[Από την Αργυρώ Μποζώνη]
Τι σημαίνει «Φευγάδα»; Είναι η ηρωϊκή αντί - στο ποίημα «Το Κλέφτικο» του Γιώργου Πρεβεδουράκη- και το άρθρου «Εμείς κι οι Έλληνες» του Δημήτρη Δημητριάδη. Ποιος είναι ο πολιτισμός της κρίσης; Παράγεται σήμερα πολιτισμός ή απλώς ανακυκλώνονται απομεινάρια πολιτισμού; Πόσο ξένοι είμαστε στον ίδιο μας τον τόπο; Ποιες είναι οι ευθύνες του παρελθόντος και οι δυνατότητες του μέλλοντος με ένα τέτοιο παρόν; Μέσα στο σκηνικό της παράστασης «Πολιτισμός: μια κοσμική τραγωδία» των «bijoux de kant», έναν απέραντο σκουπιδότοπο, η σκηνοθέτης Ηλέκτρα Ελληνικιώτη, παρουσιάζει την έλλειψη πολιτισμού ως γενεσιουργό αιτία της κρίσης και την Ελλάδα ως μια χώρα που μονίμως «φεύγει» από τον εαυτό της και τους Έλληνες.
«Η εικόνα», λέει η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη, «είναι πια κρυστάλλινη. Το άρθρο-παρότρυνση του Δημητριάδη, να καταργήσουμε ό,τι είμαστε, να αρνηθούμε μια ταυτότητα που μας θίγει και μας κολλά στη λάσπη, βρίσκει εφαρμογή, 13 χρόνια μετά, στον Πρεβεδουράκη, μέσω της πλέον επικίνδυνης αυτοθυσίας. Ο Πρεβεδουράκης παρατάει τα «εγκόσμια» και χαρίζει εαυτόν στην επανάσταση, μια επανάσταση που όμως γνωρίζει ότι συμβαίνει με τη μορφή αντάρτικου. Μην μπορώντας να ζήσει μέσα στη «σκλαβιά» που έχουν καταδικάσει η εποχή και η χώρα τη γενιά του, το «σκάει» και καταφεύγει στα «βουνά» της πνευματικής μοναξιάς. Κι από εκεί, με λίγους όμαιμους «Κλέφτες και αρματωλούς» («το Γιάννη, την Ελένη, το Νίκο, το Θωμά») ξεκινάει αντάρτικο πόλεμο για τη λευτεριά, κατακρεουργημένοι και οι ίδιοι από τους «κατακτητές», αλλά κυρίως καταδικασμένοι να παλέψουν σαν απόκληροι, περιθωριοποιημένοι από τους «άρχοντες του έθνους». Κι όμως, παρ' όλ' αυτά, συμφιλιωμένοι με τη μοναξιά και τη μοναχικότητα που χαρακτηρίζει τις ζωές όλων των ανθρώπων που δεν εφυσυχάζουν και εξακολουθούν να εξεγείρονται πνευματικά».
Πώς συνδέεται ο Πρεβεδουράκης με τον Δημητριάδη;
Με το Κλέφτικο ο Πρεβεδουράκης ολοκληρώνει 13 χρόνια αργότερα τη φαινομενικά ανεφάρμοστη και θεωρητική εσχατολογική προτροπή του Δημητριάδη: ο Πρεβεδουράκης δεν είναι πια Έλληνας. Δεν του ανήκει η Ελλάδα. Οπλίζεται και ξεσηκώνεται απέναντι σ' αυτό που ορίζεται αυτεπάγγελτα και χωρίς προσπάθεια ως σημερινή Ελλάδα. Αυτός κολύμπησε στις μολυσμένες «ελληνικές θάλασσες», αυτός χάζεψε κάτω από τις «γιγαντοαφίσες», αυτός άκουσε «το αφασικό παραμιλητό των τηλεπολιτικών». Ύστερα έκανε εμετό. Και μετά έγραψε το Κλέφτικο. Δεν μπορεί να είναι Έλληνας αφού η Ελλάδα -η Ελλάδα του- είναι σκλαβωμένη. Αν παρέμενε Έλληνας, θα ήταν ταυτόχρονα και σκλάβος. Έτσι, ιδρύει τη δική του Ελλάδα, τη «Φευγάδα», μια Φευγάδα που, όπως δηλώνει και το όνομά της, φεύγει κι απ' τον ίδιο, τον προδίδει κι αυτόν, μια Φευγάδα από την οποία απομακρύνεται κι εκείνος συνεχώς. Αυτοεξορίζεται για να επαναπροσδιοριστεί.
