Με τον συγγραφέα Χρήστο Χρυσόπουλο επικοινώνησα για πρώτη φορά πριν από δύο περίπου χρόνια για να του ζητήσω να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο του Προυστ που δημοσιεύαμε τότε κάθε εβδομάδα στο LΙFO.gr. Εξαιτίας κάποιων ακυρώσεων, ο προγραμματισμός της στήλης είχε πάει πίσω και γι' αυτό τον είχα παρακαλέσει να συμπληρώσει το ερωτηματολόγιο μέσα σε δύο μέρες. Μόλις λίγες ώρες μετά, οι απαντήσεις του είχαν ήδη φτάσει στο mail μου και από εκείνη τη στιγμή σχηματίστηκε στο μυαλό μου η εικόνα ενός ανθρώπου εύστροφου και μεθοδικού, με εκείνη τη σπάνια ετοιμολογία που δύσκολα δικαιολογεί δεύτερες σκέψεις.
Την ίδια εντύπωση μου αφήνει και τώρα που τον ακούω να μιλάει καθισμένος απέναντί μου, στο παλιό καφενεδάκι που βρίσκεται χωμένο στη μικρή στοά δίπλα στο υπουργείο Οικονομικών, φορώντας μια μαύρη μακό μπλούζα κι ένα τζιν παντελόνι. Αφορμή για τη συνάντησή μας στάθηκε η κυκλοφορία του νέου του βιβλίου Το σώμα του Τιρθανκάρα. Ένα ταξιδιωτικό, αναστοχαστικό μυθιστόρημα που επιχειρεί να ζωντανέψει τα πρόσωπα, τις συναντήσεις και τις εικόνες που συνέλεξε στο διάστημα των επτά εβδομάδων κατά τις οποίες περιπλανήθηκε στο βόρειο τμήμα της Ινδίας, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2012. Ένα ταξίδι που προέκυψε περισσότερο ως μία ανάγκη διαφυγής και αποφόρτισης από τη διαδικασία συγγραφής του προηγούμενου βιβλίου του με τίτλο Φακός στο Στόμα (εκδόσεις Πόλις). «Ο Φακός ήταν μια διαρκής επένδυση χρόνου και προσοχής στην Αθήνα και στον τρόπο με τον οποίο εγώ συνδέομαι μαζί της. Δεν ξέρω, αισθάνθηκα μια κλειστοφοβία. Ήθελα απλώς να φύγω. Να βρεθώ σ' έναν τόπο όπου θα μπορούσα να βγάλω το κοστούμι του συγγραφέα. Να γίνω κάποιος άλλος. Μηδένισα τον λογαριασμό μου στην τράπεζα και ξεκίνησα» λέει για την απόφασή του να πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι.
Για μένα, το ταξίδι είναι πάντα η αναπόλησή του. Γυρνώντας πίσω, μου γεννήθηκε ουσιαστικά η ανάγκη να συνειδητοποιήσω τι σήμαινε αυτό το ταξίδι
Προορισμός του ήταν το βόρειο κομμάτι της Ινδίας, που είναι και το πιο δύσκολο για τους ξένους επισκέπτες. Από το Ρατζαστάν, που βρίσκεται στα σύνορα με το Πακιστάν, κινήθηκε ευθύγραμμα προς το Βαρανάσι, ως την πολιτεία της Ουτάρ Πραντές, κοντά στα σύνορα με το Νεπάλ. «Ήθελα να ταξιδεύω αργά, απαλλαγμένος από την ανάγκη της εξερεύνησης. Δεν μου αρέσουν τα κλασικά αξιοθέατα ενός τόπου. Είχα εξαρχής κάποια πράγματα στο μυαλό μου. Κάποια σημεία που ήθελα να δω. Όπως η Γκάλτα, ένα φαράγγι στο Ρατζαστάν, έξω από την Τζαϊπούρ. Εκεί βρίσκεται ένα αρχαίο κέντρο μελέτης σανσκριτικών και ένας σπουδαίος ναός αφιερωμένος στον Χανουμάν που είναι ο πιθηκόμορφος θεός του ινδουιστικού πάνθεον. Έχει γράψει ένα βιβλίο γι' αυτό ο Οκτάβιο Παζ με τίτλο The Monkey Grammarian (σ.σ. στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παρατηρητής με τίτλο Ο Γραμματικός Πίθηκος). Εκεί, καθώς πέφτει ο ήλιος και σουρουπώνει, κατεβαίνουν εκατοντάδες πίθηκοι από τα γύρω βουνά: μακάκοι, καπουτσίνοι, διάφορα είδη. Κυκλώνουν το μέρος και είναι απολύτως εξοικειωμένοι με τους επισκέπτες. Έρχονται δίπλα σου, αγγίζουν τα ρούχα σου, ψάχνουν την τσάντα σου. Είναι απίστευτο. Ένα άλλο σημείο ήταν το Βαρανάσι. Ουσιαστικά, πρόκειται για έναν τόπο αναχώρησης. Δεν πηγαίνουν μόνο οι ινδουιστές, αλλά και βουδιστές ή ζαϊνιστές, γιατί υποστηρίζουν πως αν πεθάνεις εκεί, "απελευθερώνεσαι". Είναι μια πόλη μελλοθάνατων και ταυτόχρονα μια πόλη ολοζώντανη, όπου το εμπόριο ανθεί».
