Τόσο οι αμφιλεγόμενες «δράσεις» ενός διάσημου καλλιτέχνη σχετικά με το προσφυγικό όσο και το υποδειγματικής κενότητας μα και κακογουστιάς εξώφυλλο ενός εβδομαδιαίου περιοδικού ποικίλης ύλης με το ίδιο αντικείμενο δίχασαν την κοινή γνώμη, επαναδιατυπώνοντας το ερώτημα κατά πόσο «ακτιβιστικές» πρωτοβουλίες, βασισμένες στα παβλοφικά αντανακλαστικά της κοινωνίας του θεάματος, μπορούν, έστω κι έτσι, να συμβάλουν θετικά στη μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση πάνω σε φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα ή, αντίθετα, λειτουργούν παρελκυστικά, «κανονικοποιώντας» τα και προσδένοντάς τα σε μια εφήμερη, «ποπ» λογική του συρμού.
Η πρώτη περίπτωση αφορά έναν πράγματι σπουδαίο δημιουργό, ευρέως γνωστό χάρη και στις διώξεις του από το κινεζικό καθεστώς. Ο «πολύς» 59χρονος εικαστικός Άι Γουέι Γουέι επισκέφθηκε πέρσι τη Λέσβο και ξεκίνησε την προσφυγική του «καμπάνια» υποδυόμενος τον μικρό Αϊλάν, το άτυχο Κουρδάκι που είχε ξεβραστεί πνιγμένο σε τουρκική παραλία, προξενώντας διεθνή συγκίνηση. Πολλοί τον χειροκροτήσαμε τότε, τόσο εκείνον όσο και άλλες προσωπικότητες, όπως η Σούζαν Σάραντον, που βρέθηκαν στα ελληνικά νησιά στο πλευρό των προσφύγων, σε αντιδιαστολή μάλιστα με τα εγχώρια ανθυποσελέμπριτις που περί άλλα ετύρβαζαν προτού μυριστούν ότι το θέμα έχει «ψωμί» και μπουν, έστω καθυστερημένα, κάποιοι εξ αυτών στον «χορό» μιας συχνά αβασάνιστης, «προκάτ» αλληλεγγύης. Εντυπωσιακή ήταν και η εγκατάσταση με τα 14.000 προσφυγικά σωσίβια που «έντυσαν» την πρόσοψη του βερολινέζικου Μεγάρου Μουσικής τον Φεβρουάριο – ένα, πράγματι, δυνατό μήνυμα. Βλέποντας όμως και το πρόσφατο σκηνικό με το λευκό πιάνο μέσα στις λάσπες της Ειδομένης –που μπορεί μεν αισθητικά να «έγραφε αγγελοπουλικά», αλλά επί της ουσίας ήταν ένα πομπώδες τίποτα, αν δεν προσέβαλε κιόλας τους βασανισμένους σκηνίτες– σε συνδυασμό με την «εμμονή» του Γουέι Γουέι να προσεταιρίζεται παντοιοτρόπως το προσφυγικό δράμα, φτάνεις να αναρωτιέσαι πού ξεκινούν η στήριξη και η αυθεντική καλλιτεχνική δημιουργία και πού σταματούν η εκμετάλλευση κι ο «έντεχνος» ναρκισσισμός.
Είναι σαν τη διαφορά φιλανθρωπίας και αλληλεγγύης – η αδήριτη χρεία θα κάνει ευπρόσδεκτο ακόμα και τον χορτάτο που ιδιοτελώς θα σπεύσει να ταΐσει τον πεινασμένο, εκείνο όμως που θα εξασφαλίσει στον τελευταίο ένα καλύτερο μέλλον είναι η συνειδητοποίηση των αιτίων της κατάστασής του και ο πόθος μιας κομμάτι δικαιότερης κοινωνίας.