Ποιό είναι το κομμάτι του παρελθόντος που «σκοτώνει» ο Πρεβεδουράκης;
Ο «κλέφτης» Πρεβεδουράκης συνθέτει το δικό του «Κλέφτικο» στην εξορία, στη «Φευγάδα» της επανάστασης. Με μια μικρή νοσταλγία για την «πνευματική» πατρίδα που αποχαιρέτησε και την πλειοψηφία της γενιάς του που αναγκαστικά άφησε πίσω, διαλυμένη κι έρημη. Μα το πιο επικίνδυνο στην «ηρωϊκή έξοδο» του Πρεβεδουράκη είναι η αυταπάρνηση με την οποία σκοτώνει τους πνευματικούς του πατέρες, τα ίδια του τα πιστεύω και τον εαυτό του. Αντιμετωπίζει την αυτοθυσία ως κάτι αναγκαίο - γίνεται το παράδειγμα που θέλει να δώσει.
Με ποιο τρόπο καταπιάνεστε εσείς με τον πολιτισμό;
Ο πολιτισμός στις μέρες μας πάσχει, ασθενεί, ανακυκλώνοντας τα ίδια υλικά, ανακατεύοντας τα ουσιώδη με τα σκουπίδια. Γιαυτό χρησιμοποιούμε το σκηνικό της «bijoux de kant". Δουλεύουμε πάνω στα ίδια υλικά με διαφορετικό τρόπο. Με την ελπίδα, ακόμα κι αν η χρήση των υλικών αποδειχτεί λάθος, να είναι ένα τεράστιο λάθος.
To άρθρο του Δημήτρη Δημητριάδη «Εμείς και οι Έλληνες»
Ο κληρονόμος αναλογίζεται την κληρονομιά του από τη στιγμή που απειλείται με την απώλειά της. Ο κίνδυνος να τη χάσει ή να αποδειχθεί ότι δεν του ανήκει κινητοποιεί τον μηχανισμό της ιδιοποίησης μέσα του. Ξεκινώντας από αυτή την παρακινδυνευμένη διαπίστωση, δίνεται η ευκαιρία να τολμήσουμε, όχι χωρίς συνέπειες, την ακρότητα. Την θανάσιμη έξοδο. Έτσι λοιπόν, η παραπάνω διαπίστωση μας εισάγει κατευθείαν στη ζώνη του κινδύνου. Περνούμε, σχεδόν συνειρμικά, στην ετερότητα. Η ετερότητα είναι, στην προκειμένη περίπτωση, η Ελλάδα. Η Ελλάδα αποκλείει την ταύτιση μαζί της. Αποκλείει την ταυτότητα. Την οικειότητα, τη συγγένεια, την κατοχή, την ασφάλεια. Εμείς, κάτοικοι αυτής της γεωγραφικής περιοχής, μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να αντιμετωπίζουμε τους Έλληνες. Να τους αντιμετωπίζουμε ως ξένους. Εμείς ως μη Έλληνες. Ως μη Έλληνες εμείς τι είμαστε; Κάτοικοι μιας γεωγραφικής περιοχής που κατοικήθηκε από ανθρώπους που προσπάθησαν να γίνουν κάτι. Η προσπάθεια αυτή και οι καρποί της τους έκαναν Έλληνες. Εμείς δεν καταβάλλουμε καμία παρόμοια προσπάθεια. Επειδή πιστεύουμε ότι είμαστε Έλληνες. Δεν είμαστε Έλληνες. Το δεδομένο και το εξασφαλισμένο αποκλείουν την προσπάθεια. Ο αποκλεισμός της προσπάθειας μάς αποκλείει από το να γίνουμε Έλληνες. Όσοι δεν προσπαθούμε να γίνουμε Έλληνες, ούτε είμαστε ούτε θα γίνουμε ποτέ Έλληνες. Να ένας πολύ σοβαρός λόγος για να μην επιστραφούν ποτέ τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Η μη επιστροφή τους θα πρέπει να συνιστά εθνικό στόχο διότι έτσι επιτυγχάνεται η ευεργετική ρήξη στη συνέχεια, η θραύση του κεκτημένου. Ο κληρονόμος διαπιστώνει ότι οφείλει να αγωνιστεί προκειμένου να του αναγνωριστεί το δικαίωμα κυριότητας πάνω στη θεωρούμενη ως δεδομένη και εξασφαλισμένη κληρονομιά του. Διαπίστωση τραγικού μεγέθους. Η Ελλάδα δεν ανήκει στους Έλληνες. Αυτό είναι το τραγικό μέγεθος. Οι Έλληνες είναι Έλληνες επειδή και όταν η Ελλάδα δεν τους ανήκει. Το ανάποδο σλόγκαν, δημαγωγικό και