Όπως μου εξηγεί, η εμπειρία που βίωσε στο ταξίδι ήταν αυτή που έφερε το βιβλίο και όχι το αντίθετο. «Για μένα το ταξίδι είναι πάντα η αναπόλησή του. Γυρνώντας πίσω, μου γεννήθηκε ουσιαστικά η ανάγκη να συνειδητοποιήσω τι σήμαινε αυτό το ταξίδι για μένα. Αυτό που βγήκε στην επιφάνεια ήταν οι συναντήσεις με τα πρόσωπα που βρέθηκαν στον δρόμο μου. Το ταξίδι ήταν οι άνθρωποι που συνάντησα και οι μικρές ιστορίες που μάζεψα. Αυτό το βιβλίο δεν είναι για την Ινδία. Η Ινδία είναι το φόντο, η σκηνή πάνω στην οποία συμβαίνουν όλα αυτά».
Η ψαλίδα είναι πολύ μεγάλη. Βλέπεις κόσμο που ζει στον δρόμο χωρίς να έχει τίποτα, παρά μόνο ένα ύφασμα επάνω του
Μία από τις συναντήσεις που περιγράφει στο βιβλίο και χαράχτηκε εντονότερα στη μνήμη του, ίσως επειδή ήταν και η πρώτη που ανέφερε όταν τον ρώτησα σχετικά, είναι η γνωριμία του με τη μικρή Μπιρίτι στην Τζαϊπούρ. «Πήγα στην Ινδία χωρίς ρούχα. Πήρα μόνο ένα τζιν κι ένα πουκάμισο. Το κάνω αυτό συνήθως. Αγοράζω ρούχα στα μέρη όπου πάω για να μπορέσω να εγκλιματιστώ καλύτερα. Έτσι, ένα απόγευμα κατέβηκα στα μαγαζιά της Τζαϊπούρ, ψάχνοντας για ρούχα. Στην Ινδία υπάρχει παντού κόσμος που θέλει να σου πουλήσει πράγματα ή να σου ζητήσει ελεημοσύνη. Είσαι διαρκώς το κέντρο της προσοχής. Η πρώτη παρόρμηση που έχεις όταν σου μιλάνε, είναι να μη γυρίσεις. Κάποια στιγμή, λοιπόν, καθώς περπατούσα, άκουγα πίσω μου μια ψιλή, τσιριχτή φωνή που μου μιλούσε, ενώ συνέχιζε να με ακολουθεί για δυο-τρία τετράγωνα. Κάποια στιγμή, λέω: "Δεν γίνεται, θα γυρίσω να της πω να φύγει". Γυρνάω και βλέπω μια κοπέλα δεκαπέντε χρονών που πoυλούσε πλεχτά ταγάρια. Ήταν πολύ γοητευτική και ο τρόπος που μιλούσε και χαμογελούσε με έκανε να πάρω το ταγάρι. Με το που το πήρα, άρχισε να μου κάνει ερωτήσεις. "Από πού είσαι;", "Aπό την Ελλάδα". Μου λέει "δεν ξέρω πού είναι η Ελλάδα. Της απαντάω ότι είναι δίπλα στη θάλασσα. Κι αυτή μου απαντάει "δεν ξέρω τι είναι η θάλασσα". Προσπαθούσα να της δώσω να καταλάβει. Κάποια στιγμή, και ενώ κουβεντιάζαμε, πήγαμε δίπλα σε έναν πλανόδιο πωλητή και την κέρασα χυμό γλυκολέμονο. Υπόψη, όταν κάνεις κάτι τέτοιο, πρέπει να γίνεται με τρόπο διακριτικό και εμφανή σε όλους, ώστε να μην μπορεί να εννοηθεί κάτι άλλο, γιατί εγώ είμαι Δυτικός και αυτή είναι ένα κοριτσάκι δεκαπέντε χρονών. Η Μπιρίτι ήταν αυτό που λένε στην Ινδία "δοσμένο παιδί". Η οικογένειά της δεν μπορούσε να τη συντηρήσει και την είχε δώσει αντί ενός ποσού κάποιων χιλιάδων ρουπιών σ' έναν βιοτέχνη. Έβλεπε την οικογένειά της σπάνια. Δεν πήγαινε σχολείο, αλλά είχε μια μέρα τη βδομάδα που ξεκουραζόταν. Έπρεπε να δουλέψει εκεί μέχρι να ξεχρεώσει αυτό το ποσό και μετά θα ήταν ελεύθερη. Ήταν μια συνάντηση που κράτησε πολύ λίγο, αλλά αισθάνθηκα ότι για εκείνο το μικρό χρονικό διάστημα υπήρξε μια ουσιαστική ανταλλαγή. Κάτι έδωσα στην Μπιρίτι και κάτι πήρα πίσω».
