Αν και οι εκλογές γίνονται μετά από περίοδο παρατεταμένου ενδιαφέροντος για τις πολιτικές εξελίξεις (συμπληρώνουμε 18 μήνες αμείωτης πολιτικής έντασης) το ενδιαφέρον των πολιτών έχει υποχωρήσει απότομα, ενώ το πολιτικό διακύβευμα θεωρείται ασαφές και όχι τόσο κρίσιμο όσο στις προηγούμενες εκλογές.
Αυτό οφείλεται σε δύο κυρίως στοιχεία: Πρώτον, στην αίσθηση ότι η υπερψήφιση του τρίτου μνημονίου δημιουργεί ένα δεσμευτικό πλαίσιο για όλα τα κόμματα, τόσο για τα μεγαλύτερα (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ), όσο και για κάποια μικρότερα που επιδιώκουν τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση (Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ, κ.α.). Έτσι, η πολιτική αντιπαράθεση εστιάζεται όχι τόσο στην θεμελιακή αμφισβήτηση μιας κεντρικής επιλογής (όπως συνέβαινε την περίοδο της αντιμνημονιακής έξαρσης) αλλά σε μια αντιπαράθεση δεξιοτήτων σχετικά με το ποιος μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα μια δεσμευτική για όλους συμφωνία.
Η στρατηγική «χάσαμε, αλλά προσπαθήσαμε» λειτουργεί μεν ως πολιτικό και ψυχολογικό επιχείρημα δικαιολόγησης των τελικών επιλογών, έχει ωστόσο εγκλωβίσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια αμυντική τακτική η οποία αποδυναμώνει το μήνυμά του σε σχέση με την επόμενη μέρα
Δεύτερον διαψεύστηκαν ισχυρές βεβαιότητες, κυρίως από την πλευρά της απερχόμενης κυβερνητικής πλειοψηφίας. Βεβαιότητες μάλιστα που λειτουργούσαν όχι απλώς ως πολιτικός λόγος, αλλά ως κινητήριος δύναμη, ως συστατικό στοιχείο της πολιτικής ανόδου και κυριαρχίας επί μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ακύρωση αυτής της στρατηγικής και η απότομη στροφή, δεν πρόλαβε να αφομοιωθεί – λόγω και της εξαιρετικά μεγάλης πυκνότητας του πολιτικού χρόνου – και έχει οδηγήσει σε πολιτική «αμηχανία» μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος.
Πού θα κριθεί η μάχη, ποιο είναι το ζητούμενο για κάθε κόμμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει χαμηλή συσπείρωση με απώλειες και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά του. Αυτό σε σημαντικό βαθμό οφείλεται στα απόνερα του δημοψηφίσματος, καθώς η πόλωση και η ένταση των ημερών εκείνων «ανέβασε στα κάγκελα» τους υποστηρικτές του ΟΧΙ που σήμερα δυσκολεύονται να αποδεχτούν την αλλαγή κατεύθυνσης και ενίσχυσε την καχυποψία των υποστηρικτών του ΝΑΙ που δηλώνουν μεν ανακουφισμένοι από την «ρεαλιστική» στροφή, πλην όμως δεν είναι πρόθυμοι να του το πιστώσουν εκλογικά καθώς είχαν αντιπαρατεθεί πρόσφατα μαζί του.
Επιπροσθέτως, η στρατηγική «χάσαμε, αλλά προσπαθήσαμε» λειτουργεί μεν ως πολιτικό και ψυχολογικό επιχείρημα δικαιολόγησης των τελικών επιλογών, έχει ωστόσο εγκλωβίσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια αμυντική τακτική η οποία αποδυναμώνει το μήνυμά του σε σχέση με την επόμενη μέρα.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει πάντα ένα ισχυρό επικοινωνιακό όπλο που είναι ο Αλέξης Τσίπρας, αποδεδειγμένα ικανός campaigner, ενώ εξακολουθεί να θεωρείται «νέα» πολιτική δύναμη (συγκριτικά με τη ΝΔ τουλάχιστον), στοιχεία στα οποία έχει προσανατολίσει τη στρατηγική του. Το ζητούμενο βέβαια για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι πώς αυτό θα γίνει συγκεκριμένο μήνυμα, με στόχευση στο μετριοπαθές ακροατήριο και δεν θα μείνει αυτοαναφορικό σύνθημα.
Η Νέα Δημοκρατία εμφανίζει μια δυναμική ανόδου και συσπείρωσης, η οποία οφείλεται κυρίως σε δύο στοιχεία. Πρώτον, στο γεγονός ότι δείχνει να εγκαταλείπει τη μανία της αυτοδικαίωσης. Το να λες συνεχώς «εγώ σας τα’ λεγα», είναι περιττό, ειδικά όταν τα γεγονότα κάνουν από μόνα τους αυτή τη δουλειά. Αυτό «απελευθερώνει» κάποιους παλιούς να επαναπατριστούν ευκολότερα.
Δεύτερον, στο ότι μιλάει για συνεργασίες, επενδύοντας έτσι σε ένα ισχυρό κοινωνικό αίτημα, σαφώς δυνατότερο από το δικό της κομματικό brand. Παράλληλα η αλλαγή ηγεσίας στη ΝΔ φαίνεται να λειτουργεί από μόνη της ως ψυχολογικό άλλοθι για τον επαναπατρισμό ορισμένων ψηφοφόρων της. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει το πρόσωπο του κ. Μεϊμαράκη ο οποίος αν και παλαιός στην πολιτική, είναι νέος σε ρόλο πρώτης γραμμής, χωρίς επίσης ιδιαίτερη φθορά από δύσκολες υπουργικές θητείες.
