Αφιερωμένο σε όλες τις σύντομες, αξέχαστες ζωες
Να περπατάς μονάχος σου στους δρόμους του μυαλού σου, είναι μια εμπειρία όμορφη και τόσο κοντινή, που απορείς πώς δεν περπάτησες πιο πριν, τόσο κοντά και τόσο μέσα στον ίδιο σου τον εαυτό. Και υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που δεν το έχουν κάνει αυτό, που αναρωτιέσαι, αν δεν τους το έφερε η ζωή, ή αν δεν έχουν δρόμο στο μυαλό τους.
Έχεις περπατήσει ποτέ μονάχος σου παραμιλώντας επί ώρες ό,τι σου ‘ρχεται; Καν’ το και θα δεις τον εαυτό σου να ορθώνεται, ν’ αποκτά το μεγαλείο, που όπως φαντάζεσαι αόριστα, έχει ο άνθρωπος.
Θ’ ακούσεις τα συναισθήματά σου να βγαίνουν στον αέρα, να τρέχουν με καταπληκτική ταχύτητα, για να φτάσουν στον ήλιο, στο φεγγάρι, στ’ άστρα. Να φτάσουν ίσως, σε μια ανθρώπινη ύπαρξη που τυχαία ή σκόπιμα σ’ ακούει. Μετά αισθάνεσαι πως θέλεις να πετάξεις ή να ονειρευτείς. Καθαρίζεις αυτή την ουσία που λέγεται φαιά, απ’ τις πευκοβελόνες που παρασύρθηκαν ως εκεί απ’ τον αέρα της ζωής.
Πως ήμουν λοξός σε σχέση με τους άλλους το ΄χα σίγουρο. Το πρόβλημα όμως και το μεγάλο ερώτημα ήταν το εξής:
Να μείνεις αυτό που είσαι ή να μην μείνεις; Να είσαι ο περίεργος ή ο φυσιολογικός τύπος; Σα να λέμε να ζήσεις ή να ψοφήσεις; Είναι όμως και το άλλο. Εντάξει να ζήσεις. Να ζήσεις την ουσία. Ποιος θα σε συντροφέψει όμως; Υπάρχει αυτός; Κι αν υπάρχει θα τον βρεις; Πόσο θα ψάξεις; Μέχρι πότε; Μέχρι να σβήσει η ελπίδα και χάσεις πια το τρένο με τους άλλους, χάσεις δηλαδή ό,τι άρπα-κόλλα δεν ήθελες να πάρεις; Κι αν πεις «Χαλάλι» κι οι άλλοι δε σε δουν ή δε σε καταλάβουν;
Κι όμως! Την ελπίδα δεν θα χάσω, το σύντροφο θα βρω, θα ζήσω την ουσία, θα βρω τον δρόμο τον καινούριο και θα τον περπατήσω. Κι αν’ είναι ο δρόμος ο σωστός, θα με ακολουθήσουν. Και τέλος θα δικαιωθώ. Και τώρα; Τι θα γίνει; Τι θα κάνω; Μπορείς να μου πείς;
Αυτά γύριζαν στο κεφάλι μου σα σβούρα…
Απόσπασμα από το βιβλίο του Μίλτου Πρωτογερέλλη «Αυτά που Πρόλαβα…» εκδόσεις Ύψιλον. Ανακάλυψα το βιβλίο και τον συγγραφέα τυχαία πέρσι το καλοκαίρι όταν ένα απόγευμα καθώς περπατούσα στον δρόμο μπήκα στην αυλή του Μουσείου Εξορίστων για να δω τι συμβαίνει. Αυτό που γινόταν ήταν η ετήσια εκδήλωση που έκαναν οι γονείς της Καίτης και του Μίλτου Πρωτογερελλή στην μνήμη των παιδιών τους. Το Δεκέμβριο του 1987, ένας ταξιτζής, βγαίνοντας αντικανονικά από την Σκιάθου στην Πατησίων, συγκρούστηκε με μια μοτοσικλέτα, τραυμάτισε θανάσιμα τον Μίλτο, 26 χρονών και την αδερφή του Καίτη, 30 χρόνων. Ο πατέρας των παιδιών ανακάλυψε τα κείμενα του Μίλτου στο δωμάτιο του μετά το θάνατο του. Δεν ήξερε ότι έγραφε. Ο Νίκος Ντόκας γράφει στην Ελευθεροτυπία τον Ιούνιο του 1995: « Ο Μίλτος Πρωτογερελλής σκοτώθηκε το Δεκέμβρη του 1987 και ήταν μόλις 26 ετών. Τα περισσότερα από τα κείμενα που φιλοξενούνται σε τούτο τον τόμο γράφτηκαν λίγους μήνες πριν. Είναι κείμενα πρώτης γραφής. Αδούλευτα, που λέμε. Κι όμως στα κείμενα αυτά, που συχνά δίνουν την εντύπωση ημερολογιακών καταχωρίσεων, ο αναγνώστης ανακαλύπτει τον ταλαντούχο συγγραφέα. Γιατί μόνο στην πρώτη γραφή μπορείς να δεις πόσες σπίθες πετάει ταυτόχρονα ένα μυαλό και πόσες από αυτές και πως προφταίνει το χέρι να καταγράψει». Αυτό που μου έμεινε περισσότερο όμως από εκείνο το απόγευμα, πέρα από το βιβλίο που μας χάρισαν, ήταν το κουράγιο αυτών των δυο γονιών. Το πώς ο άνθρωπος βρίσκει την δύναμη να συνεχίσει να ζει ακόμα και αν του έχει συμβεί το χειρότερο: Να χάσει τα δυο μοναδικά παιδιά του.
σχόλια