Η πορεία της ΔΗΜΑΡ τα τελευταία χρόνια αποτελεί ένα σπουδαίο μάθημα πολιτικής. Συγκεκριμένα, αποτελεί ένα μάθημα μη-ηγεσίας. Ένα κόμμα που οι περισσότεροι αντιμετώπιζαν με συμπάθεια, που είχε για αρχηγό τον επί 5ετία δημοφιλέστερο πολιτικό αρχηγό, κατάφερε να μην αδράξει καμία από τις πολλές ευκαιρίες που του δόθηκαν.
Όλη η πορεία της ΔΗΜΑΡ, από τη συμπάθεια στο ρόλο του ρυθμιστή και από εκεί στον εκλογικό όλεθρο, έχει μία κοινή συνισταμένη: Την άρνηση του κόμματος να αναλάβει πρωτοβουλίες. Επί 5 χρόνια αποτέλεσε ένα κόμμα που περίμενε τους πολίτες απλώς να το επιλέξουν, σε ένα τοπίο το οποίο ουδέποτε επιχείρησε να διαμορφώσει.
Η πορεία αυτή αποτυπώθηκε τους τελευταίους μήνες, η αντίληψη όμως που τη διαπερνούσε είχε φανεί από την πρώτη περίοδο μετά την ίδρυσή της.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η ΔΗΜΑΡ αποτελεί μετεξέλιξη σε αυτόνομο κόμμα της «ανανεωτικής τάσης» του ΣΥΡΙΖΑ η οποία ήρθε σε προστριβές με την πλειοψηφία του κόμματος με αφορμή την πιο «ριζοσπαστική» στροφή του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο Αλαβάνου και την πρώιμη περίοδο Τσίπρα, καθώς και τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 2008. Παρά το ότι η «ψυχική» ρήξη είχε ξεκινήσει από τότε, στις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 κατέβηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ και αποχώρησαν με «βελούδινο» διαζύγιο 8 μήνες μετά.
Όταν το ΠΑΣΟΚ υπό το βάρος της οικονομικής του πολιτικής μπήκε σε δημοσκοπική περιδίνηση, η πρώτη επιλογή των παλαιών ψηφοφόρων του ήταν η ΔΗΜΑΡ. Η δημοτικότητα Κουβέλη ήταν στα ύψη και στα μέσα του 2011 υπήρχαν δημοσκοπήσεις που έδειχναν τη ΔΗΜΑΡ να περνάει το ΠΑΣΟΚ και να καταγράφεται δημοσκοπικά στη δεύτερη θέση. Τι έκανε η ΔΗΜΑΡ για να αγκαλιάσει αυτό το κομμάτι ψηφοφόρων; Τίποτα! Με εξαίρεση κάποιες προεκλογικές μεταγραφές στελεχών, δεν πήρε καμία άλλη πρωτοβουλία. Κάτι που αντιθέτως έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, καταφέρνοντας να γίνει εκείνος ο βασικός χώρος υποδοχής των πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη ευκαιρία που χάθηκε για τη ΔΗΜΑΡ.
Παρόλα αυτά, η ΔΗΜΑΡ στις εκλογές του Μαΐου 2012 κατάφερε να συγκεντρώσει ποσοστό 6,1% και 19 βουλευτές που θα μπορούσε να αποδειχθεί απολύτως καθοριστικό. Αν η ΔΗΜΑΡ ήθελε, θα μπορούσε να σχηματιστεί κυβέρνηση από τότε, μαζί με ΝΔ (18,8% και 108 βουλευτές), ΠΑΣΟΚ (13,2% και 41 βουλευτές). Σε μια τέτοια κυβέρνηση μεταξύ 3 κομμάτων με σχετικά ισορροπημένες δυνάμεις, η παρουσία της ΔΗΜΑΡ θα ήταν η απολύτως καθοριστική για τη διαμόρφωση πλειοψηφίας, άρα και απολύτως καθοριστική για την πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθηθεί. Η ΔΗΜΑΡ δεν αντιμετώπισε την πρόσκληση, εκτιμώντας (βάσιμα, είναι η αλήθεια...) ότι δεν μπορούσε πολιτικά να σηκώσει αυτό το βάρος.
Στις επόμενες εκλογές η ΔΗΜΑΡ διατήρησε σταθερά τα ποσοστά της. Το αξιοσημείωτο εκείνης της εκλογής είναι ότι οι ψηφοφόροι της ΔΗΜΑΡ μεταξύ των δύο εκλογών άλλαξαν κατά σχεδόν 50%, κάτι που δείχνει ότι δεν είχε ποτέ δικό της εκλογικό κοινό, αλλά αποτέλεσε μια συγκυριακή επιλογή.
Εν τέλει η ΔΗΜΑΡ μπήκε στην Κυβέρνηση, καθώς η κόπωση από τις πολλαπλές εκλογές και την πολύμηνη αστάθεια καθιστούσε τη συμμετοχή της σχεδόν επιβεβλημένη. Μόνο που η συμμετοχή της δεν ήταν πλέον τόσο καθοριστική, καθώς οι εσωτερικοί συσχετισμοί είχαν αλλάξει θεαματικά υπέρ της ΝΔ η οποία σε 40 ημέρες αύξησε τα ποσοστά της σχεδόν 11%. Τι πέτυχε λοιπόν η ΔΗΜΑΡ; Μπήκε στην Κυβέρνηση τον Ιούνιο, με τα ίδια κόμματα που μπορούσε να μπει και από τον Μάιο, έχοντας όμως πλέον πολύ μικρότερες δυνατότητες παρέμβασης στις πολιτικές αποφάσεις και έχοντας ήδη συμβάλλει στην δημιουργία ενός νέου δικομματισμού. Με απλά λόγια, κατάφερε το αντίθετο από αυτά που θα έπρεπε να επιδιώκει ένα κόμμα με τα δικά της χαρακτηριστικά!
