Πίσω από την Πέτρου Ράλλη βρίσκεται ο Λελούδας, ένα οινομαγειρείο για νταλικιέρηδες και για όσους αγαπούν να τρώνε οικονομικά και καλά, χωρίς γευστικές στραβοτιμονιές. Είναι η περίπτωση που πας φίλο σου Βορειοευρωπαίο να φάει και του λες «μύρισε παλιά Ελλάδα» και τον ποτίζεις φίνο καθαρό κρασί από τα βαρέλια του Λελούδα που δεν είναι μόνο διακοσμητικά, και τρώει γεύσεις, καθαρές, ελληνικές, και, έστω, για λίγο νιώθεις ότι σε αυτό τον τόπο όλα είναι σωστά (αν έχει και λιακάδα). Ο Λελούδας είναι από τα πιο παλιά οινομαγειρεία της πόλης. Με τα χρόνια έχει καθιερωθεί ως «στάση μασάς» για διερχόμενους φορτηγατζήδες και όχι μόνο, αφού στους μυημένους ουρανίσκους έχει καταχωρισθεί ως η ψαγμένη επιλογή που κάνει τη διαφορά.
Στην Πέτρου Ράλλη έχει κίνηση, βενζινάδικα, μεταφορικές εταιρείες. Μετράω κάτι ξεκούδουνους φοίνικες που έχουν φυτρώσει παράδοξα στο τσιμέντο. Πίσω από τον δεύτερο φοίνικα που συναντάς στην όχι και τόσο εξωτική λεωφόρο βρίσκεται το σεμνό ταβερνάκι με την μπλε πόρτα και ιστορία χρόνων, τότε που ακόμα η περιοχή ήταν μια μεγάλη αλάνα με χώμα.
Ο Λελούδας είναι από τα πιο παλιά οινομαγειρεία της πόλης. Με τα χρόνια έχει καθιερωθεί ως «στάση μασάς» για διερχόμενους φορτηγατζήδες και όχι μόνο, αφού στους μυημένους ουρανίσκους έχει καταχωρισθεί ως η ψαγμένη επιλογή που κάνει τη διαφορά.
Ανοίγω την πόρτα δώδεκα το μεσημέρι και γίνεται ήδη το αδιαχώρητο – της τεστοστερόνης το ανάγνωσμα. Εδώ ξαποσταίνει ο σωστός ο φορτηγατζής με τα τατουάζ, εκείνα τα παλιά του Ποπάι, την αντρίλα, ενίοτε τα μούσια και τα χιλιόμετρά του. Πεινασμένα πιρούνια, τσουγκρίσματα μια εύθυμη χορογραφία. Κάθομαι και τα αγόρια σοβαρεύουν. «Τι καίει πιο πολύ από τη σκορδαλιά του Λελούδα;». «Ένα κορίτσι που σκάει στο μαγαζί». Αυτή την ατάκα μού λέει ο σερβιτόρος όταν έρχεται να πάρει την παραγγελία. Αυτά να διαβάζετε τα λεύτερα κορίτσια της πόλης...
Στου Λελούδα τρώνε στην πλειονότητά τους τιμόνια καλαματιανά και όχι μόνο. Ο κόσμος, όπως μαθαίνω, είναι ετερόκλητος. Δικηγόροι, γιατροί, παππάδες, καλλιτέχνες, όλοι συναντιούνται στην τίμια γεύση. Μασκότ του μαγαζιού ο Μήτσος ο Μουστάκιας, ένας ογκώδης μουστάκιας, με μουστάκες εντυπωσιακές και περίτεχνο στρίψιμο ανεπαίσθητης μπούκλας στην άκρη. Ξεκίνησε σαν πελάτης του μαγαζιού, στη συνέχεια έγινε φίλος και τώρα πίνει στην υγεία του Λελούδα. Η δουλειά για τον Μήτσο είναι, όπως λέει, η ζωή του. Σβέλτος, εργατικός και, κατά τα φαινόμενα, ντόμπρος όταν τον ρωτάω γιατί τραβάει το μαγαζί τους φορτηγατζήδες. Μου λέει ότι είναι δίπλα τα πρακτορεία τους, αλλά μου δείχνει από το παράθυρο την αλάνα και μου λέει αφοπλιστικά: «Πού να βρεις, ρε κοπελιά, να το παρκάρεις το τριαξονικό στο Κολωνάκι;».
Ο Μήτσος ποτέ δεν πίνει πριν από τις πέντε που κλείνει το μαγαζί. Και ο ίδιος ήταν παλιά οδηγός νταλίκας. Τη γούσταρε την ελευθερία του να ταξιδεύεις, αλλά η μοναξιά στο τιμόνι δεν παλεύεται, μου εξομολογείται και τσουγκρίζει το ποτήρι μου με το νερό του. Με ποτίζουν φίνο κρασί στις δώδεκα το μεσημέρι, αλλά το κρασί του Λελούδα δεν σε πειράζει ποτέ, όπως λέει κατηγορηματικά ο Μήτσος, που πίνει ο ίδιος τουλάχιστον 365 κιλά κρασί τον χρόνο. Γουρλώνω τα μάτια: «Και λίγο λέω. Τι είναι ένα κιλό κρασί τη μέρα; Αυτό εδώ είναι φάρμακο». Ο ιδιοκτήτης, ο Δημήτρης, που το επίθετό του είναι και η ταμπέλα του μαγαζιού, συμφωνεί. Φαίνεται ήσυχος άνθρωπος, από εκείνους που στο λεξικό τους βάζεις φωτογραφία δίπλα στο λήμμα «νοικοκύρης». Καλοσυνάτος, μιλάει με ηρεμία και ενώ γίνεται το αδιαχώρητο, είναι ψύχραιμος και εξυπηρετικός.
