TO BLOG ΤΟΥ ΙΩΝΑ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗ
Facebook Twitter

Εγώ σε πολλά πράγματα δεν συμφωνώ μαζί σου, μου αρέσει όμως πάρα πολύ ο τρόπος που τα λες

 

KAΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ 

από το ίντερνετ*

✯¸.•´*¨`*•✿ ✿•*`¨*`•.¸✯

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ, ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΟ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ, ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΟ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ, ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΟ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ, ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΟ

Ο κόσμος να περάσει παρακαλώ έξω Facebook Twitter
Δηλαδή Χρόνια Πολλά!

Γεια σας... Πέρασε καιρός από την τελευταία φορά που έκανα κάποιο μεγάλο ποστ και τώρα δεν έχω σκεφτεί καν εισαγωγή. Όλα καλά, πολλή χαρά και κάπως έτσι ξεχνάω να γράψω κάτι για εδώ. Να βγάλω φωτογραφίες... Ακόμη και στο Instagram ανεβάζω κάτι ξαναζεσταμένα στόρι ως δυστυχισμένα thirst trap, με καμία απολύτως στόχευση, υπενθυμίσεις ύπαρξης, για ποιον; Ειλικρινά δεν έχω ιδέα, αλλάζει σχεδόν κάθε μέρα αυτό πλέον.

Γενικά ξεχνάω να μετατρέπω τη ζωή σε περιεχόμενο και την εμπειρία σε πρόταση, και χαίρομαι. Τελικά με καταθλίβουν οι τέλειοι instagrammers γνωστοί μου. Με τρομάζει πως κάθε τους στιγμή γίνεται ένα κλικ. Αυτό που θαύμαζα προηγουμένως ως καλή αισθητική και γούστο, ως ταχύτητα και διαίσθηση, το βλέπω τώρα ως τη διαφήμιση ενός προϊόντος που είναι συχνά σάπιο – και γι' αυτό βέβαια διαφημίζεται, λαίμαργα και επιθετικά. Και σαν να πιστεύουν όλοι τα ίδια τους τα προσπέκτους, κι ίσως τελικά γι' αυτό να μας κυνηγάνε με αυτά. Μικροί και μεγάλοι.

Επίσης είμαι 23. Με απλά μαθηματικά, δεν έχω ζήσει αρκετά. Το έλεγε κι η Eva Hesse αυτό στα ημερολόγιά της, «πώς να γίνω καλλιτέχνης ή να δημιουργήσω αν πρώτα δεν ζω». Και πώς να αντεπεξέλθει ένας άνθρωπος στις ταχύτητες τού τώρα; Γιατί να το κάνει, πέρα από λόγους επιβίωσης; Πώς να πεις ότι θέλεις τον χρόνο σου; Θέλεις τον χώρο σου... Τόσος θόρυβος, τόση πληροφορία. Και μοιάζει να θέλουμε κι άλλη. 

Τέλος πάντων, το κόνσεπτ αυτού του ποστ το είχα εξηγήσει ήδη (εδώ). Να μερικά πράγματα που έχω ανακαλύψει τον τελευταίο καιρό, και θα ήθελα να μη χαθούν κάτω από τους παφλασμούς των δεδομένων, ή θα ήθελα πριν τα καλύψει κι αυτά η κουβέρτα της λήθης να τα έχετε δει κι εσείς. Γιατί, στην πραγματικότητα, ίσως και να μην υπάρχουν αν δεν τα μοιραστώ πρώτα με κάποιον. 

Να μερικά καλά πράγματα από το ίντερνετ, πέρα από δολοφονίες, βιασμούς, εγκλήματα κι αρρώστιες. Πέρα από clickbait για τα σημάδια της κατάθλιψης και του καρκίνου. Πέρα από ανατριχιαστικές εικόνες (Πατήστε εδώ). Πράγματα που θέλουν χρόνο. Και κάποια όρεξη. Ίσως και κάτι ακόμη... 

Τα λέμε ξανά στο τέλος.

 
 
 
Ο κόσμος να περάσει παρακαλώ έξω Facebook Twitter
Φωτ.: Σπύρος Στάβερης / LIFO

Εγώ σε πολλά πράγματα δεν συμφωνώ μαζί σου, μου αρέσει όμως πάρα πολύ ο τρόπος που τα λες  Η Μελίνα Τανάγρη στη Μαλβίνα Κάραλη σε μια συνέντευξη masterclass. 