Ως κυβερνητικός εταίρος, με τις συνθήκες που είχαν πλέον διαμορφωθεί, η αλήθεια είναι ότι η ΔΗΜΑΡ δεν μπορούσε να κάνει πάρα πολλά πράγματα. Ωστόσο, οι αντιφάσεις της να ψηφίζει «παρών» σε κρίσιμα νομοσχέδια (π.χ. μεσοπρόθεσμο) και «υπέρ» στα εφαρμοστικά μέτρα ή στους προϋπολογισμούς που στηρίζονταν σε αυτά, δημιουργούσε σύγχυση στους ψηφοφόρους και εκνευρισμό τους εταίρους της, που τη θεωρούσαν τον «τσάμπα μάγκα» της Κυβέρνησης. Επίσης – με εξαίρεση το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, που το προσπάθησε αλλά δεν της βγήκε – ούτε κεντρικά, ούτε μέσω των υπουργών της κατάφερε να περάσει κάποιο διακριτό στίγμα. Έδινε την αίσθηση ότι αντί να διεκδικεί μερίδιο συμμετοχής στις αποφάσεις, προσπαθούσε απλώς να αποφεύγει το κόστος τους.
Μετά την αποχώρησή της από την κυβέρνηση με αφορμή το κλείσιμο της ΕΡΤ, η στάση της εξακολούθησε να είναι επαμφοτερίζουσα. Καταψήφιζε τον προϋπολογισμό, αλλά δεν υπερψήφιζε την πρόταση μομφής. Υπερψήφιζε τα «εύκολα» νομοσχέδια, καταψήφιζε τα «δύσκολα». Προσπαθούσε διαρκώς να ισορροπήσει ανάμεσα σε πολλές βάρκες, σε μια ταραγμένη θάλασσα.
Μολονότι όλες οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου χρόνου έδειχναν μια έντονα πτωτική πορεία και παρά το γεγονός ότι στο χώρο της Κεντροαριστεράς υπήρχε έντονη κινητικότητα, η ΔΗΜΑΡ δεν συμμετείχε σε καμία από τις διεργασίες που έγιναν, μένοντας περιχαρακωμένη σε έναν κομματικό μηχανισμό ο οποίος ποτέ δεν κατάλαβε ποιοι και γιατί την ψήφισαν.
Γύρισε την πλάτη στους «58», γύρισε την πλάτη στην «Ελιά» και παράλληλα δεν έλαβε καμία αντίστοιχη δική της πρωτοβουλία, πλην της συνεργασίας με κάποια πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ, μικρής, όπως απεδείχθη, εκλογικής επιρροής.
Προτίμησε αντί να αποτελέσει μέρος της λύσης, να αποτελέσει μέρος ενός κατακερματισμένου τοπίου, ελπίζοντας ότι, όπως και τον Ιούνιο 2012, θα πάρει τους ψηφοφόρους που θα απορρίψουν τα υπόλοιπα κόμματα.
Το νόημα αυτής της «ανασκόπησης» δεν είναι να δούμε τα λάθη της ΔΗΜΑΡ για να της ασκηθεί μια εκ των υστέρων κριτική, αλλά για να αντληθούν κάποια πολιτικά διδάγματα ευρύτερης αξίας.
Πρώτον, ότι η «συμπάθεια» ως πολιτικός δείκτης είναι «σοφτ» μέγεθος. Το «κάλλιο πλούσιος και υγιής, παρά φτωχός και άρρωστος» δεν είναι πολιτική πρόταση. Δεν σε πάει μακριά, ειδικά σε μια χώρα σε κρίση, που πρέπει διαρκώς να απαντάς σε δύσκολα διλήμματα.
Δεύτερον, στη σημερινή Ελλάδα δεν έχεις την πολυτέλεια να ασχολείσαι με τον (όποιο) πολιτικό «χώρο», αλλά μόνο με τη χώρα. Όλες οι κομματικές ταυτίσεις αποδυναμωθεί, εξ’ου και οι ραγδαίες μετακινήσεις ψηφοφόρων. Σε ένα αυξανόμενα πολωτικό τοπίο, τα μικρά κόμματα οφείλουν να διεκδικούν ζωτικό χώρο μέσα από πρωτοβουλίες και αρπάζοντας από τα μαλλιά τις λίγες ευκαιρίες που έχουν. Όχι χορεύοντας στο ρυθμό των μεγάλων.
Το θέσφατο είναι παλιό: Στην πολιτική κερδίζει όποιος παίρνει πρωτοβουλίες. Ακόμα και όταν θες να ισορροπήσεις πάνω σε πολλές βάρκες, πρέπει να το κάνεις επιθετικά, ψυχρά και χωρίς βολονταριστικές εμμονές. Αλλιώς χρησιμεύεις όχι ως κόμμα, αλλά ως παράδειγμα προς αποφυγή.
σχόλια