ΕΙΧΑ ΒΓΑΛΕΙ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ για την Παρασκευή. Η συναυλία, ως γνωστόν, ήταν sold out από καιρό, μπήκε και δεύτερη μέρα, sold out κι αυτή, στο τέλος άλλαξε κι ο χώρος, απ’ την Κωνσταντινουπόλεως στην Πέτρου Ράλλη, να μας χωρέσει όλους.
Η παρέα είναι ήδη εκεί κι εγώ, αργοπορημένος, περπατάω την αγριευτικά έρημη λεωφόρο, με τα οχήματα να τρέχουν ιλιγγιωδώς και τα αόρατα σκυλιά να αλυχτούν κάπως απειλητικά. Δεν περίμενα ότι θα ’ταν τόσο μακριά. Στον δρόμο βλέπω απλωμένη μια μπουγάδα πάνω στη νησίδα, κι απ’ την άλλη μεριά τσιγγάνικα παραπήγματα. Ωραία εικόνα, σκέφτομαι. Μακάρι να την πρόσεξε κι ο Παντελής, να τη χώσει σε κάνα στίχο.
Καταλαβαίνω ότι έφτασα στον προορισμό μου όταν βλέπω τη μαρκίζα με τη φωτογραφία του και τη λεζάντα «Τα Παιδιά της Παλαιότητας». Τόσο λαϊκή μαρκίζα, που σαράντα χρόνια πριν θα μπορούσε να ’γραφε «Τα Παιδιά από την Πάτρα».
Ο Παντελής, σε μια ηλικιακή αιώρηση, είναι ίσως η μοναδική περίπτωση Έλληνα δημιουργού που κατόρθωσε να μιλήσει σε μια γενιά και στην αμέσως επόμενή της, με εντελώς διαφορετικό έργο, με διαφορετικό σχήμα, και χωρίς να παλέψει καθόλου γι’ αυτό, χωρίς να το προκαλέσει.
Μπαίνοντας στο μαγαζί, βεβαιώνομαι γι’ αυτό που υποψιαζόμουν: έχω ξανάρθει εδώ, κάπου στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, για τη Φιλιώ Πυργάκη. Τώρα λείπουν τα τραπεζοκαθίσματα και ο χώρος έγινε συναυλιακός.

Ξεκινάει το πρόγραμμα. Η ορχήστρα στη θέση της, στον τοίχο πίσω της γίνεται προβολή βίντεο, ο Παντελής βγαίνει μ’ ένα σχεδόν ιερατικό ένδυμα, σαν προφήτης κάποιας αίρεσης, μα σύντομα παύω να παρατηρώ οτιδήποτε απ’ όλ’ αυτά. Το αυτί μου είναι στα τραγούδια, τα μάτια μου όμως στο κοινό. Λες κι ήμασταν δύο διαφορετικά κοινά εκεί μέσα, σαφώς διακριτά. «Οι γέροι χωριστά, οι νέοι άλλο πράμα», που έλεγε κι ο παλιός Σαββόπουλος.
Σκέφτομαι ξαφνικά κάτι παράξενες εξισώσεις: παλιός ίσον νέος, καινούργιος ίσον γέρος. Χρήσιμη σκέψη για όσα ακολουθούν. Μπροστά στη σκηνή λοιπόν ένα τσούρμο παιδιά, σε παροξυσμό. Τραγουδάνε, χορεύουν, διασκεδάζουν, κάνουν και παραγγελιές. Ο Παντελής αφήνεται κάθε τόσο στα δυνατά τους μπράτσα και τον περιφέρουν σαν Επιτάφιο − άραγε γι’ αυτό και η Χριστίνα, η τσελίστρια, φοράει το άνθινο στέμμα της;
Περιμετρικά του κοινού αυτού έχει πάρει θέση το άλλο κοινό, στο οποίο ανήκω κι εγώ. Σαραντάρηδες και πενηντάρηδες, «του ’78 οι εκδρομείς», κουρασμένοι απ’ τη δουλειά − Παρασκευή γαρ−, κουρασμένοι απ’ τη ζωή, στεκόμαστε κάπως αμέτοχοι κι αμήχανοι, δίπλα στο γλέντι μα έξω απ’ αυτό. Πριν από είκοσι χρόνια τρέχαμε κι εμείς αλαφιασμένοι στους Κόρε.Ύδρο. Τώρα συνεχίζουμε ν’ αγαπάμε τον Παντελή στο διάδοχο σχήμα, να τον ακολουθούμε, μα δεν είναι το ίδιο. Μάλιστα, κάνα δυο απ’ το δικό μας κοινό τού φωνάζουν «παίξε Κόρε. Ύδρο.» κι αυτός, ενοχλημένος, απειλεί από μικροφώνου: «Όποιος το ξαναπεί αυτό, θα πεταχτεί έξω».
Κάποια στιγμή παρατηρώ έναν νεαρό μπροστά μου που μοιάζει φυσιογνωμικά στον Βύρωνα Κριτζά και, δείχνοντάς τον, σχολιάζω στην παρέα γελώντας: «Αυτός μετά από χρόνια θα κάνει ντοκιμαντέρ για τα Παιδιά της Παλαιότητας!».
Στο διάλειμμα πάω τουαλέτα και, περιμένοντας στην ουρά, πιάνω κουβέντα:
«Εσείς, παιδιά, πότε γεννηθήκατε;»
«Όταν βγήκε η “Φτηνή Ποπ για την Ελίτ”».
«Κι ακούγατε Κόρε. Ύδρο. από την κούνια σας;»
«Όχι, τους ανακαλύψαμε μετά».
«Ναι, αλλά ο Παντελής είναι της δικής μου γενιάς. Μας τον κλέψατε».
«Δεν τον κλέψαμε. Ανήκει σ’ όλους».

Ήταν συγκλονιστική βραδιά. Έχω πάει και σ’ άλλες συναυλίες των Παιδιών της Παλαιότητας, μα έμοιαζαν με συνάξεις σαραντάρηδων. Το νεανικό κοινό προέκυψε και διαμορφώθηκε εντελώς ξαφνικά. Μέσω TikTok, έμαθα. Μα όπως και να ’γινε, τα παιδιά ήρθαν πολύ καλά διαβασμένα. Ξέρουν όλους τους στίχους απ’ έξω, τους τραγουδάνε, τους χορεύουν. Ούτε εγώ δεν τους ξέρω τόσο καλά.
Τα Παιδιά της Παλαιότητας λοιπόν ταιριάζουν στη νεότητα. Οι παράξενες εξισώσεις που έλεγα πριν. Παλιός ίσον νέος, καινούργιος ίσον γέρος. Κι ο Παντελής, σε μια ηλικιακή αιώρηση, είναι ίσως η μοναδική περίπτωση Έλληνα δημιουργού που κατόρθωσε να μιλήσει σε μια γενιά και στην αμέσως επόμενή της, με εντελώς διαφορετικό έργο, με διαφορετικό σχήμα, και χωρίς να παλέψει καθόλου γι’ αυτό, χωρίς να το προκαλέσει.
Γυρνώντας σπίτι ήταν σαν να γυρνούσα από συναυλία των Κόρε.Ύδρο. στο Gagarin, κάπου είκοσι χρόνια πριν. Κι ως το πρωί στριφογυρνούσα άυπνος, αφήνοντας αναπάντητο τελικά το μάταιο τούτο ερώτημα: μα πού στο διάολο πήγαν αυτά τα είκοσι χρόνια;