Λίγες μέρες πριν τα 30 και ακόμη και τα κουτιά στα ερωτηματολόγια συνωμοτούν για να σε εκνευρίσουν. Ξέρετε, αυτά τα κουτάκια 19-29, 30-39 και δε συμμαζεύεται. Όλη η ζωή σου τακτοποιημένη σε κουτάκια με ερωτήσεις, οι οποίες αλλάζουν ανάλογα με ότι δηλώσεις, ερωτήσεις που περιμένουν να μετρήσουν τη ζωή σου σε ποσοστά αγάπης, επιτυχίας, ανεκτικότητας, σοβαρεύουν τα χρόνια, σοβαρεύουν και τα ερωτηματολόγια. Σημειώνεις το κουτάκι των 30 γιατί εντάξει ρε παιδιά τι έμεινε δηλαδή, αν και τυπικά είσαι ακόμη 29, και θυμώνουν και μαίνονται κάτι κοριτσόπουλα και σου λένε να μη μεγαλώνεις τον εαυτό σου. Το βλέπεις το άγχος στα μάτια τους, 25 και 26 και 29 χρονών κορασίδες με χαρακτήρα μουρλής γριάς λες και ξεγλιστράει η ζωή μέσα από τα χέρια τους, που ακόμη δεν παντρεύτηκαν, που δεν έκαναν παιδιά, που δεν πήγε η ζωή τους σύμφωνα με το εγχειρίδιο μαλάκυνσης και συνδρόμων που τους μετέφερε η μάνα τους, αγχώνονται, άγχος πολύ και εσύ αγχώνεσαι επειδή δε σου πέτυχε η μπεσαμέλ και νιώθεις και κενή, αυτές αγχώνονται για τα παιδιά και εσύ για τα αυγά. Γεννάει η άλλη στα 28 και το διαφημίζει διαδικτυακά, ένα μωρό με προφίλ στο Facebook, και ξαφνικά η άτεκνη συνομήλικη νιώθει ανεπαρκής, μια απόλυτη αποτυχία και βιάζεται, βιάζονται όλες να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά, να τα κουβαλούν σαν αξεσουάρ, να μεγαλώσουν και αυτά και να γίνουν το ίδιο βλαμμένα με εκείνες και έτσι να διαιωνιστεί το είδος της απόλυτης ηλιθιότητας εκεί όπου τα όνειρα και οι προσδοκίες σταματάνε μόλις ξεπεράσουν τα όνειρα και τις προσδοκίες της γειτόνισσας.
Και σκέφτεσαι και λες εσύ που είσαι 30 παρά κάτι και παιδιά ακόμη δε θες, δεν λέω ευλογία είναι, αλλά σκέφτεσαι και λες σε τι μουρλόκοσμο θα κάνεις τα παιδιά και φοβάσαι, φοβάσαι πως για να τα κάνεις πρέπει να είσαι σίγουρη πως θα γίνεις μια μάνα για φίλημα και όχι για φτύσιμο. Και λες ωραία θα ήταν, και θα μοιάζανε και του άλλου και θα είχαν αυτά τα μάτια του τα πράσινα, τα περίεργα και όσο μωρά και να ήτανε, τα μάτια τους θα ήτανε σαν μεγάλου που καταλαβαίνει και θα σε καταλαβαίναν. Θα ήταν ίδια με σένα αυτά τα μωρά και αυτό πλάκα θα είχε, να είχες αιώνιους συμμάχους. Θα περπατούσαν με τα χέρια όπως λένε και οι Πυξ Λαξ και θα λέρωναν τους τοίχους και επιτέλους δεν θα φταις μόνο εσύ για τις δαχτυλιές στις πρίζες και θα φταις το παιδί και θα λες "δεν το έκανα εγώ" και αυτό το μωρό με τα μεγάλα πράσινα μάτια σαν μεγάλου θα σε βλέπει και θα σου λέει "κάτσε δε θα μεγαλώσω, θα σε φτιάξω εγώ". Και θα το ντύνεις σαν εσένα και αυτό θα νευριάζει (τα μωρά δεν πρέπει να φοράνε πουκάμισα) και μετά θα μάθεις και θα 'χεις το παιδί ελεύθερο χωρίς πανιά και ρούχα, ξυπόλητο με λερωμένες πατούσες αλλά ευτυχισμένο, για να μπορεί να είναι στην αγκαλιά σου από επιλογή και όχι από ανάγκη και θα το αγαπάς ακόμη παραπάνω και όλη η ζωή σου θα 'ναι σαν ταινία με τον Χιου Γκράντ, από αυτές της προ-κρίσης, τις ανέμελες και όχι σαν τις τωρινές, τις μεταμοντέρνες, τις ανάποδες.
