Έγινε διεθνώς γνωστός με έργα μεγάλων διαστάσεων από νέον σε δημόσια κτίρια, όπου κυριαρχούν οι γεωμετρικές φόρμες και τα έντονα χρώματα. Εγκατεστημένος αυτό τον καιρό στην Ελευσίνα, όπου προετοιμάζει ένα νέο έργο στο Παλιό Ελαιουργείο που θα εγκαινιάσει τα φετινά Αισχύλεια, μιλάει με ενθουσιασμό για το χωριό του, τον Άγιο Νικόλαο Λακωνίας, για την καλλιτεχνική δημιουργία και για το νέον, που τον μάγεψε από την πρώτη στιγμή. Αυτός ο πολύ ιδιαίτερος καλλιτέχνης, από τους σημαντικότερους της γενιάς του, μεγαλωμένος ως ο βενιαμίν μιας οικογένειας Ελλήνων μεταναστών στο Μπρούκλιν, παρά τα ογδόντα πέντε του χρόνια, δεν παύει να δημιουργεί, να εμπνέεται και να εμπνέει. Δίπλα του, ακούραστη σύντροφος και στήριγμα σε όλες του τις δραστηριότητες, η σύζυγός του Ναόμι Σπέκτορ-Αντωνάκος.
Τα τελευταία χρόνια βρίσκεστε πάρα πολύ συχνά στην Ελλάδα. Έχετε πια επανασυνδεθεί με τη χώρα…
ΣΤΙΒΕΝ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ: Έρχομαι συχνά γιατί συνήθως προκύπτει κάποια δουλειά. Εξάλλου, είναι χαρά μας να βρισκόμαστε στην Ελλάδα με τη σύζυγό μου, καθώς έχουμε υπέροχους φίλους εδώ. Αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι όταν φεύγουμε από τις μεγάλες πόλεις και ταξιδεύουμε πάνω στα βουνά, όπου βλέπουμε τους ανθρώπους που δουλεύουν στα χωριουδάκια. Αυτό για μένα είναι συναρπαστικό, γιατί βλέπω τι πέρασαν οι γονείς μου αλλά και οι δικοί τους γονείς. Παλιότερα, ερχόμασταν τα καλοκαίρια με την κόρη μας στο χωριό μου, τον Άγιο Νικόλαο Λακωνίας, μέναμε στο σπίτι των παππούδων μου και προσπαθούσαμε ν’ αντιληφθούμε πώς μπορεί να ήταν η ζωή τους τότε.
Επιστρέψατε πρώτη φορά στη γενέτειρά σας το 1956. Πώς ήταν η εμπειρία ενός μικρού αγροτικού χωριού σε σύγκριση με την υπερ- μοντέρνα μητρόπολη Νέα Υόρκη;
Σ.Α.: Το δέχτηκα όπως ήταν. Ένιωσα μεγάλη ικανοποίηση. Δεν περίμενα τίποτα καλύτερο ή χειρότερο. Ήταν μια θαυμάσια εμπειρία εκείνη η πρώτη μου επιστροφή στην Ελλάδα. Ήταν και πολύ διαφορετική τότε η διαδικασία για να φτάσεις. Έμπαινες σε λεωφορείο και είχε μεγάλο ενδιαφέρον να περνάς μέσα απ’ όλα τα χωριά. Φυσικά, βρήκα συγγενείς, έμαθα πράγματα για τους γονείς μου…
Αναφέρεστε συχνά σ’ ένα μικρό εκκλησάκι που επισκεφτήκατε τότε στον Άγιο Νικόλαο και σας έκανε μεγάλη εντύπωση.
Σ.Α.: Πρόκειται για ένα παρεκκλήσι στο οποίο πηγαίνουν της Παναγίας. Είναι πάρα πολύ μικρό κι οι πιο πολλοί μένουν αναγκαστικά έξω. Μέσα δεν χωράνε περισσότεροι από δέκα. Αυτό είναι που μου αρέσει, όπως και σε άλλα παρεκκλήσια που έχω επισκεφτεί ανά την Ελλάδα. Ότι φτιάχτη- καν από τους ντόπιους, χωρίς να έχει εμπλακεί αρχιτέκτονας, κι έτσι έπρεπε μόνοι τους να επινοήσουν πού έπρεπε να είναι η πόρτα, τα παράθυρα και το ιερό, που έχει ελάχιστες εικόνες, απλοϊκά ζωγραφισμένες. Μου αρέσουν αυτά τα παρεκκλήσια ακριβώς επειδή έγιναν από την ανάγκη απλών ανθρώπων που μαζεύτηκαν και αποφάσισαν να τα φτιάξουν. Είναι γεμάτη η Ελλάδα από τέτοια και είναι τα πιο «έντιμα» φτιαγμένα.