Απομαγνητοφώνηση μιας πολύτιμης συνομιλίας τους πάνω στην οποία πέφτω τυχαία. Τι συνεντεύξεις, τι γυναίκες, τι συζητήσεις. Ποιος μπορεί να πει κανείς ότι κάνει σήμερα τέτοιες κουβέντες, ίση προς ίση; Ατάκα-στην-ατάκα; Ο Fipster και οι συνάδελφοί του; Αυτή η γενιά influencer που έμαθε να μιλά μόνη της μπροστά σε μια κάμερα, δίχως κανέναν να της λέει «λες βλακείες, σταμάτα»; Που από το supermarket haul (...) πάει τώρα να κάνει σοβαρές κουβέντες; Ένας άνθρωπος ίσως συμπαθής, πάντως σίγουρα αδιάβαστος, ο οποίος δυστυχώς δεν μπορεί να κάνει μια ωραία συνέντευξη. Οι ερωτήσεις του, τις οποίες εκτοξεύει με μεγάλη σοβαροφάνεια, μου θυμίζουν το ύφος που είχα σε μια DIY συνέντευξη που πήρα ως παιδί από τη γιαγιά μου, επηρεασμένος από την trash τηλεόραση. Λέει: «Λες μπράβο στον εαυτό σου; Τύπου τα καταφέραμε»...  «Έχεις απογοητευτεί, έχεις πει ποτέ θα τα παρατήσω, κουράστηκα;»

Και μετά βλέπεις τη Μαλβίνα. Αν ήταν να δεις κάτι τέτοιο, ναι, θα άξιζε να αγοράσεις ίσως και τηλεόραση. Τώρα για τον Fipster θες να κλείσεις το λάπτοπ στην τουαλέτα. 

 

M.T.: Όλοι φαίνονται πάρα πολύ ωραίοι τύποι. Πάρα πολύ ωραίοι. Κάνουν αυτό, το έχουν σκεφτεί έτσι. Είναι έτσι, είναι αλλιώς. Λες, κάτσε, ρε φίλε. Κάτσε λίγο τώρα. Και πιο χύμα και πιο απλά τα πράγματα. Η εποχή μας δεν σηκώνει τόση πολλή...

M.K.: Διάβαζα πριν από λίγες μέρες ένα... από αυτά που γράφουν τα παιδιά στους τοίχους. Κι έλεγε, με εκνευρίζουν οι άνθρωποι που κάνουν πως τα ξέρουν όλα, τη στιγμή που θίγουνε εμάς που τα ξέρουμε. Ήταν πάρα πολύ ωραίο. Μου έκανε εντύπωση. Ναι, το βλέπεις αυτό. Βλέπεις ανθρώπους που προσπαθούν να δείξουν ό,τι ξέρουν και δεν ξέρουν. Και αυτό διαμιάς. Αλλά και αυτό ακόμα εγώ το θεωρώ πάρα πολύ συγγνωστό. Δηλαδή έχω αρχίσει να είμαι πολύ μέσα στη λογική του ότι μετά τα 25 οι άνθρωποι αποχαιρετιόμαστε και πρέπει να βγάλουμε τον καλύτερό μας εαυτό. Πρέπει να βάλουμε τα καλά μας. Να έρθουμε και να δείξουμε ό,τι καλύτερο διαθέτουμε.
M.T.: Εγώ νομίζω, όχι, ότι δεν είναι θέμα να δείξουμε. Είναι ότι όσο περνάει ο καιρός καταλαβαίνεις ότι εδώ είναι η Ρόδος, εδώ και το πήδημα. Ότι η ζωή φεύγει. Ότι αυτή είναι. Ότι δεν μπορούμε να πούμε «θα ήθελα να ζήσω σε μια άλλη εποχή. Με άλλους ανθρώπους. Να ήμουν άλλη, να ήμουν εκείνο». Οι κύβοι έχουν όλοι ριφθεί, εσύ πρέπει να ζήσεις με αυτά που έχεις. Και γίνεται μια εγρήγορση. Και η ζωή ανοίγεται. Και αρχίζει η πραγματική ζωή. Δηλαδή εκεί γύρω στα 30 νομίζω ότι γίνεται αυτό το πράγμα. Πριν, υπάρχει κάποια μαλθακότητα. Κάτι γίνεται. Αυτά είναι τα πράγματα. Με αυτά έχουμε να κάνουμε. Λοιπόν, εδώ, με ό,τι έχει ο καθένας. Δεν μας παίρνει πια να μην είμαστε ευτυχισμένοι. Αλλά ευτυχισμένοι, όχι ευχαριστημένοι με το εγώ μας. Ευτυχία βαθιά, αληθινή, χαλαρή.

M.K.: Και τι θα πει αληθινή ευτυχία;
M.T.: Να είσαι καλά, να είσαι... 

M.K.: Μήπως κι ένα ερζάτς ευτυχίας είναι χειρότερο από μια εικονική δυστυχία;
M.T.: Ναι, μωρέ, είναι χειρότερο, ξέρεις γιατί; Γιατί η ευτυχία ως κατασκεύασμα και ως ανάγκη, βέβαια, είναι κάτι που πρέπει να το κρατάς έτσι, και κουράζεσαι.

