Δεν είναι σπάνιο είδος. Αντιθέτως, «ενδημεί» σε διάφορους χώρους, όπως π.χ. σ’ αυτόν πέριξ των τεχνών. Είναι όσοι σπεύδουν να αγκαλιάσουν ως σημαντικό ό,τι εισάγεται ως καινοτόμο και πρωτοποριακό. Όσοι έχουν ενθουσιώδη άποψη, προκατασκευασμένη από τις συστάσεις «ατζέντηδων» και δελτίων Τύπου (που στο κάτω-κάτω κάνουν τη δουλειά τους) ή δημοσιευμάτων σε ξένες εφημερίδες, προτού αγοράσουν ένα εισιτήριο ή διαβάσουν ένα βιβλίο. Όσοι ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο να πουν ότι «πήγαν», πολύ λιγότερο να παρακολουθήσουν και καθόλου να κρίνουν ψύχραιμα, εκ των υστέρων.
Ουσιαστικά, μπορείς να προβλέψεις εύκολα τι θα σου πουν μετά, με ποιο τρόπο και με τι ύφος. Είναι εκείνοι που δεν έχουν διαβάσει Παπαδιαμάντη, Βουτυρά, Φλομπέρ ή Ντοστογιέφσκι, αλλά σου αναλύουν για πλάκα τον Χόλινγκχερστ. Και, βέβαια, παραμένουν καχύποπτοι ή, έστω, εξαιρετικά επιφυλακτικοί σε ό,τι εγχώριο ενδιαφέρεται να συνομιλήσει μόνο με τον περίγυρό του, χωρίς τη ματαιοδοξία να κοιτάξει σώνει και καλά τη διεθνή σκηνή. Είναι όσοι ντρέπονται να σου πουν ότι ο πατέρας τους λάτρευε τον Πάνο Γαβαλά και ότι το μόνο ανάγνωσμα που υπήρχε στο πατρικό τους ήταν οι «Βίοι Αγίων» − κι αν σου το ομολογήσουν ως οικογενειακό… couleur locale, θα είναι ειρωνικά αποστασιοποιημένοι. Είναι όσοι απεχθάνονται τον όρο «λαϊκό» και αποκηρύσσουν καθετί που θα μπορούσε να τον ανακαλεί.
Υπέρ αυτού του στόχου σπεύδουν να νομιμοποιήσουν ακόμα και τις πιο ακραίες, προσβλητικές, κτηνώδεις, απροκάλυπτα χυδαίες και κυνικές εκφάνσεις των ευρωπαϊκών πολιτικών ηθών και εθών. Εκείνοι που βρίσκονται μονίμως αυτόκλητοι συνήγοροι κάθε ξένου «εθνικού» μας κατηγόρου αδιακρίτως και στον αντίποδα είναι διαρκώς εισαγγελικοί απέναντι σε κάθε «λαϊκή» έκφανση, διαμαρτυρία ή αίτημα, διότι μάλλον είναι προορισμένοι να θάβουν τα δικά τους ενοχικά σύνδρομα και να αποποιούνται τις δικές τους ευθύνες και την ιδιοτέλεια διά της συνεπούς καλλιέργειας των ενοχικών συνδρόμων και των ευθυνών του «λαού» που σιχαίνονται.
Είναι, δηλαδή, όσοι επιχειρούν ασμένως και διαρκώς να αποδείξουν ότι εκείνοι δεν πάσχουν καθόλου από τον ελληνικό επαρχιωτισμό μας αλλά, αντίθετα, ανήκουν σε μια εκλεκτική και σκεπτόμενη νεο-αστική τάξη, που το στομάχι της αντέχει μόνο τον δυτικό πολιτισμό. Είναι, τελικώς, εκείνοι που εκπροσωπούν τη χειρότερη όψη του κακώς εννοούμενου, κομπλεξικού «επαρχιωτισμού».
Στον χώρο της πολιτικής αυτό το ίδιο είδος, αν και καμώνεται διαρκώς ότι προσπαθεί να απομακρυνθεί από τον «ακραίο λαϊκισμό» ένθεν και ένθεν, αποδεικνύεται όσο αντιπαθητικό, επικίνδυνο, πολωμένο και προβλέψιμο είναι και ό,τι καταγγέλλει: διότι, ναι, δίπλα σε Αριστερούς και Δεξιούς «λαϊκιστές» αναφύονται εξίσου αναποτελεσματικοί, ιδιοτελείς, ματαιόδοξοι και κενοί νοήματος, δήθεν «κεντρο-αριστεροί» ή «κεντρο-δεξιοί», αλλά στην ουσία κομπλεξικοί «επαρχιώτες της Ευρώπης».
