«Δεν είναι δυνατόν να οφείλει να δηλώνει ο μαθητής σε δημόσιο έγγραφο το θρήσκευμά του ή την ιδιότητα του άθεου, ώστε να εξασφαλίσει απαλλαγή. Κακώς δεν το αλλάξαμε ως τώρα» δήλωνε προ ημερών στο «Κόκκινο 105.5» η υφυπουργός Παιδείας Σία Αναγνωστοπούλου, προαναγγέλλοντας ότι πια θα αρκεί η απλή αναφορά του μαθητή, του γονέα ή του κηδεμόνα. Κι όμως, αυτή η σύγχρονη, δημοκρατική, στοιχειωδώς ορθολογική προοπτική παραλίγο να πυροδοτήσει την πρώτη «μετωπική» ΣYΡIZA-Εκκλησίας, κάτι που μέχρι σήμερα αμφότερες οι πλευρές αποφεύγουν επιμελώς: oι ιεράρχες παραβλέπουν τη δηλωμένη αθεΐα του Τσίπρα και αρκετών ακόμα μελών της νέας κυβέρνησης, έχοντας εξασφαλίσει ότι «τζιζ» θέματα, όπως ο χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους και η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, δεν αγγίζονται (δεν παίξανε καν προεκλογικά, παρότι πάγια αιτήματα της Αριστεράς, ενώ επισκεπτόμενος πέρσι τον Άθω, ο Αλέξης μιλούσε για «εξορθολογισμό των σχέσεων» και όχι για «διαζύγιο»).
Να όμως που στην απλή νύξη όχι για κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών, όπως ζητούσε η Μαρία Ρεπούση το '13, για να «επικηρυχθεί» κανονικά από ιεραρχία και συντηρητικούς, αλλά για ευνοϊκότερη ρύθμιση ενός ήδη κατοχυρωμένου συνταγματικά δικαιώματος, η επίσημη Εκκλησία «άστραψε και βρόντηξε»: ο «συνήθης ύποπτος» Θεσσαλονίκης Άνθιμος διαπίστωσε «αρνητική στάση απέναντι στην Εκκλησία» (άσε μας, τώρα, βρε δέσποτα), απαίτησε... πιστοποιητικό θρησκευτικών φρονημάτων και υπογράμμισε πως «δεν θα καταργηθούμε εμείς, που είμαστε το 95%, για το 5%» («κλέβει» στις στατιστικές, φλερτάρει και με τη Βόρεια Κορέα!). Αλλά και ο «Τζερόνιμο», εγκαταλείποντας τη συνήθως ψύχραιμη στάση του, αναφέρθηκε απαξιωτικά σε «ορισμένες ιδέες που έχει κάποια κυρία στο μυαλό της» (λες και δεν είναι εκλεγμένη βουλευτής και υφυπουργός), καλώντας μας «να σοβαρευτούμε και να μην ακούμε τις ανοησίες του ενός και του άλλου» (εδώ, να συμφωνήσουμε!), εφόσον «αρμόδιο είναι το Σύνταγμα, που λέει ότι η παιδεία μας είναι ελληνοχριστιανική». Κοντολογίς, μην πολυκουνιέστε, γιατί «εμείς» κάνουμε κουμάντο σε αυτό τον τόπο – πράγματι, το υπουργείο έσπευσε να «ρίξει τους τόνους», αφού καμιά κυβέρνηση (εξαίρεση, η μοναδικά ευνοϊκή συγκυρία του πρώιμου ΠΑΣΟΚ, οπότε εκσυγχρονίστηκε τουλάχιστον το οικογενειακό δίκαιο) δεν διανοείται να τους ανεβάσει. Εκεί, άλλωστε, σκοντάφτει κάθε αναθεώρηση του ρόλου της Εκκλησίας στα κοσμικά μας πράγματα...
Κακά τα ψέματα, αν δεν συμβούν κοσμογονικές αλλαγές, Εκκλησία και Κράτος θα παραμείνουν το κορυφαίο «διαπλεκόμενο».
