Ανάμεσα στον αξιοθρήνητο Λαζόπουλο και στα σπασμένα νεύρα των αγροτών, σκέφτομαι εν τέλει ότι εκείνο το αρχετυπικό «και διηγώντας τα να κλαις» δεν μας πάει βήμα παραπέρα. Πολιτικά σημαίνει στασιμότητα ή οπισθοδρόμηση.
Με το ενδεχόμενο κλεισίματος των συνόρων και τα τόσα εσωτερικά ρήγματα, τα αγροτικά και τα άλλα μπλόκα που ορίζουν τη ζωή μας, ξαναβγαίνει επιθετικά στην επιφάνεια ο λόγος για την παρακμή. Μιλώ γι' αυτό που οι Αμερικανοί και οι Γάλλοι δημοσιολόγοι ονομάζουν declinism(e). Το λεξικό την ορίζει ως «την πεποίθηση ότι μια συγκεκριμένη χώρα, κοινωνία ή θεσμός βρίσκονται σε κατάσταση σημαντικής και πιθανόν ανεπανόρθωτης παρακμής».
Υπάρχει, άραγε, εναλλακτική σε αυτό; Μπορεί κανείς να αποφύγει τη μετατροπή ακόμα και της απαισιοδοξίας σε μια εστέτ, αφόρητη «ορθοδοξία»; Να μην είναι απολογητής της βαρβαρότητας και συγχρόνως να μη βλέπει στα πάντα βαρβαρότητα;
Είναι, βέβαια, αρχαία υπόθεση το πράγμα. Ο Πλάτωνας, για παράδειγμα, έβρισκε στη δημοκρατία το αναποδογύρισμα και τη σύγχυση όλων των αξιών: την αναίδεια των νεότερων, το χαλάρωμα των ηθών, την αγανακτισμένη απείθεια και πάει λέγοντας. Σε εξάρσεις οικονομικών κρίσεων ή σε φάσεις ευημερίας, σε περιόδους κοινωνικών ταραχών ή, αντίθετα, όταν μια χώρα βαριέται και δεν κουνιέται φύλλο, η ρητορική του χαμού ανθεί. Μοιάζει έτσι με εκείνη την ποίηση που σκύβει διαρκώς πάνω από τα βάσανα της ψυχής ή τα πάθη του σώματος.
Με μια έννοια, οι παρατηρητές, δημόσιοι γραφιάδες ή ακόμα και κοινωνικοί στοχαστές αγαπούν τις ζοφερές διαγνώσεις. Συλλέγοντας τους πικρούς καρπούς, κάνουν σιγά-σιγά επάγγελμά τους τα σημεία και τα τέρατα. Προλέγουν το χειρότερο, αφήνοντας στους αφελείς και στους ανυποψίαστους τα «καλά νέα».
Και είναι αλήθεια ότι ορισμένες συγκυρίες, όπως η σημερινή, κάνουν πιο εύκολη αυτήν τη συνήθεια. Ένας αντι-Κοέλιο θα μπορούσε να πει ότι σήμερα όλα συνωμοτούν για να πάει κάτι στραβά ή για να μη λυθεί ουσιαστικά κανένα πρόβλημα. Η μία κρίση διαδέχεται την άλλη, η μία διεισδύει στον πυρήνα της άλλης: εξασθενίζοντας τη θέση των περισσότερων χωρών, διασπώντας ακόμα περισσότερο την ευρωπαϊκή ήπειρο, ματώνοντας περισσότερους λαούς από δίπλα.
