Αθήνα 2007. Στα 25 μου, γυρνώντας από κάπου από τη Βόρεια Ευρώπη, φουλ ερωτευμένη και φορτωμένη μια τεράστια μπλε βαλίτσα γεμάτη πράγματα, ιδέες και χαρτιά (σημειώσεις, βιβλία, κείμενα, ημερολόγια, φωτοτυπίες, μην τυχόν και μείνει κάποια γνώση ή σημείωση εκτός πατρίδας!). Και με όνειρα. Όλα αυτά στη βαλίτσα λειτουργούσαν ως προυπόθεση για τα όνειρα. (Τα τελευταία, πέρα από στιγμές οικτρής, σκληρής, δύσκολης, ανίατης και ανθρώπινης προς στιγμήν απελπισίας δεν μου εξαντλούνται με τίποτα)...
Ήρθα λοιπόν πίσω στη χώρα μου γεμάτη από εκείνη τη σιγουριά και τη βεβαιότητα ότι όλοι εμείς οι νέοι άνθρωποι με τεράστιες (οποιουδήποτε χρώματος αρκεί να είναι...) βαλίτσες ή back-back, γεμάτα πράγματα, ιδέες και χαρτιά θα μπορέσουμε να βάλουμε στον τόπο μας αυτό το πολύτιμο λιθαράκι που φτιάχνει τους δρόμους προς το μέλλον. Και ξεκίνησα να προσπαθώ.
2008. Ξεσπάει η κρίση. (Προσωπική και συνολική, ειλικρινά δεν ξέρω ποιο από τα δύο ήρθε πρώτο...). Παρατηρώ τις προσπάθειές μου να παραμένουν σταθερές ωστόσο να με κοιτάνε περίεργα, χλωμές και αδυνατισμένες, σαν να πηγαίνουνε στο βρόντο σωρηδόν!....Μπαίνω άμεσα σε «τριπ» νέας που συχνά δε φεύγει απ’ τη δουλειά πριν τις 20.00, που αυτό είναι πλέον δεδομένο, που δε νοιάζει κανέναν πάνω από τα 40 αν αυτό θα είναι η ζωή μου αύριο μεθαύριο, και που αρχίζει να χρειάζεται διάφορα περίεργα για να επιβιώσει: σπίτι με ενοίκιο, καινούρια έπιπλα, ρούχα για τη δουλειά, κι άλλα ρούχα για τη δουλειά, βενζίνες, κινητά που δε μας τα πληρώνει κανείς κι ας κάνουμε χίλια επαγγελματικά τηλεφωνήματα, ταξί για να προλάβει, κι άλλο ταξί για να προλάβει, ψυχαναγκαστικές συμπαθητικές προσεγγίσεις προς ανθρώπους πλήρως αντιπαθείς (έτσι είναι η δουλειά...), λιγότερη αλήθεια, περισσότερα ποτά, σίγουρα περισσότερα τσιγάρα.
Εν τω μεταξύ εξαντλώ όλες μου τις προσπάθειες να συνδυάσω δουλειά και προσωπικό χρόνο, δουλειά και κατάρτιση, δουλειά και υπομονή, δουλειά και κακεντρεχή σχόλια, δουλειά και απαξίωση, δουλειά και φίλους (να κι ένα καλό!), δουλειά και ανοργανωσιά, δουλειά και φωνές, δουλειά και ανταγωνισμό, δουλειά και γονείς που αγωνιούν, δουλειά και ταξίδια, δουλειά και περίεργους τύπους που αδυνατείς να καταλάβεις τι ακριβώς θέλουν απ’ τη ζωή και το πόστο σου τελοσπάντων, δουλειά και χρέος και ανάγκη να είμαι παρούσα στις διαδηλώσεις και τις διαμαρτυρίες που πυκνώνουν στην πόλη και τη ζωή μας.
Να αναφέρω χαρακτηριστικά ότι εν μέσω όλων αυτών των προσπαθειών, στην παλιά μου γειτονιά ο χρόνος έχει κάπως σταματήσει. Αυτή είναι η ικανότητα της τοπικής trendo-καφετέριας: στο κέντρο, η πόλη εξεγείρεται με διάφορους τρόπους, από περίεργες βαφές μαλλιών και σκουλαρίκια μέχρι καθιστικές διαμαρτυρίες, και στις γύρω περιοχές οι Αθηναίοι (ως επί το πλείστον) επιμένουν να πίνουν τον καφέ τους 30 μέτρα από το σπίτι τους και μόνο (!!!) τα τελευταία 25 χρόνια, αγνοώντας την πραγματικότητα, προκειμένου να πείσουν εαυτόν και τους γύρω τους ότι «τίποτα δεν θα αλλάξει» και ότι όλα αυτά που έχουν να κάνουν με βαλίτσες, γνώση, όνειρα και προσπάθειες, εδώ, δεν πιάνουν τόπο, πιάνουν μόνο.....ΧΏΡΟ!