παραπλανητικό, στην πραγματικότητα αντιλαϊκό και στην ουσία ανθελληνικό, ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του σημερινού μηδενός, κολάκευε το αίσθημα κυριότητας. Διότι, πίσω από την ύπουλη φτήνια αυτού του σλόγκαν, κρυβόταν ο απεριχώρητος τρόμος της απώλειας. Μιας απώλειας συντελεσμένης. Οι Έλληνες δεν ανήκουν στην Ελλάδα. Οι Έλληνες δεν είναι Έλληνες. Τι είναι, λοιπόν; Το τίποτε. Το τίποτε. Με αυτό παρέχεται η κοσμογονική δυνατότητα να αρχίσει επιτέλους κάτι. Δεν είμαστε τίποτε. Μόνον αυτή η βεβαιότητα παράγει ενέργεια, μόνον αυτή κινητοποιεί, ωθεί στην προσπάθεια να προσπελαστεί ο στόχος. Ποιος είναι αυτός; Να γίνουμε Έλληνες. Με τι τρόπο; Αναγνωρίζοντας σε εκείνους τον ξένο. Αν μας ενδιαφέρει. Όντας ίδιοι, δηλαδή ταυτόσημοι με εκείνους, δεν είμαστε κανείς. Κανείς δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, ίδιος με τους Έλληνες. Κανείς δεν είναι Έλληνας. Γίνεται ή προσπαθεί να γίνει. Παραμένοντας ανελλιπώς ξένος. Το ότι ζούμε στα ίδια χώματα δεν σημαίνει τίποτε. Στην πραγματικότητα φιλοξενούμαστε. Εκείνοι, οι Έλληνες, μας φιλοξενούν. Το ότι στα θεμέλια του σπιτιού μας υπάρχουν θαμμένα τα σπίτια αρχαίων τραγικών δεν σημαίνει τίποτε. Δεν αρκεί αυτό για να μας κάνει τραγικούς, ή συγγενείς και συνεχιστές των τραγικών. Η τραγικότητα είναι υπόθεση άλλων θεμελίων που δεν τα υποψιάζονται όσοι έχουν τάξει τη ζωή τους και το έργο τους στη θλιβερή κολακεία ενός δήθεν λαϊκού αισθήματος το οποίο οι ίδιοι καρπώνονται με ανεξάντλητη απληστία και εγωπαθή μονομανία. Το ότι βλέπουμε από το μπαλκόνι μας την Ακρόπολη δεν σημαίνει τίποτε. Η θέα δεν συνιστά εγγύηση ταυτότητας. Το τοπίο δεν αποτελεί τεκμήριο συνέχειας. Το ότι μιλούμε την ίδια γλώσσα επίσης δεν σημαίνει τίποτε. Τη γλώσσα πρέπει να την σκέφτεται κανείς για να την μιλήσει. Πρώτα σκέφτομαι τη γλώσσα και μετά την μιλώ. Ποιος σκέφτεται τη γλώσσα εδώ; Ποιος κάτοικος αυτής της γεωγραφικής περιοχής μιλά τη γλώσσα επειδή πρώτα την σκέφτεται; Για να είναι ένας λαός δημιουργικός, οφείλει να ζήσει την έλλειψη εκείνου που τον έκαναν να πιστεύει πως είναι. Και να δημιουργήσει τους τρόπους με τους οποίους θα καλύψει την έλλειψη. Έτσι δημιουργούνται πολιτισμοί. Με την κάλυψη του κενού. Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν ότι η έλλειψη και το κενό όχι μόνον δεν θα καλυφθούν, αλλά ότι θα εξακολουθούν να μη βιώνονται ως έλλειψη και ως κενό. Aρα δεν χρειάζεται να γίνει καμία προσπάθεια. Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως αυτό που έχουμε το έχουμε αναμφισβήτητα, πως αυτό που είμαστε το είμαστε αναμφισβήτητα. Τίποτε δεν έχουμε και τίποτε δεν είμαστε. Στο τίποτε αυτό προσφέρεται η πιο χαρμόσυνη αγγελία, ο μόνος αληθινός ευαγγελισμός. Τι λέει; Λέει: Αυτή είναι η πραγματική αφετηρία, ξεκινήστε, μπορείτε τα πάντα, αποπαγιδευτείτε, σπάστε τις εμπλοκές, τολμήστε την απεμπλοκή από τα ψεύδη και τα προσωπεία, μη φοβάστε, υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα και άλλες αφηγήσεις, περάστε από τα στερεότυπα στην άπλαστη λάσπη, από το