Οπότε, είναι η «εντιμότητά» τους που μετράει και όχι η αισθητική τους;
Σ.Α.: Με τον δικό τους τρόπο έχουν τη δική τους καλλιτεχνική αξία κι αισθητική. Οι άνθρωποι που τα έφτιαξαν δεν είχαν στο μυαλό τους το σχέδιο, αλλά τη λειτουργικότητά τους, πώς να τα κάνουν απλά και χρήσιμα.
Κι εσείς τα πρώτα σας έργα τα κάνατε με παρόμοιο τρόπο, με απλά κι ευτελή υλικά που βρίσκατε έξω, στους δρόμους, και με ελάχιστη εκπαίδευση, σχεδόν αυτοδίδακτος.
Σ.Α.: Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ αυτό, αλλά έχεις δίκιο. Όταν έκανα τα ασεμπλάζ, συνταίριαζα διάφορα αντικείμενα που έβρισκα έξω, όπως ομπρέλες, ξύλινα κουτιά, παλιές καρέκλες. Εκείνα τα χρόνια έβρισκες πολλά πράγματα στους δρόμους της Νέας Υόρκης.
Φαντάζομαι ότι ανακαλύψατε το νέον νύχτα. Ήσασταν νυχτερινός τύπος;
Σ.Α.: Όχι. Χρησιμοποιούσα λάμπες σε κάποια από τα ασεμπλάζ που έκανα τότε, αλλά κάτι δεν με ικανοποιούσε. Έχω ζήσει όλη μου τη ζωή στη Νέα Υόρκη και φυσικά έβλεπα επιγραφές νέον στους δρόμους, στο Μπρόντγουεϊ, κι ένα βράδυ, επιστρέφοντας σπίτι μου, παρατήρησα τα χρώματα που έβγαζε το φως τους και αναρωτήθηκα «πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι φωτεινοί αυτοί σωλήνες;», «τι θα μπορούσα να κάνω μ’ αυτά;». Έτσι, άρχισα να πειραματίζομαι κι έκανα τα πρώτα μου έργα, τα οποία ήταν παλιά αντικείμενα που πάντρεψα με νέον, και είπα «αυτό είναι, μ’ αυτό το υλικό θα δουλέψω από δω και πέρα». Στην αρχή έβαζα το νέον μαζί με μεταλλικές φόρμες, έτσι ώστε να μπορείς να τα δεις και μέσα στη μέρα. Ακόμα και με δυνατό φως έβλεπες τουλάχιστον τη φόρμα.
Τώρα πια όλο αυτό το έχετε εξελίξει και δεν έχει σημασία αν το βλέπεις μέρα ή νύχτα. Τα έργα σας με νέον δεν είναι αναμμένα όλες τις ώρες;
Σ.Α.: Ναι. Τη νύχτα τη σκέφτομαι πάντα σε σχέση με τα έργα μου. Υπάρχει περίπτωση ο κόσμος που περνάει για να πάει στη δουλειά του να τα απολαύσει ως μια στιγμιαία εμπειρία μια οποιαδήποτε ώρα της μέρας και να μην τα δει ξανά. Αλλά είναι σημαντικό για τους ανθρώπους που εργάζονται εκεί γύρω, κοντά στα έργα, και που τα βλέπουν πολλές διαφορετικές ώρες και υπό διαφορετικές συνθήκες, όπως κατά τη διάρκεια μιας βροχής ή στις έξι το απόγευμα, που το φως αρχίζει ν’ αλλάζει πολύ γρήγορα, και μετά τις επτά-οκτώ, που πια σκοτεινιάζει. Αυτοί είναι οι διαφορετικοί τρόποι που μπορεί να δει κανείς ένα έργο που έχει τοποθετηθεί σε δημόσια θέα. Αλλά και στην περίπτωση που τοποθετείται σε κλειστό χώρο, όπως μέσα σε στούντιο, που όμως έχει πολλά παράθυρα, αλλιώς φαίνεται όταν ο ήλιος λάμπει και αλλιώς μέσα στη νύχτα.