Εξυπακούεται ότι δεν εννοώ όλους όσοι έχουν κεντρώες τάσεις και ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Αλίμονο! Εννοώ εκείνους που λειτουργούν οπαδικά και εκ των προτέρων. Που είναι πρόθυμοι να υπερασπιστούν πάση θυσία μια παραδοξότητα: να αποδεχτούν στο όνομα της Ευρώπης την πιο εξαθλιωμένη «βαλκανοποίηση». Και που υπέρ αυτού του στόχου σπεύδουν να νομιμοποιήσουν ακόμα και τις πιο ακραίες, προσβλητικές, κτηνώδεις, απροκάλυπτα χυδαίες και κυνικές εκφάνσεις των ευρωπαϊκών πολιτικών ηθών και εθών. Εκείνοι που βρίσκονται μονίμως αυτόκλητοι συνήγοροι κάθε ξένου «εθνικού» μας κατηγόρου αδιακρίτως και στον αντίποδα είναι διαρκώς εισαγγελικοί απέναντι σε κάθε «λαϊκή» έκφανση, διαμαρτυρία ή αίτημα, διότι μάλλον είναι προορισμένοι να θάβουν τα δικά τους ενοχικά σύνδρομα και να αποποιούνται τις δικές τους ευθύνες και την ιδιοτέλεια διά της συνεπούς καλλιέργειας των ενοχικών συνδρόμων και των ευθυνών του «λαού» που σιχαίνονται.
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Διότι κάτι τέτοιους «τους είδα», που λέει και η Λένα Διβάνη. Τους είδα σε ένα ουσιαστικά απολιτίκ, ανήσυχο «ταξίδι» σε πολιτικές επιλογές ή σχηματισμούς που τα τελευταία χρόνια φούσκωναν και ξεφούσκωναν άδοξα (κυνηγώντας την ουρά της Ευρώπης, συντάχθηκαν τυφλά με τον Σημίτη, δοκίμασαν τη ΔΗΜ.ΑΡ. ή οι αφελέστεροι και τον Τζήμερο, πέρασαν από την «Ελιά» στους «58», κατέφυγαν στο Ποτάμι).
Τους βλέπω πάλι να συσπειρώνονται ενθουσιασμένοι γύρω από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, με διάθεση να τον αντιμετωπίσουν ως προϊόν πολιτικής «παρθενογένεσης», βιαστικοί να του προσδώσουν υψηλό ευρωπαϊκό κύρος, αδιάφοροι για τις οικογενειακές, ιδεολογικές και επαγγελματικές του καταβολές ή για το εξαιρετικά αμφισβητήσιμο της πολιτικής του αποτελεσματικότητας μέχρι στιγμής. Είναι όσοι, πριν αλέκτορα φωνήσαι, πανηγυρίζουν στο Διαδίκτυο για τον Ευρωπαίο Σωτήρα και Μεταρρυθμιστή, χαιρετίζουν τη «νέα εποχή», την «ήττα του πελατειακού κρατισμού» και της διαπλοκής (!) ή, ακόμα-ακόμα, σπεύδουν να τον ανακηρύξουν «σίγουρα τον πιο προοδευτικό αρχηγό στην ιστορία της ελληνικής συντηρητικής παράταξης και έναν από τους λιγότερο λαϊκιστές πολιτικούς που γνώρισε η χώρα τον 21ο αιώνα»!
Δυστυχώς, στην περίπτωση τέτοιων ανθρώπων, το δικό τους «κέντρο» είναι εντελώς ακραίο. Είναι θυμικό και πολωμένο. Είναι ιδιοτελές και κουτοπόνηρο. Είναι «χριστιανικό» και λαϊκίστικο. Και το χειρότερο για τους ίδιους; Είναι, εν τέλει, εκφραστής μιας τυπικά… «ελληνικής» συμπεριφοράς. Την είχε, μάλιστα, θαυμάσια αποτυπώσει ο Ψαθάς στη «Μαντάμ Σουσού».
σχόλια