M.K.: [...] Όταν υπάρχει η αγάπη που σου έλεγα πριν, το υπόδειξέ μου ποιον θα ερωτευτώ. Και ερωτεύεσαι κατ' επιταγή, που λέει και ο Μπαρτ. Θα μου πεις ότι αν σου υποδείξουν ότι αυτό είναι, ναι, είναι ευτυχισμένος τρόπος ζωής. Ξαναδιαβάζω τον Μποντλέρ αυτόν τον καιρό. Και έλεγε πόσο μανιασμένα έψαχνε αυτό το έστω ερζάτς ευτυχίας. Που ήταν από τη μια μεριά ο δανδισμός και από την άλλη η αριστοκρατική διάθεση του απαρέσκειν. Εγώ πιστεύω πάρα πολύ και σ' αυτά τα σχήματα που αποκαλώ ψεύτικα σχήματα [...]
M.T.: [...] Αυτό που σου λέω τώρα, αυτό που πήγαινα να σου πω, είναι ότι ένα τέτοιο κατασκευασμένο πράγμα πρέπει να έχεις το άγχος να το κρατήσεις. Γιατί ένα πράγμα προκατασκευασμένο είναι σαν να κρατάς ένα κουτί και φοβάσαι ότι άμα πέσει το κουτί κάτι θα γίνει και θα σου σπάσει. Ενώ το άλλο είναι με τα χεράκια χαλαρά, με τα χεράκια αδειανά. Ξυπόλυτος...

M.K.: Και παίρνεις όρκο ότι η πραγματική ευτυχία δεν είναι ένα παραπλανητικό πράγμα, που θα σου έρθει ορθομαρμάρωση την άλλη ώρα στο κεφάλι.
M.T.: Όχι, δεν είναι. Εγώ σε πολλά πράγματα δεν συμφωνώ μαζί σου, μου αρέσει πάρα πολύ ο τρόπος που τα λες τα πράγματα και τα παρακολουθώ γιατί τα καταλαβαίνω πάρα πολύ καλά. Αλλά δεν συμφωνώ. Δηλαδή... Δεν συμφωνώ. Και νομίζω ότι αξίζει τον κόπο πια ξυπόλυτη. Και στα αγκάθια, να σπάσουν τα αυγά τα οποία κρατούσαμε. Περπατάς με τα αυγά, μην τα σπάσεις. Κάποια στιγμή... Πώς θα σπάσουν τα αυγά; Ε, λοιπόν, να σπάσουν τα αυγά, γιατί έτσι κι αλλιώς σπασμένα είναι. Έτσι κι αλλιώς είναι σαν να φοβόμαστε να μπούμε σε ένα ποτάμι να κολυμπήσουμε, ενώ είμαστε ήδη βρεγμένοι. Δηλαδή, νομίζω ότι δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε και ζούμε σαν να έχουμε τα πάντα να χάσουμε. Και εγώ είμαι τώρα στη φάση αυτή, που θέλω να εξερευνήσω αυτήν τη μεριά του εαυτού μου που δεν έχει τίποτα να χάσει. Επειδή κάπου τα έχει όλα και το ξέρει. Και όχι αυτό το ότι μη χάσουμε τη δημοσιότητα, μη χάσουμε το ένα, μη χάσουμε το άλλο. Ε, ας τα χάσουμε, λοιπόν. Και πάλι ωραίοι θα είμαστε. Και ωραία θα περνάμε.

M.K.: Τελευταία φορά που συνάντησα αυτή την άποψη ήταν στον Λάο Τσε που έλεγε «Αν δεν χάσεις, δεν βρίσκεις».
M.T.: Κοίταξε, αυτά είναι μεγάλες κουβέντες και ο Λαο Τσε... Είναι απόλυτα ειπωμένες από ανθρώπους σοφούς. Εγώ μέσα στη δική μου, στο δικό μου σχολείο της ζωής, που το μόνο που έκανα ήταν να ανοίξω τα μάτια μου και τα αυτιά μου όσο περισσότερο μπορούσαν να το κάνουν, νομίζω ότι αυτή είναι μια πραγματική μου ανάγκη. Γιατί πολύ καιρό κρατούσα τα γυαλικά της μαμάς μου να μη σπάσουνε και πολύ καιρό πατούσα στα αυγά με τις μύτες για να μη σπάσουνε. Και τώρα λέω, τι ωραία που είναι!

M.K.: Είναι δυνατόν να βρούμε χωρίς απώλειες, χωρίς χασίματα;
M.T.: Δεν γίνεται, γι' αυτό λέω, θα σπάσουν τ' αυγά. Αλλά μέσα στον κρόκο τον σπασμένο, και στην ομελέτα κάτι...

M.K.: Έχω μεγαλώσει και βαριέμαι να σπάσω τώρα τα αυγά, δεν θέλω.
M.T.: Εσύ τα κρατάς.

