Πρόκειται για την πλέον μυθιστορηματική προσωπικότητα της Κλασικής Αθήνας όπως τη γνωρίζουμε. Έχει εγείρει ουκ ολίγες θυελλώδεις αλλά και αντιφατικές αντιδράσεις, τόσο στους σύγχρονους όσο και στους μεταγενέστερους μελετητές της αρχαιότητας. Ο λόγος για τον Αλκιβιάδη, γόνο της μεγάλης οικογένειας των Αλκμεωνίδων από τον Δήμο του Σκαμβωνίδη. Κατά πολλούς, ο όμορφος γιος του Κλεινία διψούσε για ισχύ και έσφυζε από φιλοδοξία. Τόσο ο Πλούταρχος όσο και ο Πλάτων δεν παραλείπουν να αναφερθούν στην εντυπωσιακή του εμφάνιση − άρεσε, λένε, τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες. Άλλοι, πάλι, δεν διστάζουν να προσάψουν στον παρορμητικό κι εγωπαθή του χαρακτήρα τη συντριπτική ήττα των Αθηναίων από τους Λακεδαιμόνιους στη «Μάχη μεταξύ της Φάλαινας και του Ελέφαντα», όπως έχει χαρακτηριστικά περιγραφεί ο μέγας Πελοποννησιακός Πόλεμος. Μαθητής του Πρόδικου, με στενότατους δεσμούς με τον μεγάλο δάσκαλο Σωκράτη, ο οποίος μετά τη μάχη στην Ποτίδαια έπεισε τους στρατηγούς να στεφανώσουν τον νεαρό μαθητή του για ανδραγαθία, τρεις φορές νικητής στην Ολυμπία με τα επτά του άρματα − ποιος ήταν πραγματικά ο Αλκιβιάδης, ο βλάσφημος νεαρός με τις εξαίσιες σωματικές, ηγετικές και διπλωματικές ικανότητες, που πολέμησε παθιασμένα υπέρ της Αθήνας, έπειτα τάχθηκε με το μέρος των Σπαρτιατών, για να καταλήξει σύμβουλος του Πέρση σατράπη Τισσαφέρνη και να ταφεί από την όμορφη ερωμένη του;
Σε ένα χωρίο του δεύτερου βιβλίου της Ιστορίας του, γραμμένο τέλη του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Θουκυδίδης αφήνεται σε μια διακριτική εκτίμηση των αιτιών που οδήγησαν στη συντριπτική ήττα των Αθηναίων: «[...] έγιναν κι άλλα, πολλά λάθη, κυρίως όμως η εκστρατεία στη Σικελία, όχι τόσο από την άποψη της κακής εκτίμησης της δύναμης εκείνων εναντίον των οποίων εκστρατεύανε, όσο από το γεγονός ότι εκείνοι που έστειλαν το εκστρατευτικό σώμα δεν πήραν έπειτα πρόσθετες αποφάσεις, χρήσιμες για εκείνους που βρίσκονταν μακριά» (Θ. Β.65, 11).
Το τέλος του Αλκιβιάδη είναι τόσο σκοτεινό, όσο και μυθιστορηματικό. Σε μια σύντομη επιστροφή του στη Φρυγία με σκοπό την εξασφάλιση ενισχύσεων για τους Αθηναίους από τους Πέρσες, ο Σπαρτιάτης Λύσανδρος έστειλε τον Πέρση Φαρνάβαζο μαζί με δύο άλλους άντρες να πυρπολήσουν την οικία του. Όταν ο Αλκιβιάδης αντελήφθη την πυρκαγιά, βγήκε έξω μαζί με την εταίρα του, την ερωτευμένη Τιμάνδρα, αλλά ήταν πλέον αργά: Το κεφάλι του Αλκιβιάδη μεταφέρθηκε στον σατράπη, ενώ το σώμα του έμελλε να ταφεί κρυφά από την ερωμένη του.
Το παραπάνω ενδιαφέρον απόσπασμα ερμηνεύεται καλύτερα μέσω ενός άλλου χωρίου, το οποίο ο κορυφαίος Αθηναίος ιστορικός τοποθετεί αργότερα μέσα στο έργο του. Στο μνημειώδες έκτο βιβλίο (Θ. Ζ.15, 3-5) διαβάζουμε: «Οι συμπολίτες (σ.σ. του Αλκιβιάδη) τον είχαν σε μεγάλη υπόληψη, κι ο ίδιος παραδινόταν σε επιθυμίες δαπανηρές, αναντίστοιχες προς την περιουσία του, στη διατήρηση στάβλων και σε άλλα αναλώματα − και αυτό αποτέλεσε αργότερα μία από τις κυριότερες αιτίες για την καταστροφή της Αθήνας. Διότι πολύς κόσμος φοβήθηκε τις πέρα από κάθε μέτρο υπερβολές στην προσωπική ζωή του και τη μεγαλοπραγμοσύνη σε καθετί με το οποίο κάθε φορά καταπιανόταν και πήρε εχθρική στάση απέναντί του, νομίζοντας ότι επεδίωκε να γίνει τύραννος. Και ενώ στη δημόσια σφαίρα χειριζόταν με τον καλύτερο τρόπο τα ζητήματα του πολέμου, οι πολίτες δυσανασχετούσαν με την ιδιωτική του ζωή και εμπιστεύθηκαν τις υποθέσεις της πόλης σε άλλους, και με αυτό την οδήγησαν ύστερα από λίγο στην καταστροφή».
