Η Δόμνα Σαμίου μένει στη Νέα Σμύρνη, ενω η καταγωγή της είναι από ένα χωριό έξω από τη Σμύρνη. Η ώρα είναι 12 ακριβώς, η ώρα του ραντεβού, όταν χτυπώ το κουδούνι της. Φοράει μια γκριζοπράσινη ζακέτα κι ένα αυστηρό ανθρακί παντελόνι. Τα μαλλιά της έχουν μια ελαφριά μωβ απόχρωση σαν σύννεφα χειμωνιάτικης αυγής. Με υποδέχεται με ευγένεια και καθόμαστε στο σαλόνι που εμπνέει εμπιστοσύνη και ζεστασιά. Υπάρχουν παραδοσιακά όργανα πίσω από κρύσταλλα επίπλων, απαλά γήινα χρώματα κι ένα μπολ στο τραπεζάκι με αρωματικά παξιμάδια από γέμιση σταφίδας. Με κοιτάζει κατάματα, το πρόσωπο της είναι καθαρό, δεν προδίδει κανένα συναίσθημα που θα με έκανε να νιώσω άβολα. Έχει πολύ χιούμορ, θαρρείς πως αυτή η γυναίκα έχει ζήσει μια καλή και πλούσια ζωή μέχρι τώρα. Της αρέσει να λέει ιστορίες, πολλές ιστορίες για το πώς μεγάλωσε, ποιοί τη βοήθησαν, ποιοί την έσωσαν.
Μιλάει για τους παπούδες της, στην Κωνσταντινούπολη και τις ρίζες της από τη Σμύρνη. Μου μιλά για την ψυχική και πνευματική φθορά των εφήβων, τους οποίους θα ήθελε πιο φρόνιμους και ευσεβείς, ενθυμούμενη τα δικά της χρόνια και το σύστημα παιδείας εκείνης της εποχής...
Το δημοτικό τραγούδι στο μεγαλύτερο μέρος του έχει βγει από τον αγράμματο λαό, δε διάβασε ποτέ κανείς τους ποιήση, βρε παιδί μου... Είναι έμφυτο αυτό το πράγμα, βγαίνει από τη ζωή την ίδια.
— Ποιά πιστεύετε πως ήταν η σχέση της παραδοσιακής μουσικής με το ελληνικό μουσικό στερέωμα πριν 30 χρόνια και πώς τη βλέπετε σήμερα; Τι άλλαξε από τότε στην ελληνική κοινωνία και στον τρόπο σκέψης της;
Όλα έχουν αλλάξει από τότε. Όσο πιο πίσω πάμε, είμαστε πιο κοντά στην αλήθεια και την πραγματικότητα, δηλαδή τα τελευταία χρόνια άρχισαν οι επεμβάσεις, οι επιρροές από το εξωτερικό. Και τότε υπήρχε και η ευρωπαική μουσική, όπως και διάφοροι συνθέτες δικοί μας, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης -ένα άλλο μέρος το οποίο είναι σεβαστό. Δεν ήταν όμως χυδαία όπως είναι αυτά τα τραγούδια, έτσι δεν είναι; Όταν άρχισε η εσωτερική μετανάστευση, ’50 με ’60, μετά από πολέμους και κατοχές, μαζεύτηκαν όλοι στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω τα χωριά τους. Θυμάμαι στην Αθήνα, γιατί γεννήθηκα εδώ, ήμασταν πεντακόσιες χιλιάδες και σήμερα είμαστε πέντε με έξι εκατομμύρια, η μισή Ελλάδα είναι στην Αθήνα. Άρχισαν να αισθάνονται, λοιπόν, αυτό που λέμε επαρχιώτες. Έτσι άλλαξε σιγά-σιγά και η ψυχοσύνθεση όλων των ανθρώπων στην Αθήνα. Γίναμε όλοι Αθηναίοι, αλλά άμα θες, ξύσε καλά τον καθένα, να δεις από κάτω, από πού προέρχεται.
— Είναι κομμάτι της ποίησης το δημοτικό τραγούδι ή η ποίηση εμπνεύστηκε από εκείνο;
Το δημοτικό τραγούδι στο μεγαλύτερο μέρος του έχει βγει από τον αγράμματο λαό, δε διάβασε ποτέ κανείς τους ποιήση, βρε παιδί μου... Πότε βγήκανε οι ποιητάδες οι δικοί μας; Μήπως φαντάζεσαι ότι αυτός ο λαός μελετούσε τους αρχαίους Έλληνες; Είναι έμφυτο αυτό το πράγμα, βγαίνει από τη ζωή την ίδια.