M.K.: Θέλω τα γυαλικά της μαμάς αγκαλίτσα.
M.T.: Εσύ τα κρατάς. Κοίταξε, είναι ωραίο, τα κρατάς με τόση χάρη αυτά τα πράγματα και τόσο πείσμα μάλλον, και τα θες.

M.K.: Δηλαδή, δεν ξέρω, ακόμα και ένα τραπέζι που είναι στρωμένο με ένα υπέροχο τραπεζομάντιλο και έχει ένα καλό κρασί, ας πούμε. Κάτι καλό να πιω κι ας μην είναι [...] κατ' ανάγκη. Μου δίνει αυτό που μου λέγανε παλιότερα σαν ευφυολόγημα, ότι η πολυτέλεια, η χλιδή, η άνεση, η ευμάρεια δεν κάνει την ευτυχία. Κάνει ένα καλό υποκατάστατό της.
M.T.: Γιατί εσύ πας στο υποκατάστατο.

M.K.: Το ίδιο είναι και οι ζωές μας. Πιστεύω ότι οι ζωές μας είναι ολονών ένα τρομακτικό [...] υποκατάστατο.
M.T.: Όχι, μωρέ, δεν είναι έτσι.

M.K.: Αναγνωρίζουμε ως έρωτα κάτι που αποδεικνύεται ότι δεν είναι και απόδειξη ότι, να, τελειώνει κιόλας.
M.T.: Όχι, εγώ θα σου πω κάτι άλλο, που θα σ' αρέσει όμως αυτήν τη φορά.

M.K.: Για πες μου.
M.T.: Ότι όταν αγαπάμε κάποιον, στην πραγματικότητα, όταν τον ερωτευόμαστε, έτσι είναι όπως τον ερωτευόμαστε. Άλλο αν μετά δεν είναι στο ύψος του εαυτού του. Στην πραγματικότητα, αυτός που αγαπήσαμε και τον είδαμε στο φως της αγάπης έτσι είναι. Μετά, ο ίδιος δεν αντέχει το καλό του. Εμείς δεν μπορούμε να κρατηθούμε στο ύψος. Αλλά αυτός που μας αγάπησε κι εμείς που αγαπήσαμε αγαπήσαμε κάτι αληθινό και όχι κάτι ψεύτικο.

M.K.: Και γιατί δεν παίρνεις την εκδοχή ότι αγαπήσαμε κάποιον, τον στήσαμε σε ένα βάθρο, για να έχουμε τη χαρά να τον γκρεμίσουμε; Κάτι που το βλέπουμε πολύ συχνά να συμβαίνει γύρω μας.
M.T.: Γιατί πιστεύω ότι στους ανθρώπους συμβαίνουν αυτά, αλλά μας συμβαίνει και κάτι αληθινό μες στα πράγματα. Δεν μας συμβαίνει καθόλου ένα παιχνίδι κατασκευών. Δηλαδή, με τίποτα δεν πιστεύω ότι το αεράκι που μας κάνει να ζούμε, η πνοή μας, είναι ένα πράγμα λιγότερο, είναι ένα πράγμα το οποίο διαπραγματεύεται με οποιεσδήποτε κατασκευές του μυαλού μας ή της ζωής μας ή των αδιεξόδων μας. Πιστεύω δηλαδή, είμαι πάρα πολύ αισιόδοξη.

M.K.: Πιστεύεις ότι ο καλλιτέχνης έχει ανάγκη την πραγματική ζωή;
M.T.: Όχι, αλλά γι' αυτό και μπορεί να μην ξαναγράψω τραγούδια, αλλά προτιμώ αυτό που σου είπα.

(ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ)


 
 

Η ΕΞΑΨΗ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ, Ναι, Μαλβίνα. 

Εγώ σε πολλά πράγματα δεν συμφωνώ μαζί σου, μου αρέσει όμως πάρα πολύ ο τρόπος που τα λες Facebook Twitter
Η ανθρωπότητα μπορεί να κάνει και χωρίς εμάς. Εμείς οι Έντκαλ είμαστε προορισμένοι για να υμνήσουμε τη ζωή. Τη χαρά. Τα μικρά, καθημερινά πράγματα.

Έχω πάντα ένα κράτημα με το να φέρνω σε αυτό το μπλογκ ονόματα που παίζουν ήδη πολύ στο site. Ή που έχουν υπάρξει κάπως δομικά στη μυθολογία της LiFO. Αλλά το αφήνω σιγά σιγά πίσω μου, ας ανακατευτούν λοιπόν οι εντελώς προσωπικές μου εμμονές με εκείνες που κληρονομώ από αυτό το μέσο – κι αυτές δικές μου είναι πάλι. Τώρα, εσείς, αν βαριέστε και νομίζετε πως τα έχετε δει όλα, τότε κλείστε τα μάτια σας. 