Το ζητούμενο για τη ΝΔ πέρα από την παραταξιακή συσπείρωση είναι να πείσει ότι μπορεί πράγματι να αποτελέσει πόλο ευρύτερων συνεργασιών και να δώσει και κάποιες πειστικές προτάσεις για την επόμενη μέρα.
Το Ποτάμι έχει ένα πλεονέκτημα που είναι ταυτοχρόνως και η δυσκολία του. Από τη μία αποτελεί τον πιο «βολικό» κυβερνητικό εταίρο, καθώς, θεωρητικώς, θα μπορούσε να συμμαχήσει και με τα δύο μεγάλα κόμματα. Ακριβώς αυτό όμως είναι και το πρόβλημά του, καθώς προσπαθώντας να διατηρήσει αυτό το ρόλο, δεν έχει αποσαφηνίσει τα πολιτικά χαρακτηριστικά του. Επικεντρώνει στη σοσιαλδημοκρατία, όπως έχει αυτοτοποθετηθεί στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο; Στο φιλελεύθερο χώρο, όπως υποδηλώνουν πολλές επιμέρους θέσεις του; Θέλει να είναι ένα πιο «απολιτίκ» σχήμα που θα κινείται με μη συμβατικούς πολιτικούς όρους; Όλα αυτά είναι κάπως ασαφή και ναι μεν του επιτρέπουν να αλιεύει από πολλές δεξαμενές, ταυτοχρόνως, όμως, το καθιστούν ευάλωτο σε συνθήκες πίεσης.
Το ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να επαναπατρίσει παραδοσιακούς ψηφοφόρους του, προβάλλοντας κυρίως την διάψευση των προσδοκιών που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ και επιδιώκοντας να αναδείξει τα διακριτά πολιτικά του στοιχεία εντείνοντας τη ρητορική της κατά και της ΝΔ. Η κα Γεννηματά ως πρόσωπο, μπορεί να υπολείπεται σε πολιτικό βάρος έναντι του κ. Βενιζέλου, ωστόσο έχει τις προϋποθέσεις να απευθυνθεί και να προσελκύσει ψηφοφόρους του παλαιού ιστορικού χώρου στον οποίο κυριαρχούσε το ΠΑΣΟΚ.
Η Λαϊκή Ενότητα (ΛΑΕ) έχει το πλεονέκτημα ότι πατάει σε ένα επί πενταετία κυρίαρχο πολιτικό αφήγημα (το «αντιμνημόνιο»), το οποίο όσο και αν έχει αποδυναμωθεί παραμένει πολιτικά αξιοσημείωτο. Επενδύει δε επίσης στην «προίκα» του 62% του δημοψηφίσματος και στα «αισθήματα» που αυτό προκάλεσε. Η πρόκληση για το νεοσύστατο κόμμα θα είναι να αξιοποιήσει και να εκφράσει ευρύτερες δυνάμεις που κινήθηκαν μέσα σε αυτά τα δύο ευρύτερα κινήματα (αντιμνημόνιο-δημοψήφισμα) κάτι που δεν μπορεί να γίνει μόνο από στελέχη της κομματικής γραφειοκρατίας.
Οι ΑΝΕΛ, πέραν της όποιας στρατηγικής δυσκολίας να δικαιολογήσουν την υπερψήφιση ενός μνημονίου αν και ιδρύθηκαν ως αντιμνημονιακό κόμμα, αντιμετωπίζουν το κλασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι μικροί εταίροι. Καταβάλουν ατόφιο το κόστος για τα αρνητικά της κυβέρνησης, αλλά δεν εισπράττουν το όφελος από τα θετικά, το οποίο καρπώνεται κυρίως ο μεγάλος εταίρος. Οι ΑΝΕΛ έχουν επιλέξει τα τοποθετηθούν στο ευρύτερο τοπίο ως εταίροι του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό τους βοηθάει όταν η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ είναι βέβαια, όπως ήταν τον περασμένο Ιανουάριο, αποτελεί όμως πρόβλημα όταν – όπως τώρα – η μάχη φαίνεται οριακή.
Οι δυο κρισιμότερες ομάδες ψηφοφόρων είναι οι παραδοσιακοί κεντροδεξιοί ψηφοφόροι που ψήφισαν για πρώτη φορά ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Ιανουάριο και οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι του παλαιού αντιμνημονιακού-αντισυστημικού χώρου.
Από την προσέγγιση και την τελική εκλογική στάση κυρίως αυτών των δύο ομάδων θα κριθεί το τελικό αποτέλεσμα.
Συμπερασματικά: μετά από ένα χρονικό διάστημα όπου κυριάρχησαν ισχυρές βεβαιότητες και καινοφανείς διαιρετικές τομές, η αμφισβήτησή τους έχει προκαλέσει απογοήτευση, αμηχανία, ρευστότητα, αλλά και χαμηλότερες προσδοκίες. Δεν υπάρχει καν κυρίαρχο κριτήριο ψήφου, όπως ήταν παλιότερα ο θυμός ή η ανησυχία ή η ελπίδα. Σε αυτό το περιβάλλον είναι εντελώς λάθος να μιλάει κάποιος για «πολιτική κυριαρχία», «ηγεμονίες» ή για «ισχυρή δυναμική» του οποιουδήποτε. Η εκλογική μάχη είναι αμφίρροπη, το τοπίο ρευστό, οι προβλέψεις εντελώς οριακές. Θα κριθεί δε στις λεπτομέρειες και κάθε στρατηγική ή επικοινωνιακή κίνηση θα έχει τη δική της αξία.
σχόλια