2011. Η κατάσταση έχει πλέον εκτροχιαστεί. Οι περισσότεροι φίλοι και γνωστοί μου είναι εν εξάλλω με την εργασιακή τους πραγματικότητα και κατά συνέπεια την τύχη τους, κάπου αργότερα απολύονται και αυτό ΔΕΝ μπορεί να είναι η απλή σύμπτωση ότι πρόκεται για ένα τεράστιο άθροισμα ανθρώπων που δεν ξέρει να κάνει σωστά τη δουλειά του. Ούτε το γεγονός ότι πολύ κοντινοί μου άνθρωποι αρχίζουν να αποδημούν με «ελαφρά», χωρίς οικογένεια, σύντροφο, εξασφαλισμένη δουλειά, χώρο να μείνουν ή φίλους στη χώρα προορισμού.
Λίγο πριν με πάρει εντελώς ο κατήφορος του ωχαδερφισμού και σε πείσμα των καιρών και όσων απαξιώνουν τα πτυχία αποφασίζω να κάνω άλλο ένα μεταπτυχιακό. Και ξανά χορό και ξανά θέατρο. Ιδρώνω, κουράζομαι, κοιμάμαι λίγο, ξαναοργανώνω τη σκέψη μου. Παιδεύομαι, έχω να μαζέψω σπίτι, να μαγειρέψω, να ανταπεξέλθω σε υποχρεώσεις, να περάσω δύσκολα μαθήματα και ενδιάμεσα...να ζήσω. (Ξέρω, σήμερα, το να μπορείς να κάνεις έστω κάποια από τα παραπάνω είναι πλέον πολυτέλεια αλλά εγώ έτσι επέλεξα να στήσω την προσωπική μου επανάσταση. Και την προσωπική μου διαφορά. Με όσα μέσα διαθέτω).
2013. (Κάπου τώρα δηλαδή...)...Δεν ξέρω αν αυτή η δίχρονη προσπάθεια που έκανα και τα χρόνια που εργάστηκα θα μπορούν να μου δώσουν έστω μια αξιοπρεπή θέση εργασίας. Δεν ξέρω καν σε ποια χώρα θα βρίσκομαι σύντομα, πριν οι συνθήκες μου δώσουν κι αυτές το δικό τους στίγμα για να αποφασίσω. Αλλά δε σταματώ σ’ αυτό. Προκειμένου να συνεχίσω να κατευθύνω τη ζωή μου σε μια τροχιά σωστή, ανθρώπινη και άξια, αληθινή, δημιουργική και γεμάτη, μπορώ να σκέφτομαι ακόμα (και περισσότερο από πριν) ότι έχει νόημα μόνο να προσπαθείς για το ΚΑΛΎΤΕΡΟ. Όσο δύσκολο κι όπου κι αν είναι αυτό. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη επανάσταση.
Όλους εμάς, τα «παιδιά», με ή χωρίς βαλίτσες (σε κάποιους δεν έμεινε ούτε αυτό), από ελληνικά ή ξένα ή και τα δύο πανεπιστήμια, από σχολεία, σχολές, δουλειές, γειτονιές, χώρους συζήτησης και συναναστροφής, χώρους τέχνης, εθελοντικά κινήματα, ακτιβισμούς, φιλανθρωπικές οργανώσεις, από κάτι ακριτικές περιοχές, από τη Γερμανία, την Αμερική, το Montreal ή την Αυστραλία θα μας βρείτε μπροστά σας. Δεν θα εξαφανιστούμε έτσι απλά. Θα υπάρχουμε παντού! Στα social media, στα δίκτυα ενημέρωσης, σε έναν καθημερινό και ουσιαστικό δημόσιο διάλογο που αναπτύσσεται μεταξύ ανθρώπων που σκέπτονται και ενεργούν, σε δίκτυα με τεράστια δυναμική. Όπου μπορούμε!
Αυτό το «ειδικό βάρος» έχει η δική μας ζωή και αυτό θα αξιοποιήσουμε για να αλλάξουμε τον κόσμο.
Με τα όνειρα να παίρνουνε συνεχώς εκδίκηση.
Με μια σιωπή και μια απαίτηση εκκωφαντική.
Που θα γεννήσει πράγματα που ούτε τα έχετε φανταστεί, νικώντας κατά κράτος τη δική σας σιωπή. Αυτήν που επιλέξατε για να μας κλείσετε τους δρόμους και τα στόματα.
σχόλια