 

Ένα απόσπασμα από τη «Σαββατογεννημένη», το βιβλίο της Μαλβίνας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της LiFOΑπόσπασμα γνωστό και χιλιοπαιγμένο, που όμως κάθε Χριστούγεννα επιστρέφει στο μυαλό μου. Σκεφτείτε ό,τι θέλετε... 

 

Σπίτι ακατάστατο εσύ το λες ζωισμένο. Βιβλία στο πάτωμα. Τα παιδιά στην τραπεζαρία. Με τους φίλους τους. Ο μικρός με το κορίτσι του. Για κοίτα. Γέλια – μια ξεχασμένη κατσαρόλα καίγεται. Μαχαιροπίρουνα χτυπάνε ακόμα πού και πού πάνω στα κρύσταλλα. Μουσικές και μουσικές. Κυριακή μεσημέρι – μια οικογένεια που σαν ανοιχτό όστρακο αλλά προστατευμένη φαίνεται. Κόκαλα ψαριού πάνω στην παλισάνδρη της τραπεζαρίας. Ίχνη λαδολέμονου στα όμορφα μουστάκια τους. Στο Β&Ο o Πέρι Μπλέικ σου. Τους αρέσει.

Στο καθιστικό μετά. Καναπέδες και τραπέζια προορισμένα να υποδεχτούν φιλικά πόδια. Το πιν απ της οικογένειας οκλαδόν. Η όμορφή μου αδυνατούλα με τα αθλητικά της. Ώρα για ζάχαρες. Τα σορμπέ μου, δεν μπορείς να πεις. Το καλύτερο σερβίρισμα της πόλης. Χρώματα ροζ και βερντεμέν. Λιωμένες σοκολάτες και κουλί. Και λίγη άχνη. Να μας συντρέξει το πνεύμα του Τζάσπερ Τζόουνς. Ψηλά τα ποτήρια. Κολονάτα ποτήρια, κάθε μέρα γιορτή. Μικρή μου Φάνι, μικρέ μου Αλέξανδρε κι εσύ Ισμαήλ. Παίρνω αγκαλιά το μωρό με τα λακκάκια. Θα βγάλω λόγο. «Εμείς οι Έντκαλ. Ίσως δεν είμαστε γεννημένοι για να κάνουμε σπουδαία πράγματα. Ίσως δεν αφήσουμε ίχνος στον πλανήτη. Η ανθρωπότητα μπορεί να κάνει και χωρίς εμάς. Εμείς οι Έντκαλ είμαστε προορισμένοι για να υμνήσουμε τη ζωή. Τη χαρά. Τα μικρά, καθημερινά πράγματα. Το γέλιο ενός μωρού. Ένα κρασί γεννημένο από ήλιους και όχι από καταχνιές. Τον έρωτα. Χορέψτε τώρα. Οι Έντκαλ. Γιορτάζουν». Αυτό με τρελαίνει, η έξαψη της χαράς. Που ξεβάφει στα μάγουλα με το δεύτερο ποτήρι. Μετά το σώμα δεν αμύνεται. Λυμένοι οι ώμοι στα μαξιλάρια του καναπέ. Λυμένες κουβέντες. Τελείωσαν τα τασάκια. Αποτσίγαρα μέσα στο πιάτο τώρα πια.   

Ο κόσμος να περάσει παρακαλώ έξω Facebook Twitter
Φωτ.: Σπύρος Στάβερης / LIFO

 
 

 

Εγώ σε πολλά πράγματα δεν συμφωνώ μαζί σου, μου αρέσει όμως πάρα πολύ ο τρόπος που τα λες Facebook Twitter
Μιχάλης Μητσός. Φωτ: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
Εγώ σε πολλά πράγματα δεν συμφωνώ μαζί σου, μου αρέσει όμως πάρα πολύ ο τρόπος που τα λες Facebook Twitter
Μιχάλης Μητσός. Φωτ: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

«Φίλες μου, γεια σας» 

 Γράμματα σε έναν νέο δημοσιογράφο...  

 

Πρόσφατα ένας φίλος με μια άσχετη αφορμή ανέφερε το όνομά του. Δεν είχα ιδέα ποιος είναι, ούτε είχε τύχει να πέσει στα χέρια μου κάποιο κείμενό του. Ψάχνοντάς τον βιαστικά στο Google, βλέπω πως έχει δώσει μια συνέντευξη στον M. Hulot. Την ανοίγω με σκοπό να τη διαβάσω διαγώνια... Έκτοτε την έχω διαβάσει πέντε-έξι φορές. Επιχειρώ να διαλέξω μερικά αποσπάσματα που ξεχωρίζω, αλλά βασικά είναι όλη τόσο απολαυστική. Τόσο ακομπλεξάριστα τα όσα λέει. 

