Γράμμα προς ένα φίλο μου που θα ήθελε να δοκιμάσει ναρκωτικά

ΝΑΙ. ΣΕ ΕΣΕΝΑ ΜΙΛΑΩ, τον απρόσεκτο και λίγο αφελή, που δένει κόμπο αυτό που μέσα σε μεγάλη απειρία και ασχετοσύνη του λέει κάποιος. «Εντάξει μωρέ, η κόκα είναι το πιο λάιτ».
Αυτό θα πω τις προάλλες σε ένα φίλο. Σοβαρά τώρα; Κι εγώ τι ξέρω; Έχω κάνει ή μήπως μελετάω στον ελεύθερο μου χρόνο τις επιδράσεις των ουσιών στις συνάψεις του εγκεφάλου. Μήπως ελέγχω εγώ ο ίδιος την καθαρότητα των πραγμάτων που αγοράζονται έτσι χαλαρά στο δρόμο. Από το τηλέφωνο ενός αγνώστου. Ή απευθείας μέσα στο πάρτι, «κάνε α να το βάλω εγώ στη γλώσσα σου». «Θα το μοιραστούμε;», «Ναι, είναι 20 ευρώ. Έχεις;».
Μιλάνε αυτοί, που πρώτοι από όλους δεν είναι καλά: Οι τυφλοί οδηγούν τους τυφλούς. Στο γκρεμό. Και κάποιοι πλουτίζουν. Πολύ. Ξεδιάντροπα.
«Είναι νομίζω το πιο λάιτ ναρκωτικό», του λέω. Κάποιος μου το έχει πει κι εμένα. Ή μπορεί κι όχι. Προσθέτω κι ένα «νομίζω», για παν ενδεχόμενο. Δεν λέω μόνο αυτό, το συνοδεύω και με ένα κάπως μαμαδίστικο, αυστηρό βλέμμα, που λέει, ξέρεις τη γνώμη μου για αυτά. Αλλά, αν θες να... αυτό ακούγεται το καλύτερο.
Σώπα ρε μεγάλε.
Περπατάω σπίτι και σχεδόν ανησυχώ. Ζυγίζω την περίπτωση του, σκέφτομαι πως και με μια ροπή προς ψυχικές ταλαιπωρίες, αυτό σίγουρα δε μπορεί να βοηθήσει. Φίλοι σου λένε, «α όχι για εμένα λειτουργεί μόνο ανεβαστικά». Αυτοί, που πρώτοι από όλους δεν είναι καλά: Οι τυφλοί οδηγούν τους τυφλούς. Στο γκρεμό. Και κάποιοι πλουτίζουν. Πολύ. Ξεδιάντροπα.
Δεν βλέπουν οι φίλοι αυτοί πως αυτό που τους μοιάζει με κρυφή καταπακτή και τους βγάζει για λίγο από την ανυπόφορη γλίτσα της ζωής τους, δεν είναι παρά η σκάλα που τους οδηγεί προς τα κάτω. Η προσωρινή τους έξοδος από το κενό, που τους αφήνει όλο και πιο άδειους. Και κατεβαίνουν, και τους βλέπω. Οι συχνές βόλτες στην τουαλέτα. Μια κρυφή περηφάνια που κρύβεται κάτω από όλα αυτά. Ένα λίγο, πολύ, «είμαστε μεγάλα παιδιά πια»… Καταλαβαίνεις, καταλαβαίνω.
Γιατί δε βλέπεις το λιώσιμο, εκτός αν πλησιάσεις πολύ κοντά τους. Αν ξέρεις πως κι από που να κοιτάξεις. Αν ξαπλώσεις μαζί τους στο κρεβάτι το βράδυ. Αν μοιραστούν μαζί σου τις πιο σκοτεινές τους σκέψεις.
Τότε μόνο, έχοντας ξύσει με νύχια, κάτω από το γυαλιστερό και σέξι περιτύλιγμα, βλέπεις τον τρόμο, την λύπη, κι έναν θηριώδη πόνο. Και κόσμος λιώνει στην κυριολεξία. Άνθρωποι νέοι ή και πολύ μεγαλύτεροι. Ενώ, στο κεφάλι σου λες, α, αυτός έχει λύσει τα βασικά. Περασμένα τα 35, κι ο σκύλος ήσυχος να κοιμάται στο μαξιλάρι του. Κι όμως, αυτή η όρεξη για ζωή -με αυτό την μπερδεύεις στην αρχή- αυτή η πείνα, η ανάγκη για κάτι που είναι νομίζω στην αρχή η αγάπη, φτάνει να σε τρομάζει.
Γιατί μπορώ πια να αναγνωρίζω τα βλέμματα. Το βλέμμα αυτού που δεν είναι καλά, που θέλει κάπως να κάνει τον κόσμο να σταματήσει να σφυροκοπά το μυαλό του. Που θέλει να σηκώσει το χέρι και να ανακόψει τα πελώρια κύματα της σκέψης του, να βγάλει το δέρμα του για να ξεφύγει από μια μελαγχολία που σκεπάζει το σώμα του, και κάνει τα μάτια του να στρίβουν προς το έδαφος, δίνοντας τους παράλληλα ένα βάθος, άλλοτε φρικιαστικό, κι άλλοτε συγκινητικό και πανέμορφο. Και νομίζω πως πια αναγνωρίζουν κι αυτοί το δικό μου βλέμμα. Βλέπουν το φόβο μου.
ΠΕΙΤΕ ΜΕ ΝΑΡΚΟΦΟΒΙΚΟ. Πείτε πως δεν ξέρω να περνάω καλά, κι άλλα τέτοια, -δεν ισχύουν, καθόλου ούφο δεν είμαι, λυπάμαι-, Θα ήθελα απλώς να είναι καλά οι φίλοι μου.
Θα ήθελα μόνο να προσέχεις, όσο μπορείς, κι όσο θες. Χέσε την χημεία, δεν έχεις σχέση με αυτόν τον κόσμο, εσύ, σου κρατάω εγώ το χέρι. <3
Ο φίλος σου