— Σε τι σας έχει βοηθήσει το τραγούδι; Σας έχει κάνει καλύτερο άνθρωπο;
Είναι η ζωή μου- δεν ξέρω αν με έχει βοηθήσει το ίδιο το τραγούδι να γίνω καλύτερη, είχα πάρει από την οικογένεια μου πολύ καλές αρχές και βάσεις, έντιμες, που με βοήθησαν πραγματικά στη ζωή, καθώς επίσης και όλοι εκείνοι οι πρόσφυγες που μεγάλωσα μαζί τους, μέσα στις παράγκες της Καισαριανής. Όταν ήμουν παιδάκι, στο Δημοτικό σχολείο, έπεσε από κάποιο παιδάκι η γόμα του και έτυχε να τη βρω και να την πάρω σπίτι μου. Μου λέει η μάνα μου, όταν την είδε, «ποιανού είναι η γόμα αυτή;» γιατί ήξερε ότι εγώ δεν είχα γόμα, «τη βρήκα στο σχολείο εκεί πέρα...» είπα. «Να την πάρεις και να πας να την αφήσεις εκεί που την βρήκες», με πρόσταξε. Καταλαβαίνεις τώρα πώς μεγαλώσαμε.
— Τι σημαίνουν για εσάς οι Απόκριες, εννοώ ποιά είναι η σχέση του δημοτικού τραγουδιού με αυτό το έθιμο;
Η Αποκριά είναι πολύ παλιό πράμα, παιδάκι μου, είναι από την αρχαιότητα, τις φαλλικές γιορτές. Με κάλεσε μέχρι και ανακριτής για τα γαμοτράγουδα...δεν το ξέρεις αυτό; Υπάρχουν τα αποκριάτικα, τα αθώα, ας πούμε «ήρθαν τρεις σπανοί απ’ την πόλη, πέντε τρίχες είχαν όλοι…πάω να αγοράσω χτένια γιατί μ’έφαγαν τα γένια», τέτοια κωμικά τραγούδια εννοώ, αθώα, αλλά υπάρχουν και τα σκληρά αποκριάτικα που λέμε. Εκείνα, δηλαδή, που μιλούν για τα ανθρώπινα γεννητικά όργανα με τ’ όνομα τους, μουνί, πούτσα, ψωλή και τέτοια… σε όλη την Ελλάδα ακούγονται τις Απόκριες αυτά τα τραγούδια, πήγαινε πάνω στη Μακεδονία και θα δεις τι γίνεται! Γίνεται μια επίκληση, όπως λένε οι λαογράφοι, για την ευκαρπία της γης, όπως στην αρχαιότητα γιόρταζαν το θεό Διόνυσο, και την ευγονία. Σίτος, οίνος, έλαιον, με αυτά τα τρία αγαθά της γης έζησε ο λαός μας, φίλε Μιχάλη, και αυτά γιορτάζουμε μαζί με όλα τα άλλα.
— Ένα αληθινό τραγούδι ισοδυναμεί με μια βαθιά προσευχή;
Ε, πώς δεν είναι...από το απλό νανούρισμα μέχρι τα μοιρολόγια για κάποιον που πέθανε. Κάνοντας κύκλο γύρω από το νεκρό προσεύχονται και μοιρολογούν.
— Ζήσατε ποτέ το μεγάλο και μοναδικό έρωτα;
Ναί, έζησα, και δεν το κρύβω, είχα μείνει έγκυος! Ήμόυνα μικρή κοπέλα και αν το μάθαινε η μάνα μου... θα με είχε καταραστεί...πώς το λένε. Σαν νέα μετά, κάτι φλερτάκια, κάτι τέτοια...τα έζησα, ναι. Αλλά ο μεγαλύτερος έρωτας μου είναι αυτό που κάνω με το τραγούδι, εκεί έχω δώσει όλο μου τον εαυτό, πώς να το κάνουμε.
— Τι ασπάζεστε περισσότερο, αυτό που λέμε «πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια» ή το «όπου γης και πατρίς»;
Και τα δύο, παιδί μου, όπως όταν ο Έλληνας μετανάστης πάει να καζαντίσει που λέμε εμείς οι Μικρασιάτες, και αφήνει το σπίτι του, ασπάζομαι το «όπου γης και πατρίς», αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν φθαρεί όπως εμείς εδώ, είναι πιο Έλληνες. Έτσι φοβάμαι και πως μια μέρα με την παγκοσμιοποίηση, δε θα έχουμε ούτε την ελληνική μας γλώσσα...δυστυχώς.