 

 

Νοίκιασα σπίτι στα 18 και ήμουν πάντα πολύ ανασφαλής, όπως είμαι ακόμα. Και με πολλά συμπλέγματα. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα –από τα πολλά που έχω– είναι η πολύ κακή μνήμη. Δεν θυμάμαι, διαγράφω πράγματα κι η αδελφή μου με κοροϊδεύει. Γίνομαι ρεζίλι συνέχεια με την άθλια μνήμη μου, χώρια που δεν αναγνωρίζω και ανθρώπους στον δρόμο. Κι έχω διαβάσει πολύ λιγότερα βιβλία από αυτά που θα ήθελα. Ειδικά πολιτικά βιβλία έχω διαβάσει ελάχιστα. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι είμαι γυμνός, ότι δεν πατάω πουθενά, κι αυτό φαίνεται, γι' αυτό πολλές φορές το ρίχνω στο συναίσθημα. Αν δεν μπορείς να κάνεις μια ανάλυση για κάτι, το ρίχνεις στο συναίσθημα. «Φίλες μου, γεια σας», που λέει κι ο φίλος μου ο Κανέλλης.

 

Δεν μπορώ να κάνω ρεπορτάζ στον δρόμο, ούτε να παίρνω συνεντεύξεις. Έχω πάρει ελάχιστες συνεντεύξεις στη ζωή μου και αυτές με πολύ άγχος, γιατί ντρέπομαι πάρα πολύ και επειδή δεν αισθάνομαι ότι έχω τις ικανότητες να το κάνω. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να γράφω. Και πάλι όμως, σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, εξακολουθώ να γράφω με την ίδια συστολή και αμηχανία που είχα την πρώτη μέρα. Ζηλεύω τους ανθρώπους που γράφουν εύκολα, παρόλο που μπορεί να παρασυρθούν μερικές φορές και να γράφουν κοινοτοπίες. (->Συχνά νιώθω βέβαια το αντίστροφο. Σε μια εποχή όπου μαστιγωνόμαστε ανελέητα από πληροφορίες, πράγματα και γνώμες. Όπου ο κάθε άνθρωπος είναι μια εντελώς δική του προσωπική εταιρεία. Θα ήταν ευχάριστο να αποφεύγουμε τις κοινοτοπίες όσο μπορούμε... Να αναρωτιόμαστε ίσως λίγο παραπάνω για το πόσο χρειάζεται αυτό που στέλνουμε εκεί έξω. Με δεδομένο κιόλας ότι ο καθένας μας στέλνει τα χάρτινά του καραβάκια πλέον όχι σε ένα κανάλι επικοινωνίας όπως παλαιότερα αλλά σε 3-4 ξεχωριστά, βλ. Instagram, Facebook, Twitter, κι αν τύχει να έχει και κάποιο δημόσιο λόγο, κι εκεί... Γι' αυτό βαριέμαι θανάσιμα αυτούς που για όλα κάτι έξυπνο έχουν να πουν, έτοιμοι να μας δώσουν τα πολυπόθητα φώτα τους ό,τι κι αν συμβεί. Κι εκτιμώ αυτούς που θέλουν τον χρόνο τους...) 

 

Ήμουνα πάντα βολεμένος. Δεν δοκιμάστηκα στη ζωή μου. Δεν δοκιμάστηκα από τη φτώχεια, δεν δοκιμάστηκα από αρρώστιες. Δεν μπορείς να ισχυριστείς ότι καταλαβαίνεις τη φτώχεια, την προσφυγιά, αν δεν τις έχεις ζήσει. Τις παρατηρείς, αν είσαι ευαίσθητος άνθρωπος και τίμιος μπορείς να τις προσεγγίσεις, αλλά δεν μπορείς να τις καταλάβεις, αν δεν τις έχεις νιώσει στο πετσί σου. Μια κυρία που μένει στην πολυκατοικία μου και διαβάζει ανελλιπώς τα κείμενά μου στα «Νέα» διάβασε το βιβλίο μου και μου είπε «ώρες-ώρες τσαντίζομαι τόσο πολύ γιατί βγάζεις κάτι δεξιό και φαίνεται πόσο βολεμένος είσαι, ρε παιδί μου». Μου έκανε εντύπωση αυτό από μια κυρία που δεν με ξέρει καθόλου. Προφανώς έχει δίκιο. 

 

Ήμουν πάντα του γραφείου, της ασφαλούς και εύκολης δημοσιογραφίας. Κάθεσαι στο γραφείο σου και διαβάζεις και γράφεις. Γι' αυτό λέω ότι μετέγραφα πάντα ιδέες που θεωρούσα ενδιαφέρουσες, δεν παρήγα ιδέες. Όπως είχε πει κάποιος πρώην υπουργός, «είμαι επινοούμενος, δεν είμαι διανοούμενος». Αυτό που κάνω, όμως, πιστεύω ότι το κάνω καλά. 

