Από τον Νικόλα - Νταμόν Παπαδημητρίου
«Λέτε ότι οι γυναίκες έχουν λίγη κατανόηση
Για αυτό δεν σας παρακολουθούν
Αλλά η Μιχρί, η οποία προσεύχεται για σας
Διευκρινίζει
Και έξυπνοι και ώριμοι άνθρωποι το επιβεβαιώνουν:
Μια γυναίκα με ταλέντο είναι καλύτερη από χίλιους ατάλαντους άντρες
Μια γυναίκα με κατανόηση είναι καλύτερη από χίλιους χαζούς άντρες»
Οι παραπάνω στίχοι ανήκουν στην πρώτη Οθωμανή ποιήτρια που συνέθεσε το λογοτεχνικό της έργο στην τουρκική γλώσσα. Η Μιχρί Χατούν γεννήθηκε γύρω στο 1460 και πέθανε το 1506. Ήταν κόρη του καδή (δικαστής ισλαμικού δικαστηρίου) της Αμάσειας και πολλοί άντρες της οικογένειάς της ήταν θεολόγοι και δερβίσηδες. Διέθετε τη δυνατότητα πρόσβασης στον λογοτεχνικό κύκλο της πόλης και γρήγορα το ποιητικό της ταλέντο και το απαράμιλλο πνεύμα της εκτιμήθηκαν από τον πρίγκιπα Αχμέτ, υιό του σουλτάνου Μπεγιαζήτ Β΄.
Η ίδια αναφέρει πως οι άντρες συναδελφοί της δεν την προσέγγιζαν με σοβαρότητα, δυσανασχετούσαν με την παρουσία της στην αυλή του πρίγκιπα Αχμέτ αναγκαζοντάς την να υπερασπισθεί με μαχητική ορμή τα γυναικεία δικαιώματα. Παρά τα ανυπέρβλητα εμπόδια κατάφερε να καθιερωθεί. Η επικράτησή της είναι εμφανής από τους καταλόγους των λογοτεχνών που ο σουλτάνος τιμούσε με δώρα μιας και αναφέρεται το όνομά της σε αυτούς. Η ποιητική της συλλογή (ντιβάν) έχει διασωθεί έως τις μέρες μας. Δεν είναι μια απλή υπόθεση γιατί η διάσωση στο πέρασμα του χρόνου προϋπέθετε τη συνεχή διάσωση των κειμένων από γενιά σε γενιά. Η αλυσιδωτή αυτή επιβίωση των ποιημάτων της Μιχρί Χατούν πρακτικώς σήμαινε πως οι μεταγενέστερες γενιές εκτιμούσαν το ποιητικό της έργο, εντρύφησαν σε αυτό και μας το κληροδότησαν.
Την διαδέχθηκαν και άλλες ποιήτριες όπως η Χουμπί Χατούν και η Φιτνάτ που επικράτησε με το όνομα Ζουμπεϊντέ. Στις επώνυμες πρέπει να προστεθούν και οι ανώνυμες ποιήτριες, θύματα ενός πατριαρχικού πολιτισμού που προσπάθησε να εξαφανίσει από τη συλλογική συνείδηση τις δραστηριότητες και επιδόσεις των γυναικών. Ας ανατρέξουμε λοιπόν όσο πιο περιεκτικά μπορούμε, στη ζωή των Οθωμανών γυναικών.
Οι Οθωμανές ήταν οι γυναίκες υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1299 – 1923), μουσουλμάνες και μη μουσουλμάνες. Η μελέτη του ρόλου της γυναίκας στο Οθωμανικό κράτος ξεκίνησε στην οθωμανική ιστοριογραφία από το 1970 και ύστερα. Οι κύριες πηγές μας είναι οι κατάλογοι που έχουν συνταχθεί από τους γραφείς των δικαστηρίων, προσωπικές επιστολές, ημερολόγια, έγγραφα σχετικά με τη λειτουργία του νοικοκυριού και λογοτεχνικά έργα. Αντλήσαμε γνώσεις σχετικά με το οικογενειακό δίκαιο, το συζυγικό καθεστώς, τα διαζύγια, τη θέση του έρωτα στη ζωή των γυναικών και πως αυτός καθόριζε τη σχέση των δύο φύλων, την κοινωνικότητα των γυναικών, το κόσμημα και την ενδυμασία, την απασχόληση, την πρόσβαση στις τέχνες, τον ρόλο στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής αλλά και καθορισμού μεγάλων αποφάσεων για το μέλλον της αυτοκρατορίας και τέλος τη φεμινιστική αφύπνιση της οθωμανής γυναίκας προς τα τέλη του 19ου αι..
