Ήταν Νοέμβριος του 1990. Η κ. Θάτσερ μόλις είχε ανατραπεί από τους ισχυρούς παράγοντες του κόμματός της, πολιτικούς που για πάνω από δέκα χρόνια τη λιβάνιζαν καθημερινά, έως ότου συνασπίστηκαν για να την αποκαθηλώσουν. Το έναυσμα για την αποπομπή της Σιδηράς Κυρίας ήταν η Ευρώπη γενικότερα και το ευρώ πιο συγκεκριμένα.
Όσο και να ακούγεται περίεργο σήμερα, οι δελφίνοι που την επιβουλεύονταν εντός του Συντηρητικού Κόμματος θεώρησαν πως η Βρετανία έπρεπε να εισέλθει στη διαδικασία της νομισματικής ενοποίησης που είχε ήδη ξεκινήσει υπό τον Ζακ Ντελόρ. Η σταθερά ισχυρή απόρριψη αυτής της προοπτικής από την πρωθυπουργό τους θεωρήθηκε δείγμα ότι η κ. Θάτσερ έχει μετατραπεί σε πολιτικό «βαρίδι». Πίστεψαν ότι μια στροφή υπέρ του εκκολαπτόμενου ευρώ θα έδινε στο Συντηρητικό Κόμμα νέα πνοή, μια νέα εικόνα μοντέρνου κόμματος, μια νέα πενταετία στην εξουσία.
Το λάθος της κ. Θάτσερ ήταν ότι παραήταν αισιόδοξη για την πολιτική κατάληξη του πειράματος με το κοινό νόμισμα.
Έτσι, εκείνη τη μέρα του Νοεμβρίου, σε ένα δραματικό υπουργικό συμβούλιο, η Μάργκαρετ Θάτσερ είδε μπροστά στα μάτια της να σχηματίζεται μια ανίερη συμμαχία των υπουργών της, που, για πρώτη φορά, τόλμησαν να την κοιτάξουν στα μάτια και να της πουν ότι δεν τη χρειάζονταν πια. Το τέλος είχε έρθει και η σκληρή πρωθυπουργός, για πρώτη και τελευταία φορά, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μερικά δάκρυα. Αμέσως κήρυξε τη λήξη του υπουργικού συμβουλίου κι έδωσε εντολή να συνταχθεί η επιστολή παραίτησής της.
Εκείνο, όμως, το απόγευμα, ήταν προγραμματισμένη η παρουσία της στη Βουλή των Κοινοτήτων, στην Ώρα της Πρωθυπουργού – μια περιοδική, βίαιη αντιπαράθεση με τον αρχηγό και τα στελέχη της αντιπολίτευσης που πολλοί πρωθυπουργοί αντιμετώπιζαν με φόβο και αγωνία. Η κ. Θάτσερ, που η αλήθεια είναι ότι πάντοτε έβγαινε ασπροπρόσωπη σε αυτές τις αντιπαραθέσεις, εκείνη τη μέρα αποφάσισε ότι θα τα έδινε όλα. Ότι μετά από μέρες και εβδομάδες στενοχώριας θα διασκέδαζε την τελευταία της παρουσία στη Βουλή ως πρωθυπουργού. Θα έκανε το κύκνειο άσμα της αξέχαστο.
Έχοντας αποκαθηλωθεί, τουλάχιστον φαινομενικά, για την ανελαστική στάση της στα θέματα της Ευρώπης, αποφάσισε ότι θα επικεντρωθεί στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης, χρησιμοποιώντας το θέμα ως χρυσή ευκαιρία να επιτεθεί στον αρχηγό της αντιπολίτευσης, τον Νιλ Κίνοκ, ο οποίος επισήμως είχε ταχθεί υπέρ της ένταξης της Βρετανίας στο επερχόμενο ευρώ. Βέβαια, η κ. Θάτσερ είχε στο στόχαστρό της τους δικούς της «ευρωλάγνους» (όπως τους αποκαλούσε) υπουργούς, τους οποίους ήθελε να φέρει σε δύσκολη θέση με εκείνη την τελευταία της κοινοβουλευτική παρουσία.
Απαντώντας σε ερώτημα βουλευτή για το «πότε επιτέλους θα αποδεχθεί η κ. πρωθυπουργός την ανάγκη να ενταχθεί η χώρα στο κοινό νόμισμα που σχεδιάζει η Ευρώπη, ιδίως τώρα που κατέστη σαφές ότι η Κεντρική Τράπεζα του νέου νομίσματος θα είναι ανεξάρτητη από πολιτικές επιρροές και θα λειτουργεί σωστά και πέραν πολιτικών σκοπιμοτήτων», η κ. Θάτσερ έδωσε μια ανεπανάληπτη κοινοβουλευτική παράσταση, ένα απλό αλλά σημαντικό μάθημα πολιτικής οικονομίας ως προς τον ρόλο του χρήματος και των επιτοκίων.