 

Ολόκληρη η συνέντευξή του εδώ. 

Ο κόσμος να περάσει παρακαλώ έξω Facebook Twitter
Αυτός είναι. Ο άνθρωπος ήθελε τον χρόνο του, γυμναζόταν όταν εσύ βαθμολογούσες με το κόκκινο στιλό και τις απόψεις σου.

 

Θέλουν τον χρόνο τους... Ο καπιταλισμός και οι πλατφόρμες μας λένε συνεχώς τικ-τοκ!  Εμείς τι απαντάμε; 

 

Θα ήθελα πολύ να το είχα βρει πρώτος εγώ και να το ανέβαζα εδώ, αλλά αυτό το κείμενο από το μπλογκ του κυρίου Στάθη μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή. Αλήθεια το λέω, πρέπει να είναι από τα λίγα πράγματα που διατηρώ σχεδόν πάντα ανοιχτά στο desktop μου, για ενθάρρυνση. Κάθε φορά που κάτι με πιέζει. Που δεν είμαι σίγουρος τι να κάνω, πάω εκεί. 

Δεν νομίζω ότι συγκινείται σήμερα ιδιαίτερα και κανένας μπροστά στο concept του ότι όλοι οι άνθρωποι θέλουμε τον χρόνο μας. Υπάρχει μια ταχύτητα στην οποία τρέχει ο πολιτισμός μας, και αυτή είναι τέρμα τα γκάζια κι όσο αντέξεις. Αλλά ακόμη κι αν είναι ένας λογοτέχνης ή ποιητής αυτός που μας αναγνωρίζει το δικαίωμα της καθυστέρησης, ας είναι. Θα το πάρουμε. 

Και πάει το κείμενο αυτό λοιπόν κάπως έτσι: 

Θέλουν τον χρόνο τους, θέλουν τον πόνο τους, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ξεφτέρια, ατσίδες, σαλταδόροι, επιτήδειοι, καπάτσοι, δεν καλιγώνουν τον ψύλλο, δεν είναι διαβόλου κάλτσες, δεν καρφώνουν σε πρώτο χρόνο, δεν είναι βόλλεϋ-μπωλ, θέλουν τον χρόνο τους, δεν είναι όλοι απ’ αυτούς που δεν αφήνουν τίποτα να πέσει χάμω, που άμα τη εμφανίσει πέφτουν όλοι ξεροί. Μπορεί για δύο και τρία πρωταθλήματα ίσα ίσα να στέκονται στα πόδια τους ή και να σέρνονται και ξαφνικά –καθόλου ξαφνικά– στον τέταρτο τον χρόνο να τρίβεις τα μάτια σου, να μην τον αναγνωρίζεις, να πετάει και να λες: Είναι δυνατόν, αυτός είναι; (...)

 

(...) Αυτός είναι. Ο άνθρωπος ήθελε τον χρόνο του, γυμναζόταν όταν εσύ βαθμολογούσες με το κόκκινο στιλό και τις απόψεις σου, όταν ξεδίπλωνες τις βαθυστόχαστές σου σκέψεις και τις κριτικές, αυτός έπινε το μαύρο γάλα, μεγάλωνε, κουβάλαγε, έχτιζε στην άμμο πύργους, έπλαθε τα χωματένια του πουλάκια, και όταν ήρθε εκείνη η ώρα φύσηξε στο στόμα τους και τους έδωσε ζωή, φτερό, άνοιξε τα φτερά του, πέταξε. Πριν ήθελε την ενθάρρυνση και την εγκαρδίωση, το κλίμα το καλό, την τάφρο, το ανάχωμα, την προστασία από τον φθόνο, τη μικροπρέπεια και την αντιζηλία, το «κάτω τα χέρια απ’ αυτόν», το μάτι να τον δει, τον ραβδοσκόπο, τον ευαίσθητο ανιχνευτή, να πιάσει τα υπόγεια νερά, το τρέμουλο και τη λαχτάρα, τότε χρειαζόταν τον αέρα του ν’ ανθίσει, να δέσει τον καρπό, τώρα δεν τα χρειάζεται, δεν σας χρειάζεται, δυνάμωσε, φτάνει και περισσεύει η δύναμή του. 

 

Θοδωρής Γκόνης, «Εφτά λευκά πουκάμισα», Άγρα

 

 

 

 

Η Chantal Akerman στη Βενετία το 2011 (χαρούμενη)

 

The face, in its nudity and defenselessness, signifies: "Do not kill me".

