Οικονομία στα όρια της τράκας. Αυτή που στην αρχή έχει μια μικρή τσίπα πάνω της, αλλά μετά μεταμορφώνεται σε πολλές τόσες δα καφριλίτσες, που συντηρούνται στις παρέες, στα γραφεία, στις οικογένειες, στα ζευγάρια, παντού.
Σκέπασαν την πόλη χειρότερα απ' την καρβουνίλα της αιθαλομίχλης και κρύβουν τόση πλάκα, όση πίκρα.
Στο σούπερ μάρκετ: φίλη «τσιμπάει» δυο οικογενειακές προσφορές από κράκερς του κιλού.
«Θα τα φάτε όλα αυτά;»
»Όχι, ρε. Τη μία θα τη δοκιμάσω, όσο ψωνίζουμε. Μην τα πληρώσω και τα πετάξω. Σιγά μη φυράνουν!»
Στο ταμείο, προς την έξοδο, μέσα στις υπόλοιπες σακούλες, χώνει και καμιά δεκαριά αδειανές.
«Τι θα τις κάνεις, χριστιανή μου;»
«Πας καλά; Δεν μου περισσεύουν για σακούλες σκουπιδιών. Αυτές μια χαρά είναι!».
Στο γραφείο: συνάδελφος σε κανάλι, είναι ικανός να σκυλομπαφιάσει ή να περπατήσει κανά χιλιόμετρο για να πάρει τσιγάρα, αντί να δώσει χρήματα σε (επίσης) συνάδελφο που «πετάγεται» για σάντουιτς, τσιγάρα, καφέ.
«Γιατί;»
«Γιατί, αν του δώσω 20άρικο, πάντα, κάτι δεν πάει καλά με τα ρέστα. Κι αν πάει (καλά;), θα ψάχνει τσέπες για κανά τέταρτο για να σου δώσει εκείνο το 20λεπτο που δεν το βρίσκει, μέχρι να του πεις "άσ' το – βράσ' το, θα τα βρούμε!". Ε, και δεν τα βρίσκουμε ποτέ, απ' ό,τι αντιλαμβάνεσαι...».
«Και γιατί δεν του τα δίνεις "ακριβώς"»;
«Γιατί πάλι ψάχνεται και πάλι δεν παίρνω ρέστα σωστά. Με τούτα και με 'κείνα, από λάθος ρέστα στο γραφείο, πρέπει να 'χει μαζέψει κανά 50άρικο, αλλά και να του βάλω χέρι ντρέπομαι. Έχει δυο μικρά παιδιά»!
Στην καφετέρια: «σκάει» παρέα 8 ατόμων. Παραγγέλνουν οι 3. Με διπλά καλαμάκια, κουταλάκια, χαρτοπετσέτες, νερά, όλα στα δύο...
Από τους 3, πληρώνουν οι 2. Αυτοί που αντέχουν ακόμη. Δεν το κάνουν θέμα. Πέφτει και κανά χάδι φιλικό σε κανά κεφάλι. «Δεν πειράζει, όταν έχεις. Δεν θα πεθάνουμε, φιλαράκι μου, για 4 σκατοευρώ καφέ!».
Στα τσιγάρα: Ο έχων πακέτο το μοιράζεται. Και χάνει και τον αναπτήρα. Κι αυτός που το «εξαφανίζει» απ' την κοινή θέα, συνήθως, είναι εκείνος που έχει 4-5 πακέτα στο συρτάρι.
«Έχουμε έναν τέτοιο, ρε παιδί μου, στη δουλειά, ο οποίος δεν δίνει τ' αγγέλου του νερό», λέει φίλος, «και ενώ ξέρουμε ότι δεν έχει οικονομικό πρόβλημα, τι κάνει – στο Θεό σου, δηλαδή! - όταν φύγουμε όλοι απ' το κτήριο;»
«Τι;»
«Φέρνει γύρα σε γραφεία και μαζεύει τα ψιλά -20λεπτα, 10λεπτα, τάληρα – και τα κρύβει σε ένα χάρτινο κουτάκι μέσα στο συρτάρι του. Ποιος ξέρει τι πέτρα τον χτύπησε μικρό...».
Στο αυτοκίνητο: κάποιος ευλογημένος κάνει δρομολόγια κάθε πρωί για να φτάσουν 4-5 νοματαίοι στη δουλειά τους. Από τους 5, συμμετοχή στη βενζίνη έχουν οι 3, μπορεί και οι 2. Δεν είναι ότι οι άλλοι δεν θέλουν, ή κάνουν το «παπί». Δεν «βγαίνουν», απλά πράγματα. Και στηρίζονται σε ένα περίεργο αίσθημα που δεν είναι ακριβώς αγάπη, δεν είναι καν συμπόνοια, καμιά φορά δεν υπάρχει ακριβής περιγραφή, αρκεί ένα «επιφυλάσσομαι», γύρευε τώρα «πότε», «πως» και «τι».
Στα εισιτήρια, στο θερμοσίφωνο, στις μερίδες του φαγητού, στο τι θα πετάξεις, στα πόσα πλυντήρια, λίγο Σκρουτζ και λίγο φτωχοδιάβολος (ενώ δεν είσαι, αλλά σε κάνουν), δίλεπτα, μονόλεπτα, παίρνεις από 'δω, βγάζεις από 'κει, κάποιου του πέφτει ένα χαρτονόμισμα κι ενώ παλιά ίσως έτρεχες πίσω του να του το δώσεις, κοιτάς δεξιά αριστερά και το βάζεις στην τσέπη, στην αρχή με ενοχές, μετά δεν βαριέσαι, δεν (σε) πειράζει πια, αν σε πουν «σκιτζή» ή τσιγκούνη, παλιά τρόμαζες στην ιδέα να σε λυπηθούν, να σε κακολογήσουν επειδή δεν έχεις, τώρα απλώς τρέχεις, και χωρίς αυτό μπορείς και χωρίς εκείνο μπορείς, αρκεί να τα καταφέρεις. Αρκεί;
* Η κα Αγγελοπούλου σήμερα παραιτήθηκε από τον πεντοχίλιαρο μηνιαίο μισθό της Πρέσβειρας «εκ προσωπικοτήτων της Ελλάδας» και ο κ. Παπακωνσταντίνου χθες περιέγραφε στην κα Στάη την έλλειψη περιέργειας να μάθει (;) ποιοι συμπολίτες του ντηλάριζαν 2 δις ευρώ από Ελλάδα στα ξένα και τούμπαλιν. Κι εσύ χαιρόσουν γιατί προχθές βρήκες 5 ευρώ σε μια ξεχασμένη τσάντα...
σχόλια