ΜΙΑ ΓΕΝΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ, σίγουρα και μια δεύτερη, για να μην πω και μια τρίτη, μεγάλωσε με τις ταινίες της ΚΛΑΚ FILMS, τις ταινίες του Νίκου Ξανθόπουλου. Κοινωνικά δράματα και περιπέτειες, που αποτύπωναν την αλήθεια των λαϊκών συνοικιών στα τέλη του ’60, και που έρχονταν σε (ευγενή) κόντρα με τον μικροαστικό κινηματογράφο του Φίνου, τον κινηματογράφο της «ρόδας» και της πολυκατοικίας.
Τα σενάρια των ταινιών του Ξανθόπουλου, που πήγαιναν παράλληλα με τα λαϊκά τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα (βασικά), αναπαρήγαγαν στο πανί τη ζωή στη φτωχογειτονιά με τρόπο απλό και γραμμικό, στοιχειοθετώντας, έτσι, μία πινακοθήκη προτύπων και χαρακτήρων, που ήταν ήδη παλιά (με βαθιές ρίζες στον κώδικα της λαϊκής μαγκιάς) την εποχή που προβαλλόταν.
Κι εκεί ακριβώς οφειλόταν η επιτυχία τους – η επιτυχία των σχετικών ταινιών. Στο γεγονός, δηλαδή, πως εκείνα τα αρχέτυπα στοιχεία συμπεριφοράς, όπως ας πούμε το βάρος του προσωπικού λόγου, η ντομπροσύνη κ.λπ., αποκτούσαν και πάλι ένα καινούριο νόημα, γινόντουσαν ξανά ελκυστικά μέσα από την αληθινή εικόνα ενός νέου ανθρώπου.
Γιατί ο Ξανθόπουλος (που ήταν 35άρης το 1969) δεν ερμήνευε ρόλους, ούτε διεκπεραίωνε σενάρια – έπαιζε, απλώς, τον εαυτό του. Το είχε πει ο ίδιος, αποστομωτικά, σε μια παλιά εκπομπή της Σεμίνας Διγενή, όταν είχε ρωτηθεί εν σχέσει με την «επιτυχία».
«Η επιτυχία» είχε πει «με είχε κάνει ακόμη καλύτερο άνθρωπο». Και ήταν εκείνη ακριβώς η διαπιστωμένη ισορροπία ανάμεσα στο «είναι» (της πραγματικότητας) και το «φαίνεσθαι» (της οθόνης), το πιο μεγάλο κέρδος της κινηματογραφικής εποποιίας του.
Τι ακριβώς άνθρωπος ήταν/είναι ο Νίκος Ξανθόπουλος φάνηκε, επίσης, μέσα από μια σειρά σύντομων διηγημάτων που είχε γράψει και τυπώσει σ’ ένα βιβλιαράκι (εκδόσεις Πεντάς), υπό τον τίτλο «Φτωχογειτονιά Αγάπη μου/ Λαϊκές Ιστορίες», το 1968. Υπήρχε και ταινία με τον ίδιο τίτλο (και με συμπρωταγωνίστρια την Κατερίνα Βασιλάκου – μία από τις καλύτερες του Ξανθόπουλου), αλλά το γραπτό είναι άλλο πράγμα.
Αντιγράφω μια τέτοια λαϊκή ιστορία και σας προτείνω να την διαβάσετε, μέρες που ’ναι...
Η παλτουδιά
Κάθε φορά που βλέπω τα σύννεφα να περνάνε βιαστικά πηγαίνοντας να ρίξουνε κάπου τη βροχή τους, με πιάνει ένα ρίγος. Τέτοιες ώρες, ο νους μου πάει σε σένα, Σπυράκη, παλιόφιλε, που να ’σαι άραγε; Σκέφτομαι αν είσαι φυλαγμένος κάτω από καμμιά στέγη, από καμμιά μαρκίζα, φτωχέ σπουργίτη των παιδικών μου χρόνων, φίλε Σπυράκη.
