Εκεί όπου συναντήθηκαν τα βήματα μας, τα γέλια, τα κλάματα, οι φωνές μας. Εκείνο το κιτρινοκόκκινο φως του, που ζέστανε τόσα και τόσα βράδια τις καρδιές μας, που φώτιζε τα πρόσωπα μας. Ραντεβού εκεί, στη Δημοκρίτου... να πιάσουμε τα χέρια και να μπούμε στο μικρό πεζοδρομάκο, Σπετσών έγραφε η πινακίδα με τη διεύθυνση στη γωνιά του δρόμου, αν θυμάμαι καλά και αν δε θυμάμαι, ας με διορθώσουν οι φίλες μου. Είμαι σίγουρη πώς η Δήμητρα θα έχει μία φωτογραφία, ως απάντηση! Μόλις βραδιάσει και στην ατμόσφαιρα υπάρχει αυτή η ομίχλη που θολώνει το τοπίο και το κρύο κάνει τα ρουθούνια μας να αχνίζουν, ξεμυτίζουμε από τα σπίτια μας... Εγώ πάντα ντυμένη σαν κρεμμύδι, να λέω ατάκες του τύπου «καλά ρε, γιατί βάλατε φούστα και δεν είπατε τίποτα!», η Δήμητρα αφού κατάφερνε να ολοκληρώσει την αποστολή «βρίσκω ρούχα, που να ταιριάζουν με παπούτσια, κατάλληλα για τη συγκεκριμένη έξοδο, τη συγκεκριμένη ώρα στο συγκεκριμένο μέρος, να μην είμαι υπερβολική, ούτε πολύ απλή, αλλά να έχω αυτό το κάτι» και γέμιζε με τα απαραίτητα το τσαντάκι της, που συνήθως ήταν μίνι περίπτερο... τι ήθελες; χαρτομάντηλα, υγρά μαντηλάκια, καραμέλες χολς και πόσα ακόμα, έφτανε χαχανίζοντας.
Mάτια μισόκλειστα, τρικλίσματα, μουτζουρωμένα πρόσωπα από κλάμα, δακρυμάντιλα (χαρτομάντιλα που σκουπίζουν τα δάκρυα μετά από δύο κιλά κρασί και ένα πρόσφατο χωρισμό)...
Η Αθηνά, η επιτομή της άνεσης, μια μικρή θεάρα πάντα, μαλλί φτιαγμένο, eyeliner γραμμή αλφάδι, όχι αστεία!! Κάπου εκεί που τελείωνε την προετοιμασία, το σίδερο των μαλλιών να καίει ακόμα, τα καλλυντικά σε παρέλαση... βάζει φόρεμα, γόβα και βγαίνει από το σπίτι, εννοείται χωρίς καλσόν, δεν πάει όλοι οι υπόλοιποι να ήμασταν ένα βήμα πριν την υποθερμία, και πανωφόρι, μη φανταστείτε κανένα χειμωνιάτικο που λέμε και στη Ρόδο, ίσα για να πει ότι έβαλε κάτι. Αλλά σημασία έχει ότι ήταν μια θεά... αυτή την εικόνα κρατείστε, φόρεμα, γόβα, μαλλί ισιωμένο με σπάσιμο μπούκλας να ανεμίζει και τσάντα φάκελο στο χέρι. Αχ αυτή η τσάντα φάκελος, πάντα εφοδιασμένη τόσο, ώστε τη στιγμή που πήγαινες να κάνεις τη δέκατη τράκα και έβλεπες σχεδόν άδειο καπνό ή δύο τσιγάρα στο πακέτο και δίσταζες ντεμεκ άκουγες «πάρε ρε! είσαι τρελή έχω κι άλλο μέσα στην τσάντα!», ουφ ανακούφιση και τζούρα ευχαρίστησης!! Και το Αγαπιό μου ή η Πία όπως μου είχε κολλήσει και την έλεγα μια εποχή... εκεί που τριγυρνούσε σπίτι με το γνωστό outfit σπιτιού, που και οι δύο είχαμε υιοθετήσει, βρακί και απ' έξω μάλλινη ρόμπα, διαβάζοντας κανένα Χάρι Πότερ για εξακοσιοστή ογδοηκοστή δεύτερη φορά, και τρώγοντας