 

CA: Η ενέργειά μου έρχεται σε δόσεις. Περνάω τον μισό μου χρόνο στο κρεβάτι. Ευτυχώς υπάρχει τώρα ένα παράθυρο μπροστά μου και κοιτάζω έξω. Πριν, υπήρχε ένας τοίχος. Είχα το πρώτο μου μανιακό επεισόδιο στα 34 μου. Η ζωή μου άλλαξε, κάτι κατέρρευσε: κάτι από εκείνη την ενέργεια που με γέμιζε όταν ήμουν νεότερη.

 

CA: Προηγουμένως, ένιωθα ένα είδος ενέργειας στη ζωή, με στιγμές κατάθλιψης φυσικά – αλλά διάβαζα συνεχώς, κρατούσα σημειώσεις, ήμουν περίεργη για τα πάντα. Μετά χάθηκε... Το επεισόδιο με διέλυσε. Πριν, περπατούσα ξυπόλυτη στον δρόμο, έφερνα φτωχούς ανθρώπους στο σπίτι, ήθελα να σώσω τον κόσμο.
 
[Τώρα] Θέλω οι μέρες να τελειώσουν νωρίς. Πηγαίνω για ύπνο στις 5 το απόγευμα, στις 8 το βράδυ, με υπνωτικά χάπια. Χωρίς να παραπονιέμαι. Έτσι είναι τα πράγματα. Αντιμετωπίζω την αρρώστια μου. Είναι μια ασθένεια όπως όλες οι άλλες.

 

NB: Συχνά, όταν κάποιος σου κάνει μια ερώτηση, η πρώτη σου παρόρμηση είναι να απαντήσεις «Όχι». Όπως πολλοί συγγραφείς και καλλιτέχνες, έχετε ένα ισχυρό ένστικτο αντίφασης – με κάνεις να σκέφτομαι τη φράση του «Φάουστ» στον Γκαίτε: «Το ένστικτο που λέει πάντα όχι».
 
CA: Μα όχι! [Γέλια] Απαντώ «όχι» όταν οι απαντήσεις με εγκλωβίζουν σε ένα πλέγμα, σε ένα σύστημα ερμηνείας. Και δεν θέλω να το δεχτώ, να δεχτώ να με απλοποιήσουν. Αλλά αφού πω «όχι», ανοίγομαι. Όταν γνωρίζω ένα θέμα πραγματικά πολύ καλά, θέλω να αφιερώσω χρόνο για να το εξηγήσω καλά και να ανοιχτώ. Δεν θέλω να κρατάω μόνο μια σκέψη – θέλω να έχω διαφορετικές σκέψεις που μπορούν να παίξουν σε διαφορετικές οπτικές γωνίες. Έτσι, λέω «όχι» όταν βρίσκω τον εαυτό μου, π.χ., στα νύχια κάποιας «ατζέντας». 

Chantal Akerman: The Pajama Interview 

 

Ο κόσμος να περάσει παρακαλώ έξω Facebook Twitter
Screenshot 2024-12-25 at 5.24.01 PM.png

 

Καλά Χριστούγεννα λοιπόν...  Ελπίζω και του χρόνου κάτι ενδιαφέρον να βρίσκω ακόμη να σας φέρνω εδώ, σε αυτό το μπλογκ που κρατάει πια 1,5 χρόνο, και είναι τόσο απρόσμενο και μεγάλο δώρο. Κάτι μεταξύ μιας εντελώς ελεύθερης στήλης κι ενός περίπου αληθινού ημερολογίου. Fictions dancing around the facts. Και το οποίο η επόμενη χρονιά ίσως το οδηγήσει ένα βήμα παραπέρα, σε μια φάση πιο ανοιχτή. Κάτι σε οικογένεια ή σπίτι. 

 

Αλλά κρατήστε πως η επικοινωνία αυτή, κι ας είναι μονόπλευρη, κι ας μιλάω ουσιαστικά μόνος μου, κι ας γράφω θεωρώντας πως κανείς δεν τα βλέπει όλα αυτά, πως κανείς δεν πληγώνεται μέτρο που έχασα φέτος με ένα άτομο ειδικά και του ζητάω συγγνώμη–, αυτή η επικοινωνία είναι μαζί με τους φίλους, την οικογένειά μου και 2-3 ακόμη πράγματα μια από τις βασικές σταθερές της ζωής μου. Σαν σωσίβιο. Και παρότι χρειάζεται να ξεχνάω ότι υπάρχει κάποιος στην άλλη άκρη του ακουστικού για να λέω την αλήθεια, έρχεται κάποιος σε ανύποπτο χρόνο κάθε φορά και μου το υπενθυμίζει με τον ομορφότερο τρόπο. Ένα χέρι που απλώνεται στον ώμο μου στο Σανταρόζα κ.ο.κ. Και τότε, κι ας έχω χαθεί στο μυαλό μου, κι ας τρέχω σε πάρτι και ποτά, κι ας... Τότε γράφω ξανά.

 

Φιλί.

 

Notebook

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