Οι Οθωμανές θεωρούνταν νομικά υποκείμενα και μπορούσαν να διατυπώσουν κατηγορίες στον καδή για την αδικία που υπέστησαν και φυσικά να κατηγορηθούν και οι ίδιες. Ωστόσο ενώπιον του δικαστή αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσκολίες καθώς τα αντρικά μέλη της οικογένειας ασκούσαν πιέσεις και το θρησκευτικό δίκαιο περιόριζε σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητά τους να παρουσιάζονται ως μάρτυρες. Γνωρίζουμε την περίπτωση μια χριστιανής από την Καισάρεια γύρω στα μέσα του 18ου αι.. Η γυναίκα αυτή ήθελε να τιμωρηθεί ο γαμπρός της που είχε δολοφονήσει την κόρη της και να διευθετηθεί μια διαφορά που είχαν μεταξύ τους σχετικά με την απόκτηση πολύτιμων αντικειμένων. Η κατήγορος έφτασε μέχρι την Κωνσταντινούπολη για να υπερασπισθεί το δίκιο της. Επίσης μαθαίνουμε για μια μουσουλμάνα που κατάγεται από μια οικογένεια προυχόντων της κεντρικής Μικράς Ασίας. Ο σύζυγός της είχε συλληφθεί ως ένοχος για μια σκοτεινή υπόθεση και η ίδια συνέβαλε καταλυτικά στην απελευθέρωσή του. Επομένως υπήρχαν δυναμικές γυναίκες που κατάφερναν να υπερκεράσουν τα εμπόδια.
Ο γάμος ήταν καθιερωμένος θεσμός και πολύ δύσκολα μια Οθωμανή παρέμενε ανύπαντρη σε όλη της τη ζωή. Οι γάμοι κανονίζονταν από τους γονείς του ζευγαριού. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις γυναικών που παντρεύτηκαν με προξενιό ως ανήλικες αλλά μετέπειτα στην ενήλικη ζωή τους ζήτησαν διαζύγιο. Επίσης το ισλαμικό δίκαιο αναγνώριζε τη δυνατότητα ενός μουσουλμάνου να νυμφευθεί μία μη μουσουλμάνα σε αντίθεση με τις μουσουλμάνες που δεν μπορούσαν να παντρευτούν μη μουσουλμάνο. Στην πρώτη εκδοχή τα παιδιά ασπάζονταν τη θρησκεία του πατέρα τους, το Ισλάμ.
Τα διαζύγια ήταν διαδεδομένο φαινόμενο. Αν ο σύζυγος ζητούσε διαζύγιο, τότε θα έπρεπε να καταβάλει το χρηματικό ποσό που είχε εισπράξει ως προίκα και μια διατροφή τριών μηνών ενώ αν η πρωτοβουλία ανήκε στη σύζυγο, το λιγότερο θα έπρεπε να παραιτηθεί των οικονομικών της αιτημάτων από τον σύζυγο.
Αν και οι άντρες μπορούσαν να νυμφευθούν μέχρι και τέσσερις γυναίκες, η πολυγαμία δεν ήταν δημοφιλής. Παρά τα ελλιπή στοιχεία λόγω ημιτελών απογραφών πληθυσμού, από τα πρωτόκολλα διάφορων υποθέσεων κληρονομιάς διακρίνουμε πως η πολυγαμία εφαρμοζόταν περιορισμένα. Στις αρχές του 18 αι., η σύζυγος του Βρετανού Πρέσβη, Λαίδη Μαίρη Μόνταγκιου, παρατήρησε πως στα ανώτερα αστικά στρώματα της Κωνσταντινούπολης η πολυγαμία αντιμετωπιζόταν αρνητικά. Η Λαίδη αναφέρεται σε μια Οθωμανή φίλη της ο σύζυγός της οποίας απέκτησε και δεύτερη σύζυγο. Η γυναίκα αυτή θεώρησε τον άντρα της κατώτερης ηθικής και του απαγόρεψε να ξαναμπεί στη κάμαρά της.