παγωμένο βλέμμα στο κοίταγμα της αβύσσου. Πλάστε τη φωτιά. Διότι το ελληνικό δεν είναι έμφυτο ούτε εμφυτεύσιμο· δεν είναι φυσικό· δεν κληρονομείται, δεν μεταβιβάζεται, δεν κατοχυρώνεται, δεν διασφαλίζεται, δεν καταχωρείται. Το ελληνικό δεν είναι ευρήματα ανασκαφών και διεκδικήσεις αρχαιοτήτων· δεν είναι κομπορρημοσύνη μεταπρατών και διαπραγματεύσεις κυβερνητικών παραγόντων· δεν είναι εξαγγελίες υπουργείων και τουριστικοί πομφόλυγες. Το ελληνικό είναι επίκτητο. Κατακτάται, εάν ευοδωθεί η προσπάθεια της κατάκτησής του. Μπορούμε να γίνουμε ελληνικοί; Γίνεται κανείς ελληνικός όταν αρχίσει να στέκεται αντίκρυ στους Έλληνες. Στέκομαι αντίκρυ, σημαίνει, ανάμεσα σ' εμένα και στο άλλο υπάρχει απόσταση. Κάτι περισσότερο: ρήξη, χάσμα. Ρήξη μας χωρίζει από τους Έλληνες. Χάσμα χάσκει ανάμεσα σ' εμάς και την Ελλάδα. Ρήξη και χάσμα, όμως, είναι προϋποθέσεις στοχασμού. Γιατί δεν υφίσταται στοχασμός σ' αυτήν την γεωγραφική περιοχή; Η ένωση, η ταύτιση, η ταυτότητα, αποκλείουν τον στοχασμό. Το ίδιο, το ταυτόσημο, είναι άστοχα. Ο στοχασμός προϋποθέτει στόχο. Η ένωση, η ταύτιση, η ταυτότητα, αποκλείουν τον στοχασμό εφόσον θεωρούν τον στόχο δεδομένον και εξασφαλισμένον, κατακτημένον μια για πάντα. Ο στοχασμός όμως εκκινεί από την απώλεια, την απουσία, την έλλειψη. Ο στοχασμός εκκινεί από τη συνείδηση του τίποτε. Είναι ομογάλακτος του μηδενός. Είναι το ίδιον της ετερότητας. Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να κατοικούμε σ' αυτά εδώ τα μέρη. Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να μιλούμε αυτήν τη γλώσσα. Ακούστε το αφασικό παραμιλητό των τηλεπολιτικών. Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να αναφερόμαστε στους Έλληνες. Το πεδίον ωστόσο ανοίγεται μπροστά μας, απέραντο αλλά δύσβατο. Μόνον γυμνούς και ατιτλοφόρητους μπορεί να μας δεχτεί. Ειδάλλως δεν πρόκειται να υπάρξει άλλη φορά πολιτισμός εδώ. Αν μας ενδιαφέρει αυτό. Μπορούμε να συλλάβουμε το μήνυμα; Μπορούμε να συλλάβουμε τον αναγεννησιακό του χαρακτήρα; Τη λυτρωτική του διάσταση; Τη ζωτική του ώθηση; Μπορούμε να καταλάβουμε ότι μόνον αυτό μπορεί να μας βγάλει από τους τάφους; Να διακόψει την αέναη μετακίνησή μας από φέρετρο σε φέρετρο; Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως όχι, δεν μπορούμε. Τι μένει, λοιπόν; Ανθρωποι. Ανθρωποι που γεννιούνται, αρρωσταίνουν, γηράσκουν και πεθαίνουν, μέσα στην τριβή της καθημερινής τύρβης, αλληλοαγαπώμενοι και αλληλοσπαρασσόμενοι. Μαιευτήρια, κρεβατοκάμαρες, νοσοκομεία και νεκροταφεία. Ο αμετάφραστος πόνος. «Εμείς και οι Έλληνες». Το «και», όπως φαντάζομαι ότι κατανοήθηκε, δεν είναι συζευκτικό· δεν συνδέει· αποσυνδέει· διαζευγνύει. Στο θέμα που μας απασχολεί, για να συμβεί ένωση πρέπει να την ποδηγετεί ο χωρισμός· για να λάβει χώρα γάμος, πρέπει να ισχύει διαζύγιο. Με άλλα λόγια, ο μηχανισμός της τραγωδίας. Το ελληνικό ως τρομακτικό. Είναι καιρός, οι κάτοικοι αυτής της γεωγραφικής περιοχής επιτέλους να τρομάξουν γι' αυτό που είναι, γι' αυτό που δεν είναι, και γι' αυτό που δεν θα καταφέρουν ποτέ να είναι.