Έχει σημασία η ατμόσφαιρα για τα έργα σας; Έχετε έργα σας σε δημόσιους χώρους σε χώρες μεσογειακές, όπως η Ελλάδα και το Ισραήλ, αλλά και στη Βόρεια Ευρώπη, όπου ο ουρανός είναι μουντός, όπως και σε κάποιες πόλεις στην Αμερική.
ΝΑΟΜΙ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ: Όταν έχει φως δυνατό, μπορείς να δεις τη φόρμα και τον συσχετισμό του έργου με την αρχιτεκτονική. Μετά παρατηρείς το πλαίσιο, το context μέσα στο οποίο είναι τοποθετημένο. Τη νύχτα το απομονώνει ο ουρανός.
Σ.Α.: Ο «Φάρος» που έκανα για τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση δημιουργεί τελείως διαφορετική αίσθηση τη νύχτα σε σχέση με τη μέρα.
Έχει σημασία ότι ζούσατε κι εργαζόσασταν στη Νέα Υόρκη; Δηλαδή μια πόλη όπου τα φώτα μέσα στη νύχτα δημιουργούν μια ιδιαίτερη αίσθηση ίσως ήταν το ιδανικό μέρος να εφεύρετε αυτή την καλλιτεχνική διάσταση του νέον;
Σ.Α.: Συνέβαιναν πάρα πολλά πράγματα τότε, τέλη της δεκαετίας του ’50, αρχές του ’60. Ο κόσμος της τέχνης βίωνε πολλές αλλαγές και δημιουργούνταν πολλά καλλιτεχνικά κινήματα.
Ν.Α.: Νομίζω ότι το πιο σημαντικό στοιχείο ήταν η χρονική στιγμή, όχι τόσο η Νέα Υόρκη. Η δουλειά του Στίβεν σχετίζεται με το timing.
Υπήρξε άμεση αποδοχή της δουλειάς σας με το νέον;
Σ.Α.: Ενθουσιάστηκαν! Αυτό που είχε ενδιαφέρον ήταν ότι υπήρχαν και μουσεία που παρακολουθούσαν τη δουλειά μου, όπως και άλλων, και μας προσέφεραν ευκαιρίες να εκθέσουμε, να καταθέσουμε τις ιδέες μας. Κι εγώ ήθελα να εξελίξω το μέσο μου όσο πιο πολύ μπορούσα. Ήξερα ότι έκανα κάτι εξαιρετικό, κι έτσι επέμενα σ’ αυτό. Ήξερα ότι ήταν το υλικό με το οποίο θα εργαζόμουν το υπόλοιπο της ζωής μου.
Αντιμετωπίζετε το φως του νέον λίγο σαν χρώμα ;
Σ.Α.: Το αντιμετωπίζω ως μη-υλικό. Το νέον το φαντάζομαι σε σχέση μ’ έναν τοίχο και σε σχέση με τον χώρο. Φαντάζομαι την ενέργεια που βγάζει το νέον στον χώρο.
Και όλες αυτές οι ημιτελείς, συχνά, γεωμετρικές φόρμες;
Σ.Α.: Προσπαθώ να εντάξω το κοινό στην εργασία μου, έτσι ώστε να συμπληρώνει εκείνο τον κύκλο ή το τετράγωνο. Να βλέπει τη διαφορά, τι συμβαίνει σ’ έναν κύκλο που είναι σχεδόν έτοιμος να ολοκληρωθεί και σ’ έναν άλλο που απέχει περισσότερο από την ολοκλήρωση. Θέλω να κάνω τον παρατηρητή να συμμετάσχει στη διαδικασία, γιατί για μένα το νέον είναι ενέργεια. Ένας σωλήνας νέον διαφέρει από έναν άλλο, εξαιτίας του χρώματος. Έχει σημασία πόσο απέχουν ο ένας από τον άλλο αλλά και η συνάντησή τους, οπότε αλληλοεπηρεάζονται και βγάζουν ένα τρίτο χρώμα.