Στη δεύτερη περίπτωση, οι υπεύθυνοι ενός εντύπου που ξανακυκλοφόρησε ύστερα από αρκετά χρόνια είχανε τη φαεινή ιδέα ότι θα το διαφημίσουν «πουλώντας» ταυτόχρονα κοινωνικό μήνυμα, αν παίξουν εξώφυλλο το προσφυγικό, τώρα που δηλώνει «ευαίσθητη» σ' αυτό, έτσι, γενικά κι αόριστα, μέχρι και η κουτσή Μαριώ, που λένε. Πιάσανε, λοιπόν, και κάνανε κολάζ μισή ντουζίνα άσχετους με το αντικείμενο αλλά και μεταξύ τους επώνυμους ντυμένους με σωσίβια, ισοθερμικές κουβέρτες και μουσαμάδες, δίχως, καθώς κατάγγειλαν ορισμένοι εξ αυτών, να έχουν ενημερωθεί επακριβώς για το θέμα της φωτογράφισης ούτε για τους λοιπούς συμμετέχοντες («ντρέπομαι που υπάρχω σε αυτό το εμετικό εξώφυλλο κι ας μη φωτογραφήθηκα... βλακεία μου και λάθος» δήλωσε χαρακτηριστικά η Τάνια Τσανακλίδου). Άσχετα με το πόσο αληθεύουν αυτά, γεγονός είναι ότι επρόκειτο για μια ξεπερασμένη λάιφ-στάιλ προσέγγιση που θα θεωρούνταν, αν όχι άθλια, τουλάχιστον «φτηνή» και «τραβηγμένη» ακόμα και τις αλήστου μνήμης εποχές που η εν λόγω κουλτούρα μεσουρανούσε (εκείνα τα λανθανόντως ευδαίμονα '90s και πρώιμα '00s). Η γενική κατακραυγή που ξεσήκωσε αυτό το πρότζεκτ –σε κανένα στάδιο του οποίου δεν βρέθηκε ένας χριστιανός να αναφωνήσει «μα τι μαλ... κάνουμε!», καθώς σημείωνε φίλος–, σε συνδυασμό με την πτωτική (-11,6%) κυκλοφορία που φαίνεται ότι κατέγραψε το «επίμαχο» τεύχος, έδειξε ωστόσο ότι οι βλακοχορτοφάγοι (για να μνημονεύσω την περιώνυμη, χαριτωμένα εξωφρενική μυθιστορία του Τζον Μπαρθ) δεν ευδοκιμούν στις μέρες μας, κάτι που το λες κι ενθαρρυντικό.
Τα παραπάνω δεν είναι, βέβαια, τα μόνα περιστατικά όπου με αφορμή το προσφυγικό/μεταναστευτικό παρατηρεί κανείς μια αισθητικοποίηση της δυστυχίας με τη μετάλλαξή της σε εφήμερη μόδα κι απορρυπαντικό «ξεπλύματος» συνειδήσεων. Ούτε σπανίζει, άλλωστε, τέτοια φαινόμενα να «συνοδεύουν» μεγάλες ανθρωπιστικές κρίσεις. Τα είδαμε αυτά παλιότερα και με τα Live Aid για τα πεινασμένα παιδιά της Αφρικής, που ναι μεν μάζεψαν κόσμο και χρήμα, υπήρξαν όμως καταγγελίες ότι τα ποσά που συγκεντρώθηκαν δεν διοχετεύτηκαν σωστά, οξύνοντας, επιπλέον, σε κάποιες περιπτώσεις το πρόβλημα, αντί να το ανακουφίσουν. Το ερώτημα επαναδιατυπώνεται κάθε που βλέπουμε πολιτικούς, ηθοποιούς, καλλιτέχνες και άλλους επώνυμους να «υποδύονται» τους φυγάδες, τους φτωχούς, τους άστεγους, τους οροθετικούς κ.λπ. ένεκα η πεποίθηση ότι το «ειδικό βάρος» τους θα συγκινήσει την κοινή γνώμη. Το κατά πόσο αυτό γίνεται καταρχάς για λόγους πρεστίζ και δημοσιότητας ή από αυθεντική ακτιβιστική διάθεση και το αν τελικά συνδράμει ή ζημιώνει τους ωφελούμενους είναι ένα διαρκές ζητούμενο – κάποτε καταντάει τόσο υποκριτικό, όσο οι «πράσινες» διαφημίσεις πετρελαϊκών πολυεθνικών. Είναι σαν τη διαφορά φιλανθρωπίας και αλληλεγγύης – η αδήριτη χρεία θα κάνει ευπρόσδεκτο ακόμα και τον χορτάτο που ιδιοτελώς θα σπεύσει να ταΐσει τον πεινασμένο, εκείνο όμως που θα εξασφαλίσει στον τελευταίο ένα καλύτερο μέλλον είναι η συνειδητοποίηση των αιτίων της κατάστασής του και ο πόθος μιας κομμάτι δικαιότερης κοινωνίας.
σχόλια