Το Σύνταγμα πράγματι μιλά για την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης (και όχι συγκεκριμένα της ελληνοχριστιανικής, παρότι αναφέρει ως επικρατούσα θρησκεία την Ορθοδοξία) ως έναν από τους στόχους της παιδείας. Θεωρεί, όμως, θεμέλιό του τη λαϊκή, όχι τη θρησκευτική κυριαρχία. Διακηρύσσει το απαραβίαστο της θρησκευτικής συνείδησης και κατοχυρώνει ρητά την ανεξιθρησκία ήδη από την πρωτόλεια έκδοση της Τροιζήνας (1827). Άλλωστε, το μεγάλο μας πρόβλημα, σεβασμιότατε, δεν είναι η έλλειψη θρησκευτικότητας αλλά η υπερβολή της, ένας ευσεβισμός της υποκρισίας. Είναι ακόμα ο και θεολογικά καταδικαστέος εθνοφυλετισμός (οι ελληνορθόδοξοι ως περιούσιος λαός) και, βέβαια, ένας τόσο στενός εναγκαλισμός Εκκλησίας-Πολιτείας που μόνο σε θεοκρατικά καθεστώτα συναντάς, ευθύνεται δε για πολλές εθνικές, πολιτικές και πολιτισμικές μας αγκυλώσεις. Η Εκκλησία απαιτεί να έχει λόγο παντού, από τις πολιτικές εξελίξεις ως το μεταναστευτικό και από την καλλιτεχνική δημιουργία μέχρι το Σύμφωνο Συμβίωσης – ένας λόγος κατά κανόνα, δυστυχώς, σκοταδιστικός.
Ας διδασκόμαστε Θρησκευτικά, σχετίζονται άμεσα άλλωστε με τις υπαρξιακές αναζητήσεις, τα ήθη και την κοινωνική οργάνωση του είδους μας. Να είναι όμως προαιρετικά, θρησκειολογικού-συγκρητικού χαρακτήρα, πιο συμβατά με τις σύγχρονες σκεπτικιστικές, ανεξίθρησκες, πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Όσοι μαθητές/γονείς επιθυμούν κάτι δογματικότερο, ας απευθυνθούν στα κατηχητικά. «Όστις θέλει» δεν είπε ο Ναζωραίος; Να πάψουν να «αλωνίζουν» στα σχολεία οι παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, να καταργηθούν οι υποχρεωτικοί αγιασμοί και εκκλησιασμοί, εξάλλου πιο... ευλογημένους δεν μας κάνανε. Να προβάλλονται οι αξίες του ανθρωπισμού, της αλληλεγγύης, της ανιδιοτελούς αγάπης, της αντίστασης στις αυθαιρεσίες της εξουσίας, που άλλωστε και ο χριστιανισμός πρεσβεύει στην «καλή» του εκδοχή – το πρώτο μάθημα που θα δίδασκα εγώ π.χ. θα ήταν η ιστορία του παπα-Στρατή της «Αγκαλιάς» στη Λέσβο.
Κακά τα ψέματα, αν δεν συμβούν κοσμογονικές αλλαγές, Εκκλησία και Κράτος θα παραμείνουν το κορυφαίο «διαπλεκόμενο». Τα διάφορα Βατοπέδια, τα «ροζ» σκάνδαλα, τα κηρύγματα μίσους που ελέγχονται πλέον και ποινικά (δεν ήταν τυχαία η αντίθεση εκκλησιαστικών κύκλων στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο) είναι απλώς η κορυφή του «ιερού» παγόβουνου. Που όσο γρηγορότερα λιώσει, τόσο καλύτερα για το κλίμα αυτού του τόπου. Ίσως όμως υπεραισιοδοξώ για τα νεωτερικά μας αντανακλαστικά. Γιατί μπορεί οι πραγματικά πιστοί να είναι πολύ λιγότεροι από το 95% που ισχυρίζεται ο Άνθιμος, εντούτοις όλες οι δημοσκοπήσεις φέρουν την Εκκλησία πρώτο σε εμπιστοσύνη θεσμό μαζί με τον στρατό και την οικογένεια, δικαιώνοντας έτσι το γνωστό χουντικό τρίπτυχο...