Οι περισσότεροι γνωρίζουν τον γερμανό συγγραφέα και δημοσιογράφο Günter Wallraff (γενν. το 1942), πιθανώς όμως λιγότεροι να έχουν κατά νου τις ελληνικές περιπέτειες του, τον Μάιο του 1974 (επί χούντας Ιωαννίδη), όταν μπαίνει στη χώρα και αποφασίζει να αλυσοδεθεί στην Πλατεία Συντάγματος, διαμαρτυρόμενος βασικά για τις διώξεις, τις φυλακίσεις, τις εκτοπίσεις και τους βασανισμούς των αριστερών (κυρίως αυτοί) που αντιστέκονταν στο καθεστώς.
Ο Günter Wallraff αλυσοδέθηκε, λοιπόν, στο κάτω μέρος της πλατείας και άρχισε να μοιράζει προκηρύξεις στους περαστικούς, πριν χτυπηθεί και συλληφθεί από τις αρχές για να οδηγηθεί στη φυλακή, εν συνεχεία σε δίκη και μετά ξανά στη φυλακή (αφού καταδικάσθηκε). Όπως έγραψε και ο Τύπος (εφημερίδα «Μακεδονία» της 24/5/1974):
«Ο Γερμανός κατηγορείτο ότι την 2.30 μ.μ. της 15ης Μαΐου 1974 κατελήφθη εις την Πλατείαν Συντάγματος να έχη προσδεθή επί στύλου της ΔΕΗ δια χονδρής αλύσεως και να διανέμη εις τους συγκεντρωθέντας προκηρύξεις αντεθνικού περιεχομένου. Δια της ενέργειάς του αυτής ο Βάλλφαμ (σ.σ. τον γράφουν λάθος), κατά το κατηγορητήριον, προέβη εις αντεθνικήν προπαγάνδα, προκάλεσε φόβον και ανησυχίαν εις τους πολίτας, καθώς και διατάραξιν της δημοσίας τάξεως».
Παρά τη συνηγορία υπεράσπισης του Γεωργίου Αλεξ. Μαγκάκη, o Wallraff θα καταδικαστεί σε 14 μήνες φυλακή από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών (23/5/1974) «δια αναρχικήν δράσην και διανομήν προκηρύξεων ανθελληνικού-αντεθνικού περιεχομένου». Να ένα απόσπασμα από την απολογία του, έτσι όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ε» (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία) στον «Ιό της Κυριακής», την 29/6/1997. Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο-συλλογή περιπετειών του Wallraff «Enthüllungen» [Steidl, Göttingen 1992], που μεταφράστηκε αργότερα και στην Ελλάδα ως «Αποκαλύψεις/ Κείμενα ενός ανεπιθύμητουδημοσιογράφου» [Μαύρη Λίστα, Αθήνα 1999]…
«Όταν εργαζόμουν στη γερμανική βιομηχανία γνώρισα έλληνες εργάτες. Έμαθα να εκτιμώ το ταμπεραμέντο τους, τη μεγαλόκαρδη φιλοξενία τους, τις μορφές έκφρασης με το χορό και το τραγούδι, το θαυμασμό τους για τον Θεοδωράκη, που η χούντα έχει κάθε λόγο να απαγορεύει τη μουσική του. Έμαθα να αγαπώ την Ελλάδα, χωρίς να την έχω ποτέ επισκεφθεί. Έμαθα ταυτόχρονα και το φόβο των Ελλήνων εργατών – ακόμα και στη Γερμανία. Το φόβο από τους χαφιέδες της χούντας που τους κατέδιδαν όταν οργανώνονταν στα συνδικάτα ή επέκριναν το καθεστώς.