— Ο ανθρώπινος πόνος στέκεται ισοδύναμο στοιχείο έμπνευσης με τη χαρά για τη δημιουργία ενός δημοτικού τραγουδιού; Μήπως τα πανηγύρια είναι συναντήσεις ανθρώπων για να ξορκίσουν όλα όσα τους πονάνε μέσα από ενα γλέντι;
Κοίταξε να δεις, να μη μιλάμε για τα σύγχρονα πανηγύρια, αλλά για τα παλιά. Ο κόσμος δεν είχε άλλο είδος διασκέδασης. Μονάχα οι οργανοπαίκτες υπήρχαν τότε. Ούτε θέατρο, σινεμά, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα και τέτοια, τότε υπήρχαν οι ονομαστικές εορτές, οι γάμοι, τα βαφτίσια κα αυτές ήταν αρκετές για να ανοιχτούν μικρά γλεντάκια μεταξύ των ανθρώπων και να διασκεδάσουν με οποιονδήποτε τρόπο. Το πανηγύρι ήταν το κοινό γλέντι όλου του χωριού, περιμένανε πώς και πώς εκείνες τις μέρες για να γιορτάσουν. Ασπρίζανε τα σπίτια, έβγαζαν ρούχα, τα πλένανε, τα σιδερώνανε, προετοιμασίες μεγάλες για την ημέρα του Αι Γιώργη ή της Παναγιάς. Μάλιστα, δεχόντουσαν και επισκέψεις από τα διπλανά χωριά. Άρα το πανηγύρι ήταν ένας τρόπος διασκέδασης θρησκευτικής και κοινωνικής επιπλέον. Τσαμπούνες, λαούτα και λύρες ξεσήκωναν τον κόσμο και έστηναν μεγάλα γλέντια! Όχι όπως σήμερα, στην καταραμένη εποχή μας, που όλα είνα ξενόφερτα. Η Παπαρίζου κι ο Ρουβάς... ε, όχι ρε φίλε! Αυτό θα το πω ελληνική μουσική εγώ; Α...συμφωνείς κι εσύ; Ε, μπράβο!
— Τι μουσική ακούτε όταν είστε στο σπίτι;
Τα δικά μου ακούω. Έχω τόσες ταινίες, αγόρι μου, και τα μεταφέρω σε κασέτες και τ’ ακούω, έχω ένα κάρο!
— Σκέφτεστε ποτέ το θάνατο; Μοιάζει για σας με ένα τέλος ή με ένα νέο ξεκίνημα;
Άκουσε, πέρυσι συνειδητοποίησα ότι είμαι εβδομήντα εφτά χρονών, κουράστηκα το χρόνο που πέρασε, ηχογράφησα πέντε διπλά CDs. Δε με τρομάζει ο θάνατος ούτε η αρρώστια, σε τρία χρόνια θα γίνω ογδόντα, πόσο θα ζήσω ακόμα; Το έργο μου το έφτασα εκεί που ήθελα. Κι η αναγνώριση του κοινού, τα παιδιά που έρχονται στο δρόμο και μου φιλάνε τα χέρια, μου δίνει τη μεγαλύτερη ηθική ικανοποίηση. Θα φύγω ικανοποιημένη, γιατί πρόσφερα στον κόσμο. Αν και μέχρι πρόσφατα δεν είχα συνειδητοποιήσει τι είχα κάνει ακριβώς.
— Πιστεύετε στους νέους ανθρώπους; Θα μπορούσε ένα καλύτερο σύστημα παιδείας να βάλει στους κόλπους της ελληνικής παράδοσης τους ανήσυχους νέους της χώρας μας κι αν ναι, με ποιό τρόπο;
Βλέπουμε τι σκουπίδια δίνουμε στα παιδιά μας με τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Από τη Σεμίνα Διγενή μέχρι τον Παπαδόπουλο, με αυτές τις ψευτο-ταβέρνες που φτιάχνουνε... Αυτά είναι η γελοιοποίηση του ελληνικού και δημοτικού τραγουδιού, φίλε. Τα παιδιά έχουν μονο μια ώρα την εβδομάδα μάθημα μουσικής στο σχολείο...μια ώρα την εβδομάδα; Βρε, τα παιδάκια έχουν ανάγκη το τραγούδι! Γι’ αυτό και θα δώσω στο υπουργείο Παιδείας, «Τα παιδικά» που θα βγάλω, πόσους δασκάλους έχουμε στην Ελλάδα, στην επικράτεια, τόσα CDs να σταλούν. Δυστυχώς, δε μαθαίνουν στα σχολεία δημοτικό τραγούδι. Δε λέω να μην υπάρχει σύγχρονη μουσική, κάτι τέτοιο θα ήταν τρελό! Αλλά να μην έχουμε κι αυτό το θησαυρό του λαού θαμμένο κάτω, είναι ντροπή...
________________
Φεύγοντας μου χάρισε ένα δικό της CD, της ζήτησα κιόλας αφιέρωση και μετά από μια αγκαλιά, ευχαριστήσαμε ο ένας τον άλλον και έκλεισα την πόρτα.
Η φωνή της από το Τζιβαέρι μου κράτησε συντροφιά τα δέκα λεπτά που έκατσα κι έκανα ένα τσιγάρο απέναντι από το σπίτι της, χαζεύοντας τις γυμνές λεύκες, κάτω από έναν ήλιο μιας άλλης εποχής.
Δημοσιεύτηκε στη LIFO τον Μάρτιο του 2006. Ψηφιοποιείται εδώ για πρώτη φορά
σχόλια