Η Φευγάδα (του Γιώργου Πρεβεδουράκη)
Ας έβρισκες καλύτερα μια γνησιότερη κοπιά,
Εσύ μετανάστευες- εσύ μεταναστεύεις,
Σε όλα τα έργα πάντοτε εσύ,
Το συρματόπλεγμα πωλείται στο μπόι του καθενός
Γύρω απ' το μίσος του στριφογυρνά
Απαρηγόρητος ο πλανήτης
Και με τους χάρτες του εσύ
Μια στατική, λιμνάζουσα βαρκάδα-
Γιατί οι βιβλιοθήκες είναι γεμάτο σανό;
Φευγάδα εξακολουθείς να πιστεύεις
Πως σου μιλάω για το Περιθώριο;
Θυμήσου το : «Αν δεν σκοτώναμε ημείς τους κουμμουνιστάς, δε θα
υπήρχατε σήμερα εσείς οι ένορκοι και οι δικασταί για αν δικάζετε!»
Δεν έχω καμία διάθεση για πατροκτονία
Θλιμμένος διασχίζω μια γέφυρα- όπως κι εσύ-
Έχεις ιδέα τι πάει να πει Ψυχοστασία;
Φευγάδα τι στον πούτσο; Ζωή είν' αυτή
Φευγάδα δεν ήσουν εκεί
όταν σκυλότρωγα το φυλλοκάρδι του διπλανού μου
ούτε τη μέρα της αποφοίτησης πέρασες να ευχηθείς
Φευγάδα δεν πάω πουθενά – πουθενά- πουθενά
Εδώ....θα φύγω
Φευγάδα όπου και να ελλαδίσω με ταξιδεύει η πληγή
Πες μου, σε παρακαλώ
τι ' ναι προτιμότερο απ' τα δυο;
Να σε κυνηγάνε
Ενώ έχει απαγορευτεί το κυνήγι;
Ή να σε κυνηγάνε
Ενώ επιτρέπεται;
Δυσκολεύομαι να σε φανταστώ με την παγκρεατίτιδά σου
Κι ένα χαμηλό ψάθινο καπέλο
Ν' ασθμαίνεις στης ανηφοριές της Πειραϊκής
Δίπλα στο Παλαιό Κέντρο Βασανιστηρίων
Στον ατελείωτο διάδρομο
Στη σάλα
Όπου συσκέπτονται οι απεγνωσμένοι προγραμματίζοντας
Τον επόμενο συμβιβασμό,
-το καστανό , λυπημένο σου πρόσωπο
Τα δάκρυα του συζυγικού ψυχαναγκασμού
(τι απαρηγόρητες διευθετήσεις, πνιγμένοι λυγμοί,
Χειρόγραφα και πρωινές αγγαρείες- ανάμεσα στ' ασπρόρουχα της γειτονιάς-
Ατέρμονη υποχώρηση-υποταγή – συνθηκολόγηση
Κι εγώ ένα υβρίδιο οικογενειακής σιωπής πάνω στο ετοιμόρροπο βάθρο
των αόρατων φτερών σου στον ακάλυπτο
Μόνο που εσύ δεν θα δεις την πόλη αυτή να τρεκλίζει
Ξεθεωμένη και σκυφτή- μες την οξειδωμένη της μυθολογία-
Μια wannabe Ιερουσαλήμ που παριστάνει την καμπόση
Στους φθισικούς και στους ακρωτηριασμένους
Μοιράζοντας ληγμένο μουρουνόλαδο στα κατηχητικά
Κόρες από μπαγιάτικο πρόσφορο
Στα φιλεύσπλαχνα συσσίτια του δήμου
Ένα πιάτο φακές- ένα γαμημένο πιάτο φακές-
Για κάποια ομορφιά- που ατύχησε- και στον δικό μας αιώνα-
Είπαμε
Δυσκολεύομαι να σε φανταστώ- κάποιος ξέχασε ανοιχτό ένα τηλέφωνο
μες στο μυαλό μου- τα βράδια χτυπάει στη δόνηση και δεν μ' αφήνει