Η Λαίδη Μόνταγκιου είναι αρωγός και στο κεφάλαιο του έρωτα στους Οθωμανούς. Αντλεί και καταγράφει λεπτομερή χαρακτηριστικά όπως τα ερωτικά σύμβολα. Ο μυστικισμός της Ανατολής ευδοκιμεί και στις σχέσεις των δύο φύλων. Τα ζευγάρια επικοινωνούν μέσω μικρών αντικειμένων που κρύβουν σε σακουλάκια και το καθένα διατηρεί τον συμβολισμό του. Δυό ρώγες σταφυλιών είναι τα μάτια της αγαπημένης, ένα μικρό μαργαριτάρι σημαίνει «Είσαι το μαργαριτάρι ανάμεσα σε όλες τις όμορφες», μια τρίχα «Είσαι η κορώνα στο κεφάλι μου», μια χρυσή κλωστή «Πεθαίνω, έλα σύντομα». Συμπληρωματικά στους ερωτικούς συμβολισμούς λειτουργούν οι ερωτικές επιστολές των ζευγαριών όπως του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς με τη σουλτάνα Χουρέμ.
Οι Οθωμανές των πόλεων συναντιούνταν στα σπίτια και στα λουτρά (χαμάμ). Η σημασία των επισκέψεων στα λουτρά σημειώνεται από τα αξεσουάρ που έπαιρναν οι εύπορες γυναίκες μαζί τους όπως και από τη συνοδεία κάποιας υπηρέτριας που μετέφερε όλα τα χρηστικά αντικείμενα. Στα είδη του μπάνιου ανήκαν κεντημένες πετσέτες και ψηλά, ξύλινα τσόκαρα συχνά σκαλισμένα και διακοσμημένα ακόμη και με ένθετο φίλντισι, για να περπατούν στο βρεγμένο μάρμαρο του χαμάμ χωρίς να βρέχουν τα πόδια τους.
Η κοινωνική συνύπαρξη εκτεινόταν και σε εξορμήσεις στην εξοχή. Οι Οθωμανές πήγαιναν για πικ νικ, προσκύνημα σε τάφους αγίων και επισκέψεις σε θερινές εξοχικές κατοικίες. Τα περισσότερα των εξοχικών βρίσκονταν κοντά στις όχθες του Βοσπόρου και οι επισκέψεις συνοδεύονταν και από νοικοκυρικές εργασίες όπως στέγνωμα φρούτων και λαχανικών στον ήλιο για να παρασκευάσουν μαρμελάδες ή τουρσί για το χειμώνα.
Η Λαίδη Μόνταγκιου είχε εντυπωσιαστεί από τη λάμψη και την αξία των διαμαντιών που φόραγαν οι Οθωμανές της άρχουσας τάξης. Τα κατάστιχα κληρονομιάς μας προσφέρουν πλήθος στοιχείων για τα κοσμήματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Οθωμανές δεν προτιμούσαν τα δαχτυλίδια αλλά είχαν μεγάλη αδυναμία στα σκουλαρίκια που ήταν χρυσά ή ασημένια ενώ οι πλουσιότερες γυναίκες φορούσαν σκουλαρίκια με μαργαριτάρια από το Μπαχρέιν. Οι υφασμάτινες ζώνες συγκρατούνταν από επάργυρες ή επίχρυσες πόρπες, τα περιδέραια ήταν σπάνια ενώ δεν διαθέτουμε καθόλου στοιχεία για την ύπαρξη κοσμημάτων κεφαλής. Σε πολλά κοσμήματα καθημερινής χρήσης διακρίνουμε μοτίβα πρώιμων βυζαντινών κομματιών που φαίνεται ότι μεταβιβάστηκαν από γενιά σε γενιά. Επίσης τα κοσμήματα είχαν πολύτιμη επενδυτική αξία. Στις νύφες δώριζαν κοσμήματα, κατά κύριο λόγο βραχιόλια, τα οποία σε περίπτωση ανάγκης πωλούνταν και εξασφάλιζαν χρήματα. Ακόμη και οι Οθωμανές πριγκίπισσες χρησιμοποιούσαν τα κοσμήματα ως επένδυση και τα έλιωναν ανάλογα των αναγκών.