Το μαγαζί, μαθαίνω, ξεκίνησε το 1928 ως μπακάλικο. Ο παππούς του είναι Κυθνιός. Σιγά-σιγά, καθότι μερακλής, έβγαζε στους εργάτες στα κεραμοποιεία της περιοχής μια κονσέρβα και λίγο ψωμί στη λαδόκολλα, σαν κολατσιό. «Τα τσιγάρα εκείνη την εποχή τα αγόραζες χύμα. Έχω κρατήσει τα τεφτέρια του: πενήντα λεπτά το ψωμί, δύο ντομάτες και τρία τσιγάρα. Άλλες εποχές. Και σταδιακά το κολατσιό εμπλουτίστηκε, ζητούσαν κανέναν μεζέ, ο μεζές ήθελε κρασί, στην αρχή έβαλε ένα βαρέλι, μετά δεύτερο. Μετά το ’80, που έκλεισαν τα μπακάλικα, έμεινε η ταβέρνα».
Στον ίδιο αρέσει να τρώει φασολάδα με ρέγκα και γίγαντες. Το πιάτο που τραβάει πιο πολύ είναι ο τηγανητός μπακαλιάρος, χρυσοκίτρινος και ελαφρά τραγανιστός Τον λένε «ρουφιάνο του κρασιού» γιατί είναι αλμυρός και το ζητάει μετά το αλκοόλ του. Στην κουζίνα, η μαγείρισσα, η κυρία Άννα, τηγανίζει με πολύ δεξιοτεχνία από λαβράκι μέχρι τηγανητή, μαστόρικη πατάτα. Το μεράκι της το πήρε από τη γιαγιά της που ήταν Σμυρνιά και παίζει στα δάχτυλα όχι μόνο τις συνταγές της Μικρασίας αλλά και τις παραδοσιακές. «Μαγειρεύω βλάχικα» μου λέει και κλείνει με νόημα το μάτι, σαν να πρέπει να πιάσω το υπονοούμενο.
Το μαγαζί σερβίρει και κρέατα και θαλασσινά. Έχουμε και λέμε: γλώσσα μόσχου, κοκκινιστό, κρέας λεμονάτο, γαύρος, μπακαλιάρος και ό,τι άλλο φρέσκο έχει η αγορά. Η δουλειά, όπως μαθαίνω, είναι απρόβλεπτη. Μπορεί να πλακώσει κόσμος στις 10:30 το πρωί και να θέλουν τα τηγανητά και τις σκορδαλιές τους. Ο φορτηγατζής έχει άστατο ωράριο και άστατο στομάχι, οπότε το μαγαζί έχει κόσμο από το πρωί.
«Υπάρχουν πελάτες που έρχονται από το ’48. Έρχονταν νέοι και τώρα τρώνε στο ίδιο μέρος με τους εγγονούς τους» μου λέει καμαρωτά για τη σταθερή του πελατεία και για τους αγώνες να κρατήσει το μαγαζί κόντρα σε όποια αντιξοότητα. Το μαγαζί είναι γεμάτο ξύλινα βαρέλια που τα προσέχουν ευλαβικά. Τα ανοίγουν, τα γεμίζουν με τον μούστο και τα κλείνουν με φροντίδα. Τα βλέπεις τακτοποιημένα σε κάθε γωνιά του μαγαζιού αλλά και στοιβαγμένα στο κλειστό κελάρι με τις οικογενειακές φωτογραφίες που σε μεταφέρουν σε άλλες εποχές.
Το κρασί εδώ έχει την τέχνη του και κρατάει τα ινία και τα μυστικά του επτασφράγιστα. Κάθε χρονιά το κρασί βγαίνει καλό και καθαρό, αλλά υπάρχουν και εξαιρετικές χρονιές. Το κρασί πάει με τη ζωή, ποτέ δεν είναι το ίδιο, κάθε χρονιά έχει τα τυχερά της και τα απρόβλεπτά της.
Όπου και αν πέσει το μάτι μου, νιώθω ότι ο χώρος, οι τιμές και οι γεύσεις έχουν μια τιμιότητα. Ο χαλβάς στο τέλος και από δίπλα το σπιτικό γλυκό του κουταλιού πορτοκάλι μοιάζουν με καθησυχαστικό χτύπημα στην πλάτη και με μια υπενθύμιση ότι στα απλά βρίσκεται όλη η μαγεία.
Σαλαμινίας 8, Βοτανικός. 210 3464167