Συνήθως οι γραμμές σας είναι ευθείες και απόλυτες, όχι πάντα, όμως.
Σ.Α.: Συχνά γίνομαι ιδιαίτερα χαλαρός με τις γραμμές μου. Πολλές φορές προσπαθώ ν’ αλλάξω την οπτική σας εμπειρία. Αρκετές φορές, πάνω και κάτω από μια ίσια γραμμή βάζω και μια κυματοειδή, έτσι που να σχετίζεται με τις άλλες δύο.
Έχετε πει ότι ο χώρος είναι που καθορίζει το έργο σας κάθε φορά.
Σ.Α.: Ειδικά στα έργα σε δημόσιους χώρους. Πρέπει να μελετήσω το κτίριο, μετά την περιοχή και από τι επηρεάζεται η συγκεκριμένη περιοχή. Από τι υλικό είναι φτιαγμένο, πώς ανοίγουν τα παράθυρά του, αν εργάζονται μέσα ή όχι. Είναι αρκετά διασκεδαστικό να κάνεις έργα για δημόσιους χώρους. Παρουσιάζονται πολλά προβλήματα που πρέπει να λυθούν. Το κτίριο γίνεται ο καμβάς μου.
Βλέπετε το φόντο ενός κτιρίου ως ζωγραφικό «καμβά» ;
Σ.Α.: Υπό μία «χαλαρή» έννοια… Πρέπει να λύσω διάφορα προβλήματα.
Τα «πάνελ» (panels) είναι έργα με μεγαλύτερη «εσωτερικότητα» από εκείνα που προορίζονται για δημόσια κτίρια;
Σ.Α.: Αν έτσι νομίζεις…
Ν.Α.: Όλα του τα έργα έχουν εσωτερικότητα, ακόμα κι εκείνα που βρίσκονται σε δημόσια θέα. Αλλά δεν τα προορίζει για κοινωνικά μηνύματα. Θέλει ν’ αγγίζουν τον παρατηρητή.
Αφιερώσατε μια σειρά «πάνελ» στην οικογένειά σας. Στα αδέλφια σας και στους γονείς σας. Γιατί το κάνατε αυτό;
Σ.Α.: Καταρχάς γιατί τους αγαπώ, κι ύστερα γιατί θέλω ν’ αναγνωριστούν. Έτσι, τους έβαλα όλους μαζί. Τρεις αδελφούς και την αδελφή μου, που έχουν όλοι τους φύγει. Γι’ αυτό και χρησιμοποίησα φύλλα χρυσού και αλουμίνιο, που θυμίζει ασήμι. Υπήρξαν μέρος της ζωής μου. Ήμασταν πολύ δεμένοι και κάναμε τα πάντα μαζί, ιδίως όταν ήμασταν νεότεροι.
Έχετε πει ότι ο πατέρας σας υποστήριξε σθεναρά την απόφασή σας να γίνετε καλλιτέχνης. Πρόλαβε να δει την εξέλιξή σας;
Σ.Α.: Όχι, δεν πρόλαβε, αλλά, όσο ζούσε, ήταν πολύ ευτυχής που έκανα μια δουλειά που αγαπούσα. Ήμουν και ο βενιαμίν της οικογένειας.
Ν.Α.: Πάντως, αυτά τα «πάνελ» δεν είναι μια απλή αφιέρωση στη μνήμη τους. Για τον Στίβεν είχε σημασία ο τρόπος που θα μπορούσε να συντηρήσει τη μνήμη τους.
Έχετε κάνει και μια σειρά από παρεκκλήσια που τα αποκαλείτε «χώρους αυτοσυγκέντρωσης» (meditation spaces). Τι χρησιμεύουν στον σύγχρονο άνθρωπο των πόλεων που αμφισβητεί τη θρησκεία;
Σ.Α.: Σκέφτηκα πόσο υπέροχο θα ήταν να χτίσω αυτούς τους χώρους και πόσο ιδιαίτερα σημαντικό για μένα. Το έκανα για να ικανοποιήσω πρωτίστως εμένα. Νομίζω ότι υπάρχει χώρος γι’ αυτά τα παρεκκλήσια. Έφτιαξα μερικά για εκ- θέσεις και είδα πώς αντέδρασαν οι άνθρωποι. Ζούμε σ’ έναν κόσμο από τον οποίο λείπουν χώροι όπου οι άνθρωποι θα μπορούσαν ν’ απομονώνονται για να σκεφτούν τη ζωή τους. Όταν τα σχεδιάζω, αυτό που με απασχολεί κυρίως είναι πώς να λύσω τα προβλήματα που προκύπτουν.