Η κοινωνική θέση της Οθωμανής αναγνωριζόταν από την ενδυμασία της. Το 1564 εκδόθηκε ένα διάταγμα που προέβλεπε ότι οι μη μουσουλμάνες έπρεπε να φορούν φούστες από μαλλί αγκορά ή από ένα μεταξωτό ανάμικτο με βαμβάκι, το κουτνού. Για τις μουσουλμάνες ίσχυε ο κανόνας ότι η ενδυμασία σε δημόσιους χώρους έπρεπε να τις καθιστά τόσο σεμνές ώστε να είναι αόρατες. Συγκεκριμένα τον 18ο αι. μια σειρά διαταγμάτων περιόριζε σημαντικά τις ελάχιστες δυνατότητες των γυναικών να κινούνται σε δρόμους και πλατείες.
Σε αντίθεση με τις Οθωμανές των φτωχών κοινωνικών στρωμάτων, για την ενδυμασία των ευκατάστατων γυναικών ξέρουμε αρκετές λεπτομέρειες. Φορούσαν ένα μεταξωτό ή βαμβακερό πουκάμισο (γκιομλέκ) και ένα φαρδύ παντελόνι που συγκρατούσαν στη μέση με μια υφασμάτινη ζώνη. Υπήρχαν και ζώνες, κεντημένες με ασημένια ή χρυσά νήματα. Επάνω από το πουκάμισο και το παντελόνι φόραγαν ένα βελούδινο ή μεταξωτό φόρεμα, το ενταρί. Το κάλυμμα του κεφαλιού ήταν υποχρεωτικό. Στερέωναν κεντημένα πέπλα με καρφίτσες σε ένα φέσι ή καλπάκι. Επομένως διέφερε κατά πολύ από το μονοκόμματο τσαντόρ των Ιρανών γυναικών της εποχής ή από το πέπλο των γυναικών της Αραβικής Χερσονήσου. Σε εξωτερικούς χώρους συμπλήρωναν την αμφίεση με φαρδιά παλτά με μεγάλες τσέπες και μανίκια, γνωστά ως φερατζέ. Τέλος κάλυπταν το πρόσωπο με μαντίλια που στερεώνονταν στην κορυφή του κεφαλιού αφήνοντας ακάλυπτα μόνο τα μάτια.
Οι μη μουσουλμάνες ανάλογα με την περιοχή ντύνονταν και διαφορετικά. Στην πλειοψηφία τους δεν κάλυπταν το πρόσωπο αλλά οι Αρμένισσες στην ανατολική Μικρά Ασία και τον Καύκασο ήταν εξίσου καλυμμένες με τις μουσουλμάνες. Στην Αθήνα οι ανύπαντρες ήταν καλυμμένες και οι παντρεμένες ακάλυπτες.
Το οθωμανικό φορολογικό δίκαιο αναγνώριζε ως ξεχωριστή κατηγορία τη γυναίκα που συντηρούσε μόνη της ως χήρα το νοικοκυριό του πεθαμένου συζύγου. Σε περίπτωση χηρείας η γυναίκα έπαιρνε μικρό τμήμα της κληρονομιάς γιατί το μεγαλύτερο περιερχόταν στα τέκνα. Ο σύζυγος κατά τη διάρκεια του γάμου έπρεπε να της υποσχεθεί ένα χρηματικό ποσό που μετά τον θάνατό του θεωρούνταν ως χρέος που είχε καταβληθεί προκαταβολικά και θα έπρεπε να συμψηφιστεί πριν μοιραστεί η κληρονομιά. Ο προνοητικός σύζυγος ή πατέρας έκανε δωρεές στη σύζυγο ή κόρη ή της ανέθετε τη διαχείριση κάποιου οικογενειακού κληροδοτήματος από το οποίο αργότερα θα είχε ένα εγγυημένο εισόδημα. Ωστόσο συχνά το εισόδημα δεν επαρκούσε για να καλυφθούν οι ανάγκες και πολλές χήρες αναγκάζονταν να κάνουν δεύτερο γάμο.