παράλληλα... αποφάσιζε να μπει στο μπάνιο, (εγκαίρως, να σημειωθεί, όλα στην ώρα τους), να στεγνώσει μαλλί, να το περάσει με το σίδερο μαλλιών καλά καλά και προσεχτικά, τούφα τούφα να γίνει βελόνα, να πάρει το μάτι της δύο τρίχες πάνω στο γόνατο που τις ξέφυγαν από τη χθεσινή αποτρίχωση, να ανοίξει το διαολεμένο silk epil και βζζζζζζζζ να κάνει λίγη αποτρίχωση («θα βάλω και φούστα και μου τη σπάνε αυτές οι δύο τρείς τρίχες που ξεφεύγουν πάντα και ποτέ κανείς δεν παρατήρησε»), να βάλει ρούχα, απαραίτητα συνδυασμένα με τα κατάλληλα αξεσουάρ, να προσπαθήσει να βαφτεί λίγο πιο περίπλοκα και στο τέλος να ξεβαφτεί, γιατί έχει γίνει σαν κουνάβι, «αφού δεν ξέρεις να βάφεσαι κούκλα μου τι το παλεύεις, βάλε εκεί την πούδρα και το ρουζ σου και φεύγε!», να βάλει κόκκινο ζεστό κασκόλ, παλτό, το μαύρο της σκουφάκι, γάντι και να βγει κουνάμενη σεινάμενη, για να μας συναντήσει!
Η Αγάπη ερχόταν βέβαια από την άλλη πλευρά του δρόμου, δεν περνούσε το διάδρομο, αλλά εκείνης της ζέσταινε το πρόσωπο το κίτρινο φως έξω από τη διέξοδο όπου μας περίμενε πάντα... και μπαίναμε μέσα!
Και αν σας άρεσε η προετοιμασία για την έξοδο, που να δείτε για την επιστροφή... τι έλεγα πριν για κάθε μία ξεχωριστά;... ε κάντε τα όλα ένα... μάτια μισόκλειστα, τρικλίσματα, μουτζουρωμένα πρόσωπα από κλάμα, δακρυμάντιλα (χαρτομάντιλα που σκουπίζουν τα δάκρυα μετά από δύο κιλά κρασί και ένα πρόσφατο χωρισμό), άλλες με κομμένα, γρατζουνισμένα χέρια, γιατί αποφάσισαν να μειώσουν το σερβίτσιο του Ρούλη, μετά από επίσης πολύ κρασί, πολλά τραγούδια του Θανάση και σιγουράκι τη δικαιολογία ότι το έκαναν μικρά εξωγήινα πλάσματα...!, άλλες με τσιγαρόβηχα, γιατί ενώ στον έξω κόσμο φανατικές αντικαπνίστριες, εκεί μέσα ρε παιδί μου λίγο το ποτό, λίγο και ο καημός, το σήκωνε το τσιγαράκι του.., κάποιες ερωτευμένες με τον τραγουδιστή που τραγούδησε με πολύ πάθος ή έβαλε και λίγο γρέζι στη φωνή και τις αποτρέλανε, γόβες να παραπατάνε... Αλλά, όλες τον βρίσκαμε το δρόμο για το σπίτι μας (για 'μένα ευτυχώς που υπήρχε το ΙΚΑ... απ' το ΙΚΑ όλο ευθεία και δε φοβόμουν τίποτα!). Πόσες και πόσες νύχτες μέσα σε εκείνο το ξύλινο πατάρι, να μη βλέπουμε ο ένας τον άλλο από την κάπνα, να πίνουμε και να τραγουδάμε σαν να μην υπάρχει αύριο, βέβαια ότι μπορεί και να μην υπάρξει αύριο το ένιωθες, μόλις πήγαινες να σηκωθείς και έβλεπες τη θεόστενη, γυριστή σκάλα, τζόγος, καθαρά, το κατέβασμα! Κατεβήκαμε με επιτυχία πολλές φορές και κάποιες μικρές αποτυχίες, χωρίς τραγικές επιπτώσεις ευτυχώς!
Στιγμές, στιγμές. στιγμές, μνήμες ατέλειωτης ζεστασιάς... ευτυχία...
σχόλια