Θυμάμαι που ήτανε το παράπονό του ο χειμώνας. Προσπαθούσε λοιπόν ο Σπυράκης, ο γάβρος όπως τον λέγαμε, γιατί ήταν αδύνατος και μαύρος, προσπαθούσε να φιλοσοφήση κι’ αναρωτιότανε, τι τόνε θέλουνε, γιατί να ’ρχεται ο χειμώνας. Τι να λέη άραγε τώρα, που να ’ναι τώρα, που άρχισε πάλι να βρέχη, κι’ έχει ανάψει μέσα η κυρά το μαγκάλι; Μήπως τόνε δέρνουνε τίποτα μπόρες πουθενά και δεν το ξέρω; Ας έδινε ένα σημάδι πως δεν κακοπερνά, να μείνω ήσυχος, που τον έχω έγνοια.
Έτσι καθώς πέφτει γερτά-γερτά, σα μαγκάκι, το ψιλοβρόχι στη νυχτωμένη γειτονιά και νοτίζει τα πλίθινα σπίτια και γύρω από τη λάμπα της κολόνας φτιάνει άσπρες γραμμές πάνω στο σκοτάδι, θυμήθηκα τα νυσταγμένα βράδια του σχολειού. Να κάθεσαι θεοσκοτωμένος στο νυχτερινό θρανίο, παλεύοντας να στηλώσης ανοιχτά τα διψασμένα σου μάτια...
Το χειμώνα μεσ’ στ’ αγιάζι, στο ξεροβόρι, ο Σπυράκης ο γάβρος, φόραγε ένα σακκάκι, που ο Θεός να το κάνη σακκάκι, σα βαφτιστικό τού ήτανε, και ερχότανε τρέχοντας, ξεπαγιασμένος στο σχολειό, όπου μόλις έπαιρνε να βραδιάζη, κουβαλούσαμε τις αφεντιές μας και τις καθίζαμε στο θρανίο να τις μάθουμε πέντε γράμματα, να γίνουν υπολήψιμα όντα μέσα στην κοινωνία…
Μέσα στο τσούρμο των ανθρώπων που έτρεχαν στους χειμωνιάτικους δρόμους, μεσ’ την κακοκαιρία, είχαμε ξεχωρίσει μερικούς, το ίδιο γυμνούς με μας, που τρέχανε και τουρτουρίζανε χωρίς παλτό. Έφτασε να γνωριζόμαστε κι’ όλα, άγνωστοι άνθρωποι και να χαιρετιόμαστε. Κάθε φορά, κύτταζες τον άλλον στα μάτια, χαμογέλαγες, τον ένοιωθες δικό σου άνθρωπο κι’ ας μην είχες σταυρώσει λέξη μαζί του…
Ένα βράδι βλέπω το γάβρο να ’ρχεται στο σχολειό με παλτό. Και παλτό μεγαλείο, μ’ όλα τα κουμπιά, με τσέπες, με δυο μανίκια, αληθινό παλτό. Μέγας είσαι Κύριε! Έξω έκανε ένα ξεροβόρι που σου ράγιζε τα δόντια. Μπήκε μέσα στην αίθουσα μεγαλοπρεπής. Εμένα μου φάνηκε μουδιασμένος, σα να ’χε χάσει τα νερά του, κι’ ενώ οι άλλοι θαυμάζανε την παλτουδιά, με πήρε παραπέρα.
«Τι τρέχει μωρέ;», του λέω. «Τίποτα. Ένα ξαδερφάκι μου έφυγε κι’ άφησε το παλτό. Μου είπανε πως μπορώ να το φορέσω μέχρι να γυρίση και το φόρεσα. Και τι να σου πω. Όπως περπάταγα στο δρόμο, το χάιδευα, του μίλαγα. Ένοιωθα παλληκάρι μέσα από το παλτό, πήγαινα αργά-αργά, το γλένταγα, δεν είχα λόγο πια να τρέχω. Δεν ξέρεις τι παράξενα νοιώθεις άμα έχης παλτό!...»
Στο δρόμο, καθώς πήγαινε, αντικρύστηκε με τις συνηθισμένες φάτσες, εκείνους τους γυμνούς φίλους, τους καθημερινούς, που συνάνταγε. Γυρίζανε και τον κοιτάζανε με παράπονο.
«Θα το πιστέψης, ένοιωσα άσκημα, μου λέει. Ένοιωσα ένοχος που πήγαινα με το παλτό κι’ αυτοί τουρτουρίζανε στο κρύο…»
Και κάθησε να το σκέφτεται μουδιασμένος, σα να ’χε χάσει τα νερά του…
σχόλια