να κοιμηθώ-
Φοράμε τα' αλεξίσφαιρα – και καλά-
Μα η ζωή μάς σημαδεύει στο κεφάλι
Πίσω από τους αριθμούς
Στα σπιτίσια τσιγάρα μας- στα πνιγμένα ποτά μας
Στα εξτραδάκια και στις ανάσες από συντάξεις προγονικές
Στο βραδινό καυγά μας με μια σημαία λευκή καθώς πατάμε πετσέτα
Σ' ετούτη την κατάληξη κάθε παραμυθίας
Κανένας δεν λυτρώθηκε ποτέ από την κυκλικότητα της σιωπής
Ανυπεράσπιστοι- οι μελλοζώντανοι και οι νεκροί-
Ανυπεράσπιστοι- από το μίσος του «μεσαίου πολίτη»-
Παντού και πάντα ανέτοιμη για τον καιρό της ξηρασίας
Σ' ετούτο το ξεκίνημα της νέας παραμυθίας:
Ψωμί – ανία- παιδοκτονία
δεν βρίσκει άσυλο το χαμένο τους σύνθημα Δεν είναι εδώ-----------------------------------------------Πολυτεχνείο. Πάει καιρός , μα ο πόλεμος ανάμεσα στους ανθρώπους δεν λέει να
τελειώσει
Το Κλέφτικο ( του Γιώργου Πρεβεδουράκη)
Είδα τις καλύτερες γενιές του μυαλού μου
διαλυμένες απ' τη φαιδρότερη Λογική
υστερικές, γυμνές και χρεωμένες
να σέρνονται σε βαλκάνιους δρόμους την αυγή γυρεύοντας
τρόπους για να πληρωθεί μια αναγκαία δόση,
ρεμπέτες-άγγελοι που τσάκισαν τη ράχη τους μεταφέροντας πίτσες,
φιλέτα ροφού σβησμένα σε σαμιώτικο, έπιπλα «κάν' το μόνος σου» και είδη
υγιεινής,
που φτωχοί στήθηκαν καπνίζοντας μπροστά από υπερφυσικές οθόνες
μ' έναν τρόμο παράλυτο για τα βιογραφικά τους,
που σκάλισαν μ' έναν ξεκούρδιστο τζουρά
χιτζάζ, ουσάκ, σαμπάχ και πειραιώτικους δρόμους,
αυλακωμένα απομεσήμερα με καύσωνα
μέσα σε τυφλά δυάρια και γρίλιες ασφυκτικές,
που πάρκαραν τα Cherokee τους στα λιθόστρωτα του Ψυρρή
κι έχασαν το σκαλπ τους για μια φυσική ξανθιά –που δεν ήταν φυσική
ξανθιά–
που άκουσαν τον Σωκράτη να ουρλιάζει «Τα Πάγια» με σπασμένες χορδές
απ' τη Συκιά Χαλκιδικής ίσαμε τη Στουτγάρδη,
που εκπόνησαν διδακτορική διατριβή
με θέμα «Ο Υπαρξισμός μετά τον Σαρτρ και το Πρόβλημα της Αναπηρίας στη Νοτιοδυτική Γκάνα» και γύρισαν στην Αθήνα
θωπεύοντας στις ουρές του ΟΑΕΔ το μακρύτερο
μανίκι της μεταμοντερνίλας,
που έψαξαν ανάμεσα στις 7.284 πληγές του Φαραώ
μήπως και βρουν τη δική τους,
που το 'ριξαν στο Ζεν και μπόλιασαν τον Στάλιν
με στούντιο-πιλάτες και γιόγκα-πλαστικές,
που χαιρέτησαν με τρόπους ευγενικούς καθώς αρμόζει στ' αστόπαιδα
το άδειο κρεμασμένο σακάκι στην πλάτη της καρέκλας του Γενικού,