Οι δυνατότητες των γυναικών να εργαστούν ήταν πολύ περιορισμένες. Μπορούσαν να επενδύσουν ένα χρηματικό ποσό ως αφανείς εταίροι μέσω εμπορικών συμφωνητικών σε κάποιον ταξιδεύοντα έμπορο ή να ασχοληθούν με το μικρεμπόριο προμηθεύοντας υφάσματα, κεντήματα, κοσμήματα τις πλουσιότερες γυναίκες, ακόμη και να αποκαλύψουν μυστικά και πληροφορίες. Οι γυναίκες που δεν είχαν χρήματα για μικροεπενδύσεις απασχολούνταν αναγκαστικά σε χειρονακτικές εργασίες. Διέθεταν αργαλειούς στα σπίτια τους και ύφαιναν υφάσματα για κάποιον έμπορο έναντι αμοιβής. (Σταδιακά οι γυναίκες μονοπώλησαν στον τομέα της υφαντουργίας. Το 1880 στην πόλη Ουσάκ της δυτικής Μικράς Ασίας εργάζονταν 3.000 γυναίκες και 500 κορίτσια στα υφαντουργεία και ταπητουργεία της πόλης. Το 1900 ο αριθμός τους είχε ανέλθει στις 6.000 εργαζόμενες). Αντίστοιχα στις αγροτικές περιοχές ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Οι Οθωμανές κατείχαν τίτλους ιδιοκτησίας ακίνητης περιουσίας και διαχειρίζονταν τις περιουσίες αυτοβούλως. Πέραν αυτού υπήρξαν και ιδρύτριες ευαγών ιδρυμάτων, των λεγόμενων βακουφιών. Στα μέσα του 16ου αι., το 37% των δωρητών στην Κωνσταντινούπολη ήταν γυναίκες. Οι περισσότερες αφιέρωναν μικρές δωρεές όπως χρήματα, έπιπλα, χαλιά, πολυέλαιους ή μικρά οικήματα σε κάποιο υπάρχον τέμενος. Συγχρόνως οι γυναίκες της σουλτανικής οικογένειας και της άρχουσας τάξης χρηματοδοτούσαν μεγάλα έργα όπως συμπλέγματα τεμενών, κρήνες, καραβάν σαράι, τελωνειακούς σταθμούς και άλλα κτίσματα. Χαρακτηριστικό είναι το σύμπλεγμα Haseki Hürrem Külliye που κατασκεύασε η σουλτάνα Χουρέμ και περιελάμβανε ένα τέμενος, μερικά σχολεία, ένα μαγειρείο, και ένα χαμάμ. Στο ίδιο πνεύμα η κόρη της Χουρέμ, Μιχριμάχ ανέθεσε στον ξακουστό αρχιτέκτονα Μιμάρ Σινάν την ανέγερση ενός τεμένους στο Üsküdar (Σκούταρι) της Κωνσταντινούπολης. Μεταγενέστερα είναι τα τεμένη από τις δωρεές της Σεπσεφά Καντίν και της σουλτάνας Ζεϊνέπ. Τα θερινά παλάτια στις όχθες του Βοσπόρου που αποτελούσαν μια ευχάριστη διέξοδο από το περιφρουρημένο χαρέμι του Τοπ Καπί ήταν και αυτά μέρος της οικοδομικής δραστηριότητας των πριγκιπισσών.
Η μεταρρυθμιστική περίοδος του Τανζιμάτ (1839 – 1876) σηματοδότησε αλλαγές στη θέση της Οθωμανής γυναίκας. Η σουλτανική αρχή ξεκίνησε κάποια δειλά βήματα εκδυτικισμού που αποτελούν προοίμιο των κεμαλικών μεταρρυθμίσεων. Το 1858 άνοιξε το πρώτο σχολείο αποκλειστικά για κορίτσια, το 1869 θεσπίστηκε νόμος για την υποχρεωτική εκπαίδευση αγοριών και κοριτσιών και τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε το πρώτο γυναικείο περιοδικό για μουσουλμάνες ως ένθετο φύλλο σε μεγάλη εφημερίδα, το Terakki – i Mukadderat (Σημειώσεις Προόδου). Τον επόμενο χρόνο εγκαινιάστηκε η λειτουργία της πρώτης παιδαγωγικής ακαδημίας για δασκάλες στελεχώνοντας τις τάξεις των κοριτσιών τα επόμενα χρόνια με 700 δασκάλες.
Μεταξύ του 1869 και 1927 κυκλοφόρησαν 38 γυναικεία περιοδικά διαμορφώνοντας νέες ζυμώσεις στην κοινή γνώμη. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν και τα Ρωμαίικα γυναικεία περιοδικά Κυψέλη (εκδ. 1845), Ευρυδίκη (εκδ. 1870) και Βόσπορις (εκδ. 1899).