Κάποιοι, λοιπόν, έχουν την τάση να αντιδρούν στις διαγνώσεις της παρακμής, ανατρέχοντας στις «θετικές ειδήσεις» ή φτιάχνοντας καταλόγους με τις αγαθοεργίες της vita moderna. Άλλοτε επωμίζονται τον άχαρο ρόλο να υπερασπιστούν κάποιες μεγάλες υποθέσεις που εσχάτως βρίσκονται στα κάτω τους: την Ευρώπη, τη φιλελεύθερη δημοκρατία, τις απελευθερωτικές εμπειρίες της δυτικής νεωτερικότητας. Ο ρόλος είναι άχαρος γιατί η προφανής ιδεολογική στάση είναι αυτή του τιμητή και του υποψήφιου νεκροθάφτη. Μπροστά, μάλιστα, στη δύναμη των χρονικογράφων της παρακμής, όλες οι κάπως συγκρατημένες ή, πολύ περισσότερο, κάποιες θετικές εκτιμήσεις μοιάζουν ρηχές. Περνάει, ακόμα, συχνά η αντίληψη πως βαθύτητα στη σκέψη σημαίνει μεγαλόστομη εναντίωση και το ύφος που εξαγγέλλει συμφορές. Λίγο καπιταλιστική Αποκάλυψη ο ένας, λίγο Εθνο-αποδόμηση ο δίπλα κι ο αναπόφευκτος Παΐσιος για κάποιους τρίτους, τα μείγματα λειτουργούν.
Υπάρχει, άραγε, εναλλακτική σε αυτό; Μπορεί κανείς να αποφύγει τη μετατροπή ακόμα και της απαισιοδοξίας σε μια εστέτ, αφόρητη «ορθοδοξία»; Να μην είναι απολογητής της βαρβαρότητας και συγχρόνως να μη βλέπει στα πάντα βαρβαρότητα;
Αυτό σκεφτόμουν τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς πυκνώνουν τα σύννεφα στη χώρα. Ανάμεσα στον αξιοθρήνητο Λαζόπουλο και στα σπασμένα νεύρα των αγροτών, σκέφτομαι εν τέλει ότι εκείνο το αρχετυπικό «και διηγώντας τα να κλαις» δεν μας πάει βήμα παραπέρα. Πολιτικά σημαίνει στασιμότητα ή οπισθοδρόμηση. Μπορώ να υποδεχτώ την αισθητική της απόγνωσης στην τέχνη, αλλά τη βρίσκω μάταιη, αν όχι επικίνδυνη στα δημόσια και πολιτικά μας πράγματα. Ακόμα και αν ο κατάλογος της φαυλότητας και της φθοράς μεγαλώνει (όχι μόνο κυβερνητικός, άλλωστε), κάτι μου λέει πως οι πανοραμικές φωτογραφίες της «εθνικής μας παρακμής» δεν μας μαθαίνουν κάτι καινούργιο. Μένουμε ακίνητοι, συμπληρώνοντας απλώς τις δικογραφίες της ημέρας με τα παραπτώματα ή τα εγκλήματα που πέφτουν στην αντίληψή μας.
Η ρητορική της παρακμής δείχνει, όμως, κάτι πιο ανησυχητικό: το αόρατο σύμφωνο συμβίωσης που έχει υπογραφεί ανάμεσα στη δεξιά και στην αριστερή εθνικοφροσύνη. Είναι πια το αποκούμπι της οκνηρής, δηλαδή της αυτάρεσκα απορριπτικής σκέψης. Και έχει φέρει πιο κοντά την έντεχνη αριστερή αυθεντικότητα με τους δεξιούς συνδρομητές των περιοδικών γεωπολιτικής που πολλαπλασιάζονται.
Το να σκέφτεσαι, όμως, κριτικά το παρόν και τα προβλήματά του είναι το αντίθετο αυτής της πατέντας. Γιατί έχει γίνει πλέον πατέντα το να μεταμφιέζει κανείς προχείρως το όποιο ταξικό ή εθνικιστικό του μίσος. Κάπως έτσι, άλλωστε, έχουμε φτάσει στο σημείο να αποκαλεί ο άλλος με μεγάλη άνεση τη σημερινή Ευρώπη Άουσβιτς. Άουσβιτς. Πιστεύοντας προφανώς πως έτσι, με αυτήν τη γελοία βεβήλωση, σέβεται περισσότερο τα βάσανα των προσφύγων ή την οδύνη των ανέργων.
σχόλια