοι, κι ανοίξαμε τις ψυχές μας επιτέλους μαζί με τις μελανιές τους.

Κι ύστερα, όπως απότομα τελειώνει η καταιγίδα, και η θάλασσα, που τόση ώρα μαινόταν, βγάζει τώρα προβατάκια και ηρεμεί σιγά σιγά, έτσι κι εμείς χα­μηλώσαμε τα κεφαλάκια μας, κι αμίλητοι και χαζούληδες πια γυρίσαμε στην Αθήνα.

Κοντεύουν σαράντα χρόνια από τότε.

Και συνεχίζουμε εν πλω, κοιτώντας πίσω τον αφρό
Ώσπου η ζωή να βασιλέψει, εγώ θα σ' αγαπώ.

― Διονύσης Σαββόπουλος, Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα, εκδ. Πατάκη



 


Θεότητες του entitlement 

Το entitlement είναι ένα ψυχολογικό χαρακτηριστικό όπου το άτομο πιστεύει ότι του «οφείλονται» ειδικά προνόμια, μεταχείριση ή ευνοϊκές συνθήκες, ανεξάρτητα από την προσπάθεια που θα καταβάλει ή τα αντικειμενικά δεδομένα της κατάστασης – ελέω της αβάσταχτης ομορφιάς του, εσωτερικής και εξωτερικής. Ναρκισσισμός, ηθικό πλεονέκτημα και πτωχαλαζονεία: το throuple της τέλειας καταιγίδας.

C₅₅H₇₂MgN₄O₅. Χλωροφύλλη. ― Ένα πολυπόστ του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου Facebook Twitter
Φωτ.: Ναν Γκόλντιν

Το entitlement, που λέγαμε πριν, η αίσθηση ότι όλοι σου χρωστάνε, είναι μια ιδιάζουσα επιδημία της εποχής – δεν έχει να κάνει πια μόνο με το παλιό προνόμιο. Βλέπεις ασπόνδυλα παιδιά, που δεν ξέρουν να δέσουν τα κορδόνια τους, κοινωνικώς και ηθικώς, με την πάχνη της Ανγκουλέμης ακόμη στ' αγεωμέτρητα μαλλιά, να συμπεριφέρονται σαν Καλιγούλες απ' το Temu. Πώς πήξαμε στο είδος; Νομίζω από τον ναρκισσισμό των σόσιαλ, την ακραία επιβεβαίωση των κανακάρηδων από ενοχικούς γονείς (που κατά τα άλλα οικοδόμησαν Σπιρτόκουτα) και το «ηθικό πλεονέκτημα» που εμφύσησε ο ΣΥΡΙΖΑ – ένα χαρμάνι ψευδαισθήσεων και απάτης, που μέσα του πολλά παιδιά ψήλωσε ο νους τους και την είδανε θεότητες. 

Ζήτησα από το ChatGPT να μου συνοψίσει τα χαρακτηριστικά αυτής της πτωχαλαζονικής μάζας, ανθρώπων που είτε είναι καρφωμένοι στο κινητό είτε περπατάνε κοιτάζοντας στο υπερπέραν – ποτέ τον δίπλα τους. 

Χαρακτηριστικά ενός ατόμου με νοοτροπία entitlement:

  1. Αίσθηση ανωτερότητας:

    • Πιστεύει ότι είναι ξεχωριστό ή ανώτερο από τους άλλους και αξίζει καλύτερη μεταχείριση.

  2. Έλλειψη ευγνωμοσύνης:

    • Δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τη συμβολή άλλων στις επιτυχίες του και θεωρεί τα επιτεύγματα δεδομένα.

    • Παράδειγμα: Δεν εκτιμά τις προσπάθειες συνεργατών ή φίλων που τον υποστηρίζουν ή τη βοήθεια των γονιών του.

  3. Αντίσταση στην κριτική:

    • Έχει δυσκολία να αποδεχθεί την κριτική, θεωρώντας την πάντα άδικη ή προσβλητική.

    • Παράδειγμα: Αμύνεται ή επιτίθεται όταν κάποιος εκφράσει αντιρρήσεις σε κάτι που είπε.

  4. Απαιτήσεις χωρίς προσπάθεια:

    • Περιμένει να λάβει κάτι χωρίς να έχει καταβάλει την ανάλογη προσπάθεια.

    • Παράδειγμα: Θεωρεί ότι του αξίζει προαγωγή μόνο και μόνο επειδή βρίσκεται καιρό στη δουλειά.

  5. Έλλειψη ενσυναίσθησης:

    • Δυσκολεύεται να κατανοήσει τις ανάγκες ή τα συναισθήματα των άλλων.

    • Παράδειγμα: Ενοχλείται όταν οι άλλοι δεν του παρέχουν αυτό που θέλει, ακόμα κι αν έχουν δικούς τους περιορισμούς.