Η Φατμά Αλιγιέ, κόρη του Μεγάλου Βεζύρη Αχμέτ Τζεβντέτ Πασά εξέδωσε το πρώτο έργο υπεράσπισης των γυναικείων δικαιωμάτων, το Nisvan i Islam, το 1891. Οι κύκλοι των διανοουμένων ενέταξαν στις συζητήσεις τους τη θέση της γυναίκας αναγνωρίζοντας την ανωτερότητα των δυτικών κοινωνιών στο ζήτημα αυτό. Η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου, γνωστή ως «Οι Νεότουρκοι», δήλωσε την επιτακτική ανάγκη απελευθέρωσης των οθωμανών γυναικών από τα δεσμά της οπισθοδρομικής παράδοσης. Οι Οθωμανές άρχισαν να δίνουν το παρόν στα εστιατόρια, τα σαλόνια και τα θέατρα ενώ έσπασαν το μονοπώλιο των Αρμενισσών ηθοποιών στη θεατρική σκηνή. Γυναίκες όπως η Χαλιντέ Εντίπ Αντιβάρ και η Νακλιέ Ελγκούν πρωτοστάτησαν στη λογοτεχνική παραγωγή και τον επονομαζόμενο τουρκικό απελευθερωτικό αγώνα που για τον Ελληνισμό είναι η Μικρασιατική Καταστροφή. Η Αντιβάρ ως σύμβολο φεμινισμού υπερασπίστηκε τη θέση της γυναίκας, έγραψε εθνικιστικά μυθιστορήματα, πολέμησε στο πλευρό του Ατατούρκ ως λοχαγός και υπηρέτησε ως μέλος της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης στα μετέπειτα χρόνια της κοσμικής Τουρκικής Δημοκρατίας.
Οι Οθωμανές μετάγγισαν την δική τους αισθητική παραγωγή, τα έθιμα και ήθη τους, τον προφορικό και γραπτό τους λογοτεχνικό λόγο αλλά δεν γλίτωσαν από τις οριενταλιστικές απεικονίσεις Ευρωπαίων ζωγράφων και το φαντασιακό των λογοτεχνών της Δύσης.
Εκτός από λάγνα κορμιά που δυναμίτιζαν τον ερωτικό πόθο, φαίνεται πως υπήρξαν απλές καθημερινές γυναίκες με τις αδυναμίες, τους φόβους, τα συμπλέγματα, τον δυναμισμό, τα πάθη, τις αναζητήσεις, τους προβληματισμούς και τις ικανότητες που φέρουν όλες οι γυναίκες ανά τον κόσμο. Εκτός των Ευρωπαίων οριενταλιστών υπονομευτικό ρόλο για τις Οθωμανές διαδραμάτισε η ίδια η πατριαρχική κοινωνία στην οποία ανήκαν, στερώντας τους βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και εποπτεύοντας ασφυκτικά όσες τόλμησαν και κατάφεραν ''να διαφύγουν'' όπως η ποιήτρια Μιχρί Χατούν.
Βιβλιογραφία
1) Artan, Tülay, Architecture as a Theatre of Life: Profile of the eighteenth century Bosporus, Massachusetts Institute of Technology, Cambridge MA, 1988.
2) Faroqui, Suraiya, Textile Production in Rumeli and the Arab Provinces: Geographical Distribution and Internal Trade (1560 – 1650), Osmanlı Araştırmaları, 1980.
3) İnalcık, Halil, The Ottoman Empire, the Classical Age 1300 – 1600, Weidenfeld & Nicholson, London, 1973.
4) Jennings, Ronald C., Women in Early 17th Century Ottoman Juridicial Records – The Sharia Court of Anatolian Kayseri, Journal of the Economic and Social History of the Orient, 1975.
5) Mackenzie, Mollie, Turkish Athens, The Forgotten Centuries 1456 – 1832, Ithaca Press, Reading, 1992.
6) Montagu, Lady Mary Wortley, Turkish Embassy Letters, William Pickering & Chatto, London, 1993.
7) Faroqui, Suraiya, Κουλτούρα και Καθημερινή Ζωή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Από τον Μεσαίωνα ως τις αρχές του 20ου αι., Εξάντας, Αθήνα, 2000.
σχόλια