«Όλα αυτά τα ζητήματα», τους είπε, «είναι αμιγώς πολιτικά. Το ποιος ρυθμίζει τα επιτόκια είναι μείζον πολιτικό ζήτημα. Τα επιτόκια δεν είναι ένα τεχνικό ζήτημα. Είναι πολιτικά εργαλεία. Όπως άκρως πολιτική είναι και η φαντασίωση ότι η νομισματική πολιτική μπορεί ποτέ να επιλεχθεί τεχνοκρατικά και ανεξάρτητα από πολιτικές επιλογές». Έχοντας ανακάμψει πλήρως ψυχολογικά μετά τη θλίψη που ένιωσε σε εκείνο το υπουργικό συμβούλιο, με τη φωνή της πιο στεντόρεια από ποτέ, κατέληξε στο συμπέρασμα: «Το κοινό νόμισμα αφορά όχι νομισματικά ζητήματα αλλά την ίδια την πολιτική υπόσταση της Ευρώπης».
Έναν χρόνο αργότερα, ο Βίλεμ Νολγκ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Μπούντεσμπανκ, είπε τα ίδια πράγματα, λίγο πιο αναλυτικά: «Δεν πρέπει να τελούμε υπό καμία φαντασίωση: ο διάλογος για τη δομή της νομισματικής ένωσης δεν είναι παρά μια διαμάχη με επίκεντρο την ισχύ, την επιρροή και την εξυπηρέτηση εθνικών συμφερόντων». Η κ. Θάτσερ είπε και κάτι άλλο προφητικό: «Αυτό το κοινό νόμισμα, όπως όλα τα συστήματα σταθερών ισοτιμιών, θα ραγίσει τελικά. Αυτό το ράγισμα δεν πρόκειται να οδηγήσει σε αρμονικές καταστάσεις...».
Αν και σε προσωπικό επίπεδο πέρασα τα νιάτα μου εναντιωνόμενος στην κ. Θάτσερ (από διαδήλωση σε διαδήλωση και από πορεία σε πορεία), σε βαθμό μάλιστα να πάρω την απόφαση να εγκαταλείψω τη Βρετανία όταν κέρδισε την τρίτη συνεχόμενη εκλογική της αναμέτρηση (το 1987), πρέπει να ομολογήσω ότι εκείνη η παρουσία της στη Βουλή των Κοινοτήτων, καθώς και η ανάλυσή της τής σημασίας και των προβλημάτων της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης, ήταν από τις κορυφαίες στιγμές πολιτικής ηγεσίας και κοινοβουλευτικής προσφοράς. Όμως, η κ. Θάτσερ, σε εκείνη την ομιλία της, την οποία εξακολουθώ να θεωρώ κορυφαία, έκανε ένα λάθος. Ένα δικαιολογημένο μεν, αλλά τεράστιο λάθος.
H Θάτσερ φοβόταν ότι, ενώ οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν ήθελαν (όπως δεν ήθελε και η ίδια) μια συγκεντρωτική ευρωπαϊκή ομοσπονδία, η νομισματική ένωση θα μας παγίδευε στο να συναινέσουμε, επειδή το κόστος της διάσπασης του ευρώ θα ήταν τεράστιο (όπως και είναι). Αυτό τον εκβιασμό φοβήθηκε η κ. Θάτσερ.
Στο τέλος της ομιλίας της είπε τα εξής: «Η νομισματική ένωση είναι μια προσπάθεια ομοσπονδοποίησης της Ευρώπης από την πίσω πόρτα». Με άλλα λόγια, ήταν μια προσπάθεια των Ζακ Ντελόρ, Φρανσουά Μιτεράν και Χέλμουτ Κολ να ενώσουν τις ευρωπαϊκές χώρες νομισματικά, έτσι ώστε, κάποια στιγμή, όταν θα διαφαινόταν πως μια τέτοια νομισματική ένωση είναι ευάλωτη στις κρίσεις που προέβλεψε η κ. Θάτσερ, οι ηγέτες μας θα μας έθεταν εκβιαστικά το δίλημμα: διάλυση του ευρώ με τεράστιο οικονομικό κόστος ή πολιτική ομοσπονδία. Αυτό φοβόταν, προφανώς, η κ. Θάτσερ και είναι πολύ πιθανό ότι τουλάχιστον ο Φρανσουά Μιτεράν και ο Ζακ Ντελόρ αυτό είχαν κατά νου. Φοβόταν ότι, ενώ οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν ήθελαν (όπως δεν ήθελε και η ίδια) μια συγκεντρωτική ευρωπαϊκή ομοσπονδία, η νομισματική ένωση θα μας παγίδευε στο να συναινέσουμε, επειδή το κόστος της διάσπασης του ευρώ θα ήταν τεράστιο (όπως και είναι). Αυτό τον εκβιασμό φοβήθηκε η κ. Θάτσερ.