Πράγματι, η πορεία του Αλκιβιάδη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο ήταν μάλλον μοναχική. Αρχικά πρεσβευτής των Αθηναίων στην Πελοπόννησο, όπου και ανέδειξε για πρώτη φορά την πολεμική του ευφυΐα, συλλαμβάνοντας τριακόσιους ύποπτους για φιλοσπαρτιατικά φρονήματα Αργείους, ενώ σύντομα αποτέλεσε έναν εκ των τριών, μαζί με τον Νικία και τον Λάμαχο, επιλεγμένων επικεφαλής της εκστρατείας στη Σικελία, της οποίας υπήρξε και αρχιτέκτονας. Λίγο πριν κληθεί στην Αθήνα για να απολογηθεί κατηγορούμενος για τον χλευασμό των Ελευσινίων Μυστηρίων και τον ακρωτηριασμό των Ερμών, ο Αλκιβιάδης είχε ταχθεί παθιασμένα υπέρ της επέκτασης της εκστρατείας και σε άλλες σικελικές πόλεις εκτός του Σελινούντα και των Συρακουσών, ενώ είχε ήδη κινηθεί ανεξάρτητα, προς τη Μεσσήνη και το Ρήγιο. «Τις κατηγορίες τις υιοθετούσαν όσοι απεχθάνονταν τον Αλκιβιάδη που τους στεκόταν εμπόδιο να πάρουν γερά στα χέρια τους την ηγεσία της δημοκρατικής παράταξης. Και πιστεύοντας πως εάν πετύχαιναν να τον διώξουν από την πόλη θα γίνονταν αυτοί πρώτοι, μεγαλοποιούσαν τις κατηγορίες και ωρύονταν ότι και η υπόθεση των Μυστηρίων και η καταστροφή των στηλών του Ερμή αποσκοπούσαν στην κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος, και ότι σε αυτά δεν υπήρχε τίποτα στο οποίο να μην έχει συμμετοχή ο Αλκιβιάδης, επικαλούμενοι ως απόδειξη τον τρόπο ζωής του που δεν ανταποκρινόταν στο δημοκρατικό ήθος» (Θ. Ζ.28, 2).
Δεν χρειάζεται μεγάλη παρατηρητικότητα. Αντίθετα με όσα ευαγγελίζονται πολλοί σύγχρονοι μελετητές της περιόδου, ο Θουκυδίδης, η μοναδική σύγχρονη πηγή για τον Αλκιβιάδη, δράττεται κάθε ευκαιρίας για να αιτιολογήσει την απομάκρυνσή του από τη Σικελία και, επαγωγικά, να τεκμηριώσει βάσει αυτής την ήττα των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο: «(σ.σ. Οι Αθηναίοι) χωρίς να εξετάζουν το ποιόν των καταγγελλόντων, αποδέχονταν γεμάτοι καχυποψία κάθε καταγγελία. Και δίνοντας πίστη σε αχρείους ανθρώπους συνελάμβαναν κι έριχναν στις φυλακές πολίτες από τους πιο έντιμους, θεωρώντας χρησιμότερο να υποβάλουν το πράγμα σε αυστηρό έλεγχο και να εξακριβώσουν την αλήθεια παρά να διαφύγει ανεξέταστα λόγω της αχρειότητας του μηνυτή κάποιος που είχε καταγγελθεί, έστω κι αν λογιζόταν έντιμος πολίτης» (Θ. Ζ.53, 2).
Φυγάς πλέον, ο Αλκιβιάδης πέρασε στην Πελοπόννησο, ενώ οι δημοκρατικοί συμπολίτες του τον καταδίκασαν ερήμην σε θάνατο. Εκείνος, αυτόμολος, δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει τη ρητορική του δεινότητα για να πείσει τους Σπαρτιάτες για τις καλές του προθέσεις και να τους παρασύρει στο θριαμβευτικό τελικό χτύπημα ενάντια στην ήδη γονατισμένη από τη σικελική αποτυχία Αθήνα: στον επιτειχισμό της Δεκέλειας. Η κατάληψη και οχύρωση μιας στρατηγικής σημασίας θέσης στα εδάφη του εχθρού είχε επινοηθεί κι εφαρμοστεί πλειστάκις στο παρελθόν από τους Αθηναίους και αποτελούσε παράγοντα διαρκούς αιμορραγίας του εχθρού. Η ενορχήστρωση του επιτειχισμού της Δεκέλειας, στα όρια μεταξύ Αττικής και Βοιωτίας, θεωρήθηκε ύψιστη προδοσία του Αλκιβιάδη προς τους συμπατριώτες του. Δεν ήταν, όμως, παρά η επίδειξη της ισχύος ενός ταπεινωτικά θιγμένου πολεμιστή.