Η Ινδία αναφέρεται συχνά ως «η μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου». Μια φράση που έρχεται σε ξεκάθαρη σύγκρουση με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι Ινδοί τους ντάλιτ, δηλαδή τους 170.000.000 περίπου συμπατριώτες τους οι οποίοι έχουν γεννηθεί έξω από κάθε κάστα και θεωρούνται απόβλητοι, μιαροί. Αυτή η φράση υπάρχει και στο βιβλίο και αναπόφευκτα ρωτάω τον κ. Χρυσόπουλο πόσο δημοκρατική μπορεί να θεωρηθεί μια τέτοια χώρα. «Ουσιαστικά, πρόκειται για επίφαση δημοκρατίας. Γι' αυτό είχαν αναπτυχθεί και διάφορα επαναστατικά κινήματα στο παρελθόν. Η ψαλίδα είναι πολύ μεγάλη. Βλέπεις κόσμο που ζει στον δρόμο χωρίς να έχει τίποτα, παρά μόνο ένα ύφασμα επάνω του. Αν πας τα βράδια στις μουσουλμανικές περιοχές όπου υπάρχει η ισλαμική παράδοση της φιλανθρωπίας, όλα τα εστιατόρια, πριν κλείσουν, προσφέρουν το φαγητό τους στους ανθρώπους του δρόμου. Οι άνθρωποι στριμώχνονται ο ένας δίπλα στον άλλο, γονατιστοί, κοιτώντας προς τα πάνω επάνω, και μετά βγαίνει ο καταστηματάρχης κρατώντας ινδικά ψωμιά, τις λεγόμενες "παράθες", και τις δίνει στον καθένα ξεχωριστά. Αυτοί το παίρνουν, το βάζουν ολόκληρο στο στόμα τους και φεύγουν. Μπορεί να είναι το μόνο πράγμα που θα φάνε όλη μέρα. Στις τοπικές εφημερίδες υπάρχουν αρκετές σελίδες στο τέλος του φύλλου που έχουν φωτογραφίες νεκρών οι οποίοι βρέθηκαν στον δρόμο και κανείς δεν ξέρει ποιοι είναι. Είναι φοβερό! Υπάρχει μια πολύ μεγάλη θρησκευτική γιορτή που ονομάζεται "Κουμπ Μέλα" και γίνεται σε τέσσερις διαφορετικές πόλεις. Πολλές οικογένειες που δεν μπορούν να συντηρήσουν τα παιδιά και τους ηλικιωμένους γονείς τους τούς παίρνουν μαζί, τους αφήνουν εκεί, φεύγουν κι εκείνοι χάνονται μέσα στο πλήθος. Έχω έναν φίλο Γάλλο που έχει κάνει ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τους χαμένους του Κουμπ Μέλα».
Όσο μιλάμε, περνάει από τα τραπέζια ένας ταλαιπωρημένος, μεσήλικος κύριος, με καφετί καπαρντίνα, ζητώντας μερικά ψιλά. Σκέφτομαι φευγαλέα πως ίσως αυτός είναι ο δικός μας απόβλητος, ένας καθαρά ελληνικός ντάλιτ, αλλά μετά από λίγο επιστρέφω στη συζήτηση ρωτώντας τον κ. Χρυσόπουλο αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι που ταξιδεύουν, που αναπτύσσουν τέτοιου είδους περιέργεια για τον κόσμο δεν συνδέονται με τίποτα, δεν απλώνουν ρίζες πουθενά. «Νομίζω πως ναι. Ο βασικός δεσμός που έχω είναι ο δεσμός μου με το γράψιμο. Αυτή είναι η πιο μακρόχρονη δέσμευση που είχα και έχω. Δεν έχω παιδιά, δεν είμαι παντρεμένος, δεν έχω αγοράσει σπίτι. Δεν έχω ούτε καν αυτοκίνητο. Αν αναγνωρίζω μια μακρά δέσμευση, αναγνωρίζω εν τέλει αυτή. Το ίχνος το οποίο υπάρχει σε αυτήν τη διαδρομή είναι το γράψιμο». Και υπάρχει κάτι για το οποίο μετανιώνουν οι άνθρωποι αυτοί; «Φοβάμαι μήπως μετανιώσω που δεν έγινα πατέρας».
σχόλια