   Αίτια της entitlement mentality:

  1. Ανατροφή:

    • Υπερβολική επιβράβευση ή υπερπροστασία από τους γονείς, που οδηγεί το άτομο να πιστεύει ότι όλα πρέπει να του παρέχονται.

  2. Κοινωνική επιρροή:

    • Περιβάλλον που ενισχύει την ιδέα ότι η αξία συνδέεται με το τι δικαιούται κανείς, αντί για το τι προσπάθεια έκανε.

  3. Ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά:

    • Το entitlement συχνά συνδέεται με τον ναρκισσισμό, όπου η αυτοεκτίμηση εξαρτάται από την αναγνώριση και την αποδοχή από τους άλλους.

Έχει νόημα λοιπόν να μην ξεχνάω την ξεκούμπτωτη ρόμπα της μάνας μου. Την Κατίνα, σύζυγο Τζον Τίκις, δίπλα στην κουρελού, τη ροδιά και τα γαϊδουράγκαθα των Αλκυονίδων.

σ Facebook Twitter
Φωτ.: Προσωπικό αρχείο

Πάτησα λάθος ένα κουμπί στο ΑΙ του Photoshop κι αντί να βγάλει τα σκουπιδάκια απ' την προηγούμενη φωτό στο μουράγιο, τα έκανε όλα ένα ωραίο μπέρδεμα. Που είμαι.

σ Facebook Twitter
Φωτ.: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος/ LIFO

C₅₅H₇₂MgN₄O₅. Χλωροφύλλη. ― Ένα πολυπόστ του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου Facebook Twitter


σ Facebook Twitter
Φωτ.: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος/ LIFO

Ο γάτος του Μπάμπη. Κοιμάται έξω – αλλά το έξω, στα χωράφια, είναι ζόρικο. Το βράδυ πέφτει πάγος, δεν είναι τόπος για πρίγκιπες με βελούδινες πατούσες. Αλλά δεν έχει παράπονα, είναι ολιγαρκής. Αβάπτιστος, αρκείται στο Hey, το Ψιτ, το Κύριος, whatever... 


σ Facebook Twitter
Φωτ.: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος/ LIFO

«Υπήρξαν νέες κότες που ήρθαν εθελούσια και ακολούθησαν τον κόκορά μας. Αρχικά ήταν 3, τώρα είναι 9. Δεν ξέρουμε από πού ήρθαν, παραμένουν πάντως αλανιάρες. Τι να τα κάνουμε τόσα αυγά. Θες λίγα;»...  


σ Facebook Twitter
Φωτ.: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος/ LIFO

Αυτό που με φρικάρει πρωτίστως είναι όταν χάνεται η προοπτική, το βάθος του ορίζοντα. Ο ουρανός γίνεται χαλκομανία, στα χρώματα κάθεται στάχτη... «Κόκκινη έρημος»... 


σ Facebook Twitter
Φωτ.: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος/ LIFO

Δεν είχαμε ποτέ οικειότητες. Το παραμικρό... «Είσαι το πρόσωπο που αγαπώ περισσότερο στη ζωή» ψέλλισα με μεγάλη δυσκολία στο τηλέφωνο, πρώτη φορά στα 65 μου χρόνια. Τη μέρα που γιόρταζε. Παύση. «Φυσικά, παιδί μου, τη μάνα σου θα αγαπάς περισσότερο, ποιον άλλο;»


σ Facebook Twitter
Φωτ.: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος/ LIFO

Όταν φεύγουν οι Άγγλοι, ο Λαγανάς γίνεται πάλι λίμνη του Ζίγκφριντ. Βλέπεις τους κύκνους να βουτάνε το κεφάλι τους στ' αγιασμένα νερά (πάρτε τον, μη του δέσετε τα χέρια, είναι ακίνδυνος).


σ Facebook Twitter
Φωτ.: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος/ LIFO

Γυναίκες στους τάφους. Όρθιες, σαν να περιμένουν τη σειρά τους, να πέσουν και να κοιμηθούν με τα φευγάτα αγόρια τους...


σ Facebook Twitter
Φωτ.: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος/ LIFO

Ένα πιάτο φαΐ για τον εξάδελφο Πονς. Πάντα το ίδιο. Κολοκυθάκια με πατάτες και ντόπιο τυρί.


C₅₅H₇₂MgN₄O₅. Χλωροφύλλη. ― Ένα πολυπόστ του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου Facebook Twitter
Φωτ.: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος/ LIFO

Τα σπίτια που γκρεμίζονται στη γειτονιά. Σε λίγους μήνες, τσουκνίδες και μολόχες, ίχνος κανένα. Ας τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα λοιπόν... 

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