Σαν παραμονή πρωτοχρονιάς μετράνε αντίστροφα μέχρι τα 30, και κλαίνε, όπως τότε που ήτανε να μπει το 2000 και κλαίγαμε γιατί θα ερχότανε ο Σατανάς και πήρε η γιαγιά μας διακόσιες τονοκονσέρβες για να έχουμε να τρώμε όταν έρθει η καταστροφή.
Και έτσι λες ας κάνω ένα μωρό και ότι γίνει, σάμπως όλοι αυτοί που κάνανε καλύτεροι είναι, μέχρι που πας για καφέ και βρίσκεις τυχαία δυο-τρεις από αυτές τις 28άρες και 29άρες που μετράνε αντίστροφα μέχρι τα 30 με μαύρο δάκρυ. Σαν παραμονή πρωτοχρονιάς μετράνε, και κλαίνε, όπως τότε που ήτανε να μπει το 2000 και κλαίγαμε γιατί θα ερχότανε ο Σατανάς και πήρε η γιαγιά μας διακόσιες τονοκονσέρβες για να έχουμε να τρώμε όταν έρθει η καταστροφή. Και σε ρωτάνε για τα υποθετικά παιδιά σου και τους λες πως τελικά θα κάνεις αν θέλει ο Θεός και ο ελεύθερος χρόνος, θα κάνεις για να 'χεις συμμάχους στο σπίτι όταν θα κάνεις ζημιές να τα φταις αυτά, και σαστίζουν αυτές μαζί σου και το καταλαβαίνεις και τότε προσπαθείς να το σώσεις και λες θα κάνεις παιδιά για να πάνε και αυτά να σπουδάσουν μακριά, μακάρι Αμερική, μπας και πας και εσύ που τόσο καημό το έχεις.
Και αμέσως ξαναβλέπεις αυτό το άγχος στα μάτια τους, "ωχ συμφορά, εγώ θα πέθαινα", λένε, "να πάει το παιδί μου Αμερική τόσο μακριά και αν το σκοτώσουν και αν πάθει τίποτα και αν, το χειρότερο από όλα γνωρίσει κάνα μαύρο ή καμιά Κολομβιανή και μας τους κουβαλήσουν;". Και σκέφτεσαι πόσο ανάποδη είσαι τελικά που νομίζεις πως πλάκα θα είχε να σου έφερνε η κόρη σου τον Jay Z για γαμπρό και σκέφτεσαι τι χαρά θα έπαιρνε ο άλλος αν έφερνε ο γιος την Σοφία Βεργκάρα για νύφη, και θα πηγαίναμε όλοι μαζί διακοπές στους συμπεθέρους στο Bronx ή στη Μπογκοτά, a modern family in the making.
Και μετά ξυπνάς, και είσαι ξανά στην καφετέρια και ακούς να σου λένε αυτές "ε, εσύ πάλι ταξιδεύεις;" και συνεχίζουν ακάθεκτες, για σκέψου να μην έρθει, λένε, πίσω το παιδί και βρει δουλειά εκεί μέσα; Και απαντάς και λες ωραία θα ήταν και αν πετύχει το παιδί και αν είναι ευτυχισμένο και αν πηγαίνεις και εσύ και το βλέπεις; Δεν θα ήταν αλήθεια η απόλυτη ευτυχία να σε πάει η κόρη σου να δεις το ΜΟΜΑ; Αλλά δεν παίρνεις απάντηση από δαύτες, βλέπεις αυτό το βλέμμα της αγελάδας στα μάτια τους, των κλειστών φτερών και της σκουριάς. Και σκέφτεσαι και λες ρε μπας και είμαι εγώ η ανάποδη και πας σπίτι και κλαις και ρωτάς τον άνδρα σου αν είσαι κακιά μάνα που θες να στείλεις το παιδί Αμερική, έστω μια Ευρώπη, και αυτός σε βλέπει και σε ρωτάει πόσο κρασί ήπιες τελικά και πως τώρα πια είναι σίγουρος πως έχει παντρευτεί μια τρελή και σου δίνει ένα ζεστό φιλί στο μέτωπο και εσύ σκέφτεσαι αν είσαι κακιά μάνα αλλά μετά θυμάσαι πως παιδιά δεν έχεις και ηρεμείς και χτυπάς ακόμη μια μπεσαμέλ και σκέφτεσαι κάτι μελλοντικά μωρά, παράξενα, που θα σε βασανίζουν και θα τα έχεις πάντα έννοια, κάτι μωρά με πράσινα μάτια, με ανοιχτά φτερά, πολίτες του κόσμου, αρχηγοί της καρδιάς σου, για πάντα. Και πας για ύπνο.
σχόλια