(…) Για την κατηγορία ότι αναμίχθηκα ως ξένος σε ‘εσωτερικές υποθέσεις του ελληνικού κράτους’ υποστηρίζω ότι ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορεί να ακυρωθεί από εθνικά σύνορα, είτε μέσω διαταγμάτων, είτε με την τρομοκρατία.(…) Με βασάνισαν. Ήθελαν να τους πω με ποιους Έλληνες ήρθα σε επαφή. Δυο ειδικοί με πολιτική περιβολή –μάλλον της ΕΣΑ, δεν μου συστήθηκαν– χτύπησαν το κεφάλι μου στην κόχη του τραπεζιού και στο πάτωμα μέχρι που μάτωσε. Με χτύπησαν και με την αλυσίδα που είχα δεθεί. Με χτύπησαν στο στομάχι και τη σπλήνα. Με χτύπησαν με μια σιδερένια ράβδο στα δάχτυλα του ποδιού. Τα σημάδια στο κεφάλι και τα δάχτυλα είναι ακόμα ορατά. Από τότε έχω συνεχώς πονοκεφάλους. Γνωρίζω ότι ως πολίτης ξένης χώρας και μετά από διάβημα της πρεσβείας μου είχα διακριτική μεταχείριση. Αν ήμουν Έλληνας θα είχα παραδοθεί στην ΕΣΑ, όπου θα είχα βασανιστεί μέχρι θανάτου, και δεν θα είχα τη δυνατότητα να παρουσιαστώ ενώπιόν σας».
Στα χρόνια που ακολουθούν η φήμη του Wallraff εξαπλώνεται, αφού ο προσωπικός τρόπος που αντιμετωπίζει την δημοσιογραφία (αλλάζοντας ταυτότητα, υποδυόμενος ρόλους μπαίνοντας στο πετσί τους, αλλά ταυτοχρόνως και στο... στόμα του λύκου, δηλαδή των γερμανών αφεντικών του, ξεσκεπάζοντας τον διαχρονικό εργασιακό μεσαίωνα της πατρίδας του) δημιουργεί ένα «μύθο» γύρω από το όνομά του.
Το άρθρο κλείνει με φωτογραφία του Wallraff κατά την απελευθέρωσή του από τις ελληνικές φυλακές μετά από 70+ ημέρες κράτησης, κάτι που συνέβη προς το τέλος Ιουλίου του ’74 – λίγο μετά την πτώση της δικτατορίας δηλαδή.
Το Φλεβάρη του ’87 ο Wallraff δίνει μια μεγάλη συνέντευξη στο περιοδικό «Το Τέταρτο» (τεύχος 22). Μιλάει για το πρόσφατο τότε βιβλίο του, θυμάται όμως και την περιπέτεια της Αθήνας δεκατρία χρόνια πριν…
«Όταν τον Μάιο του 1974 αποφάσισα να αλυσοδεθώ σ’ έναν ηλεκτρικό στύλο της Πλατείας Συντάγματος, εκεί δηλαδή απ’ όπου περνούν οι περισσότεροι τουρίστες, εκείνο που μ’ ενδιέφερε κυρίως ήταν να έχω μια προσωπική εμπειρία των συνθηκών κάτω απ’ τις οποίες ζούσαν οι ανώνυμοι πολιτικοί κρατούμενοι, για να μπορέσω αργότερα να καταθέσω μια όσο γινόταν πιο καλά στηριγμένη μαρτυρία. Μ’ αυτή μου την ενέργεια θέλησα να κατασκευάσω ένα ‘θύμα’, για να γραφούν και να ειπωθούν πολύ περισσότερα πράγματα για τη δικτατορία στην Ελλάδα.(…)
Η πράξη μου δεν είχε να κάνει ούτε με επιδειξιομανία, ούτε με χάπενινγκ ενός εφετζή δημοσιογράφου, όπως τότε παρεξηγήθηκε (ενώ είχε δεχθεί ακόμη και ειρωνικά σχόλια).
Εγώ θέλησα να γίνω Έλληνας για τους Έλληνες, θέλησα να φορτωθώ τα βάσανά τους. Είναι πάντα προτιμότερο να κάνεις κάτι, παρά να δέχεσαι τα πάντα παθητικά, περιοριζόμενος στις εμπειρίες των άλλων.(…)».