Δυστυχώς, η κ. Θάτσερ έσφαλε ως προς αυτό. Τα πράγματα, όπως έχει ήδη αποδειχθεί μετά το 2010, εξελίχθηκαν πολύ χειρότερα, καθώς ο γερμανο-γαλλικός άξονας δεν φαίνεται να έχει καμία απολύτως πρόθεση να προχωρήσει στην ομοσπονδία που φοβόταν η κ. Θάτσερ. Αν όντως στόχος τους ήταν η «ομοσπονδία από την πίσω πόρτα», η κρίση του ευρώ θα ήταν η ιδανική ευκαιρία. Όμως, είναι εμφανές ότι δεν την αδράχνουν. Δείτε, για παράδειγμα, τη δήθεν τραπεζική ενοποίηση, που επί της ουσίας επανεθνικοποιεί τα τραπεζικά συστήματα, απομακρύνοντας ακόμα περισσότερο την προοπτική εξευρωπαϊσμού τους. Όσο για την κουβέντα περί «πολιτικής ένωσης», είναι λάθος ολκής να την μπερδεύουμε με κινήσεις προς την κατεύθυνση μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας.
Αν διαβάσετε τις πρόσφατες προτάσεις, π.χ. του κ. Σόιμπλε περί «πολιτικής ένωσης», θα δείτε τι δεν έχει κατά νου: τη δημιουργία ενός ομόσπονδου κοινοβουλευτικού συστήματος που θα ελέγχει πλήρως, όπως απαιτεί μια δημοκρατική ομοσπονδία, ομόσπονδους υπουργούς Οικονομικών, Υγείας, Παιδείας κ.λπ. Το μόνο που προτείνει είναι νέες κεντρικές εξουσίες που περιορίζουν την κυριαρχία των εθνικών κυβερνήσεων. Για να το πω απλά, η «πολιτική ένωση» που φέρνει λίγο-λίγο η κρίση του ευρώ δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη δημοκρατική ομοσπονδοποίηση. Το αντίθετο: χτίζει ένα τεράστιο σιδερένιο κλουβί στο οποίο θα στοιβαχτούν οι λαοί της Ευρώπης.
Το λάθος της κ. Θάτσερ ήταν, εν κατακλείδι, ότι παραήταν αισιόδοξη για την πολιτική κατάληξη του πειράματος με το κοινό νόμισμα. Δεν τείνουμε, φίλες και φίλοι αναγνώστες, προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης αλλά, και εδώ έγκειται η τραγωδία της Ευρώπης, προς τη μονιμοποίηση της οικονομικής κρίσης και της επέκτασής της στους δημοκρατικούς θεσμούς που ατροφούν σε εθνικό επίπεδο, χωρίς να αναπληρώνονται σε ευρωπαϊκό.
Το ερώτημα είναι: γιατί; Γιατί τόση αντίσταση στην ομοσπονδοποίηση, μια αντίσταση που η κ. Θάτσερ δεν μπόρεσε να φανταστεί; Η απάντηση είναι απλή: το DNA της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ποτισμένο με τη νοοτροπία και τη δομή μιας «τεχνοκρατικής» γραφειοκρατίας που δεν δημιουργήθηκε για να υπηρετεί τη βούληση των λαών της Ευρώπης (τους οποίους οι Βρυξέλλες πάντα αντιμετώπιζαν ως ενοχλητικούς περιορισμούς) αλλά που είχε αποκλειστικό στόχο την εξυπηρέτηση ενός καρτέλ βιομηχανικών και τραπεζικών συμφερόντων (μην ξεχνάμε ότι η Ε.Ε. ξεκίνησε, όντως, ως το καρτέλ σιδήρου και άνθρακα). Σε κανένα άλλο κράτος (π.χ. Βρετανία, ΗΠΑ) δεν στήθηκαν οι πολιτικοί θεσμοί ως πολιτικό προσωπικό ενός καρτέλ. Να γιατί η κ. Θάτσερ είχε άδικο: ένα τέτοιο πολιτικό προσωπικό απεχθάνεται την ιδέα μιας πραγματικής ομοσπονδίας, όπου οι Ευρωπαίοι πολίτες θα τους εξουσιάζουν στη βάση της αρχής ένα-άτομο-μία ψήφος.
σχόλια