Χρησιμοποιείτε συχνά την έκφραση «να λύσω το πρόβλημα». Τι εννοείτε;
Σ.Α.: Δεν εννοώ ότι έχω κάποιο πρόβλημα.
Ν.Α.: Εννοεί την επιτακτικότητα που υπάρχει για να το κάνει, μια ανάγκη.
Βρίσκω καταπληκτικό το ότι στην ηλικία σας εξακολουθείτε να είστε τόσο δημιουργικός και παραγωγικός.
Σ.Α.: Περνάω περιόδους ενός ή δύο μηνών που ζωγραφίζω και δεν κάνω τίποτε άλλο. Αυτό είναι άλλο ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μου. Την ώρα που ζωγραφίζω το μυαλό μου λειτουργεί ακόμα πιο γρήγορα και σκέφτομαι τι αλλαγές μπορούν να γίνουν, τι κατευθύνσεις μπορεί να πάρει το έργο. Αν δεις τις σειρές των έργων μου μέσα στα χρόνια, θα καταλάβεις πόσο διαφορετικά είναι μεταξύ τους.
Τι σκεφτήκατε όταν σας ανέθεσαν το Παλιό Ελαιουργείο στην Ελευσίνα;
Σ.Α.: Το κτίσμα το ίδιο. Είναι η πρώτη φορά που ασχολούμαι μ’ ένα κτίριο μισοκατεστραμμένο, διαλυμένο, εγκαταλελειμμένο. Δεν έχω ξαναδουλέψει σε ανάλογο περιβάλλον. Ήταν μια έκπληξη, με ενθουσίασε. Περπάτησα ανάμεσα στα κτίρια, προσπάθησα να φανταστώ πώς θα γίνουν, έβγαλα φωτογραφίες των χώρων κι επέστρεψα στη Νέα Υόρκη προσπαθώντας να δω πώς θα ζωντανέψω αυτό που ήθελα να κάνω. Το κοινό θα έχει την ευκαιρία να προχωρήσει ανάμεσα σε 7-8 παλιά εργοστάσια και ίσως να τους πάρει και μία ώρα για να τα διασχίσουν.
Είχατε τρομερή εξέλιξη στην τέχνη σας μέσα στα χρόνια. Ποια έργα σας σε δημόσιους χώρους ξεχωρίζετε;
Σ.Α.: Την πισίνα στο Amherst, όπου τα νέον κρέμονταν πάνω απ’ το νερό. Εκεί εκμεταλλεύτηκα τα δύο τεράστια παράθυρα σαν τοίχους από γυαλί, μέσα από τα οποία, μες στη νύχτα, αντανακλάται ένα κατακόκκινο χρώμα. Πρόκειται για μια απίστευτη οπτική εμπειρία.
Ν.Α.: Το «Παρεκκλήσι των Αγίων» στη Ρόδο το 1992 είναι ένα ακόμα τεράστιο βήμα. Όπως και το «Παρεκκλήσι της Ουράνιας Κλίμακας», που εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1997.
Σ.Α.: Αγαπώ πολύ το έργο μου στον σταθμό του μετρό στους Αμπελόκηπους, στην Αθήνα. Πάρα πολλοί άνθρωποι μου έχουν πει ότι παίρνουν τη συγκεκριμένη γραμμή για να το βλέπουν το πρωί καθώς πηγαίνουν στη δουλειά τους και το απόγευμα, όταν επιστρέφουν, γιατί τους φωτίζει τη ζωή! Δεν χρειάζεται να ενδιαφέρεσαι για την τέχνη για να την εκτιμάς, κι αυτό είναι το υπέροχο με τα έργα σε δημόσιους χώρους. Τα βλέπουν όλοι, άνθρωποι με τελείως διαφορετικό υπόβαθρο. Είναι καταπληκτικό αυτό που μπορεί να προσφέρει ένα έργο σε δημόσια θέα στους ανθρώπους και στην κοινωνία.
σχόλια