Επιστρέφοντας στην τότε Δυτική Γερμανία ο Günter Wallraff θα συνεργαστεί με τον συνάδελφό του Eckart Spoo στη συγγραφή του βιβλίου «Unser Faschismus nebenan/ Griechenland gestern - ein Lehrstück für morgen» [Kiepenheuer & Witsch, Köln 1975], δηλ. «Ο Φασισμός της διπλανής πόρτας / H Ελλάδα του χθες - ένα Μάθημα για το αύριο», το οποίο, αν και προφανούς ελληνικού ενδιαφέροντος, δεν φαίνεται να μεταφράστηκε ποτέ στην χώρα μας.
Στα χρόνια που ακολουθούν η φήμη του Wallraff εξαπλώνεται, αφού ο προσωπικός τρόπος που αντιμετωπίζει την δημοσιογραφία (αλλάζοντας ταυτότητα, υποδυόμενος ρόλους μπαίνοντας στο πετσί τους, αλλά ταυτοχρόνως και στο… στόμα του λύκου, δηλαδή των γερμανών αφεντικών του, ξεσκεπάζοντας τον διαχρονικό εργασιακό μεσαίωνα της πατρίδας του) δημιουργεί ένα «μύθο» γύρω από το όνομά του.
Η συνέντευξή του στο αμερικανικό περιοδικό «Mother Jones» (Feb./March 1979) και στον… επαναστάτη για την πλάκα της Abbie Hoffman (τρανό παιδί της αμερικανικής αντικουλτούρας των sixties) το αποδεικνύει.
Τον Νοέμβριο του 1983, δέκα χρόνια μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ο Wallraff επιστρέφει στην Αθήνα. Όπως σημείωνε και στο «Τέταρτο»… μια πρώην φοιτήτρια τού είχε χαρίσει, τότε, ένα κομμάτι της μαθητικής πλάκας της, που έγραφε πάνω «Μάθε πάλι το Άλφα» – κάτι που είχε λειτουργήσει εντός του λυτρωτικά.
Πάντως, στη δεκαετία του ’80 ο γερμανός ακτιβιστής έγινε αρκετά γνωστός και ως συγγραφέας πια στην χώρα μας, καθώς τυπώθηκε το πολύ επιτυχημένο βιβλίο του «Στο Περιθώριο…» [Στάχυ, Αθήνα 1986], εκεί που περιγράφονται οι απίστευτες περιπέτειές του, όταν μεταμφιεσμένος σε τούρκο εργάτη βρίσκεται να δουλεύει για διάφορες εταιρείες, αποκαλύπτοντας τοιουτοτρόπως (και για ακόμη μία φορά) την βρωμιά της γερμανικής παραγωγικής μηχανής. (Ο Wallraff φαίνεται πως είχε «δανειστεί» την ιδέα αυτού του τύπου της μαχητικής δημοσιογραφίας από τον λευκό Αμερικανό John Howard Griffin, ο οποίος το 1959 κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του σε Λουιζιάνα, Μισισίπι κ.λπ. είχε σκουρύνει το δέρμα του, προκειμένου να ζήσει «από τα μέσα» τον ρατσισμό στον αμερικανικό Νότο. Τις εμπειρίες του τις είχε καταγράψει στο βιβλίο του «Black Like Me» το 1961).
Το «Ganz unten» («Στον Πάτο» ή «Στο Περιθώριο» όπως μεταφράστηκε στην Ελλάδα) δεν ήταν το πρώτο βιβλίο του Wallraff, που θα τα έβαζε με την γερμανική καπιταλιστική βία. Το ίδιο είχε συμβεί και με παλαιότερα βιβλία του («Der Aufmacher»,1977), όπως θα συνέβαινε και με μεταγενέστερα («Από τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο/ Η αθέατη πλευρά του γερμανικού θαύματος», εκδόσεις Τόπος 2011).
σχόλια