που διπλώθηκαν από τη μοναξιά μέσα σε γυμνά δωμάτια, καίγοντας
τα πτυχία τους στον κάδο ανακύκλωσης κι ακούγοντας το διπλανό
σκυλάδικο μέσ' απ' τον τοίχο,
που ήπιαν νέφτι, χλωρίνη κι έφαγαν κουκούτσια ελιάς τη μέρα της
μετάταξής τους στο 724 ΤΜΧ, στο 482 ΤΔΒ,
στο Κ.Ε.Υ.Π. στο Γ.Ι.Α.Τ.Ι. και στο Μεγάλο
Πεύκο, που τάισαν το τέρας που τους τάιζε δειπνώντας μ' έναν ντεφορμέ θεό,
που χάραξαν στο μπράτσο τους με σκουριασμένο κοπίδι το πρώτο χαδάκι
του έρωτα σε δίωρους γαμηστρώνες art déco,
που βυθίστηκαν στο ζενικό φως των Εξαρχείων, των Άγιων Ανάργυρων και
της Κυψέλης
«Ντυμένοι Επίσημα», στο «Δρόμο προς το Περίπτερο», με «κύριο Κρακ»
«Δέλτα», «Αντίποινα», «Ηλεκτρογραφία», «Μικρές Αγγελίες», Τρίποντο κι Αθλητική Ηχώ,
που μ' ένα Σπίρτο πυρπόλησαν κάποια Πλατεία Ηρώων,
που πληροφορήθηκαν απ' το ραδιόφωνο πως ορίστηκε ΕΔΕ για την ΕΔΕ
που ορίστηκε
για την ΕΔΕ που δεν είχε αποτέλεσμα για την ΕΔΕ που κατέληξε στο
ασφαλές
συμπέρασμα πως πρέπει να οριστεί ΕΔΕ,
που σουλατσάρανε εκστατικοί, άεργοι και φιμωμένοι, μέσα σε πορνοστάσια
αχνά
γράφοντας ύμνους λατρευτικούς για τα μάτια της Άννας Πάβλοβα
διερωτώμενοι «Αν ―Αγαπήθηκε ―Κανείς ―Ποτέ ―Εδώ ―Μέσα;»
που εργάστηκαν προσωρινά σε εταιρείες είσπραξης
ληξιπρόθεσμων οφειλών κι είχαν για καλημέρα τους το «άι γαμήσου»,
που φυλλομέτρησαν ακατανόητα ημερολόγια οικογενειακού
προγραμματισμού
παίζοντας στο χέρι τους τα κλειδιά του γραφείου, πάντα στις λάθος
γειτονιές,
και πάντα τη λάθος ώρα,
που τραγούδησαν το σύνθημα κατά των πολυεθνικών πριν αυτό ξεπουληθεί
σ' ένα σποτάκι διαφημιστικό για καπότες,
που είχαν όνειρα για περιπλάνηση κι απομόνωση, διαλογισμό και μελέτη
κι απέμειναν με όνειρα για περιπλάνηση κι απομόνωση, διαλογισμό και
μελέτη,
που σκάλωσαν στην διάταξη υπ' αριθμόν 117 και συγκεκριμένα στην
παράγραφο 3 κάθετος 66 εδάφιο 34 κι αγνόησαν την άνω τελεία στο
ακροτελεύτιο άρθρο
του προεδρικού διατάγματος 238 ―παρηγορήθηκαν για λίγο στην ερμηνεία
του βουλεύματος 466― μούδιασαν κι αποτρελάθηκαν σε στάση
γραφειοκρατικής αμφισημίας, σκεπτόμενοι: «διάολε!... τελικά ο κόσμος
δεν είναι καθόλου απλός»
που έπαθαν ψύξη-γάγγραινα-ακρωτηριασμό, ηθικολογώντας κάτω απ' το
ορθάνοιχτο παραθυράκι του νόμου,
που κυνήγησαν χρυσαυγίτες που κυνηγούσαν μετανάστες που κυνηγούσαν
αγγέλους.........
σχόλια