Ο Αλκιβιάδης δεν επέστρεψε στην Αθήνα ούτε μετά το πέρας του πολέμου. Όταν οι σπαρτιατικές φωνές εναντίον του δυνάμωσαν, εκείνος αποστάτησε στην Περσία, όπου και υπηρέτησε ως σύμβουλος του σατράπη της Λυδίας, Τισσαφέρνη, χαρίζοντάς του μερικές πολύτιμες συμβουλές κατά των Σπαρτιατών. «Αυτές τις συμβουλές έδινε ο Αλκιβιάδης στον Τισσαφέρνη και τον Βασιλέα, τότε που βρισκόταν κοντά τους, και θεωρούσε πως ήταν ό,τι καλύτερο για εκείνους, ενώ συγχρόνως καλλιεργούσε το έδαφος για τη δική του επιστροφή στην πατρίδα, γνωρίζοντας πως εάν δεν καταστρέψει αυτή την προοπτική, θα μπορούσε κάποτε να πείσει τους Αθηναίους να του επιτρέψουν να γυρίσει» (Θ. Θ.47, 1).
Στα 43 του περίπου χρόνια ο Αλκιβιάδης νοσταλγεί την πατρίδα του κι επιθυμεί να επιστρέψει. Και τα καταφέρνει, εκμεταλλευόμενος και εν μέρει εμπαίζοντας το πολίτευμα το οποίο είκοσι περίπου χρόνια πριν τον είχε καταδικάσει εις θάνατον: μέσω των ολιγαρχικών του διασυνδέσεων στο ανατολικό Αιγαίο, επαναπατρίζεται στην πόλη που τον ανέθρεψε, τον ανέδειξε και τον ταπείνωσε.
Το τέλος του Αλκιβιάδη είναι τόσο σκοτεινό, όσο και μυθιστορηματικό. Σε μια σύντομη επιστροφή του στη Φρυγία με σκοπό την εξασφάλιση ενισχύσεων για τους Αθηναίους από τους Πέρσες, ο Σπαρτιάτης Λύσανδρος έστειλε τον Πέρση Φαρνάβαζο μαζί με δύο άλλους άντρες να πυρπολήσουν την οικία του. Όταν ο Αλκιβιάδης αντελήφθη την πυρκαγιά, βγήκε έξω μαζί με την εταίρα του, την ερωτευμένη Τιμάνδρα, αλλά ήταν πλέον αργά: Το κεφάλι του Αλκιβιάδη μεταφέρθηκε στον σατράπη, ενώ το σώμα του έμελλε να ταφεί κρυφά από την ερωμένη του.
Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Κατά τον Πλούταρχο (Αλκ. 39), ο άντρας που έπαιξε τον μεγάλο Πελοποννησιακό Πόλεμο στα δάχτυλά του δολοφονήθηκε για την τιμή μιας γυναίκας. Ο Αλκιβιάδης διέφθειρε τη γυναίκα ενός εκ των επισήμων της Φρυγίας, συζώντας απροκάλυπτα μαζί της. Αγανακτισμένα τα αδέρφια της γι' αυτή την ύβρη, πυρπόλησαν την οικία του.
Η γοητεία που ασκεί ακόμη ο Αλκιβιάδης σε ιστορικούς και πολιτικούς επιστήμονες οφείλεται ακριβώς εδώ: ενώ πρόκειται για μία υπαρκτή, ιστορική προσωπικότητα, θυμίζει περισσότερο τυραννισμένο λογοτεχνικό ήρωα, βγαλμένο από την πένα του Σοφοκλή και του Σαίξπηρ ταυτόχρονα, όταν ξεστομίζει παθιασμένα πως «για μια πανθομολογούμενη μωρία τίποτα καινούργιο δεν θα μπορούσε να ειπωθεί!», αναφερόμενος στην αθηναϊκή δημοκρατία μπροστά σε δεκάδες μανιασμένους Σπαρτιάτες.
ΠΗΓΕΣ
Θουκυδίδη Ιστορία, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σημειώσεις Ν.Μ. Σκουτερόπουλου, εκδόσεις Πόλις / Hornblower S., The Greek World 479-323 BC, Revised Edition, Routledge, 1996
σχόλια