Η πρόσφατη απόφαση της ΕΣΗΕΑ να διαγράψει προσωρινά ορισμένους επώνυμους δημοσιογράφους και να επιπλήξει άλλους για την (ηλίου φαεινότερη) μεροληπτική τους στάση στο δημοψήφισμα του περασμένου Ιουνίου, που θα μας «στοιχειώνει», φοβάμαι, πολύ καιρό ακόμα, συζητήθηκε πολύ και δίχασε.
Οι ποινές αφορούσαν τους Σταμάτη Μαλέλη, γενικό διευθυντή Ειδήσεων και Ενημέρωσης του Σκάι (18 μήνες «εκτός»), Άρη Πορτοσάλτε (ένας χρόνος) και Νίκο Κονιτόπουλο (έξι μήνες στον προϊστάμενο του μη μέλους της ΕΣΗΕΑ, Κωνσταντίνου Μπογδάνου). Με επίπληξη που θα αναρτάτο στους χώρους εργασίας «τιμωρήθηκαν» οι Όλγα Τρέμη, Μαρία Σαράφογλου, Μανώλης Καψής (Mega), Μαρία Χούκλη (ANT1), ενώ «αθωώθηκαν» οι Γιάννης Πρετεντέρης (Mega) και Γιάννης Οικονόμου (Σκάι). Η ΕΣΗΕΑ αντιμετώπισε για πρώτη φορά, διαβάζω, μια τόσο σοβαρή υπόθεση σχετικά με προεκλογική πολιτική προπαγάνδα, ενώ στην πολύμηνη διαδικασία υπήρξαν έντονες διαφωνίες μεταξύ των μελών του Πειθαρχικού. Η υπόθεση είχε φτάσει εκεί ύστερα από πλήθος καταγγελιών μελών της Ένωσης αλλά και απλών πολιτών, κάτι πρωτοφανές στα χρονικά, που χαρακτήρισε, ωστόσο, «κατευθυνόμενο» η απέναντι πλευρά.
Ορισμένοι ισχυρίστηκαν ότι κατευθυνόμενη προπαγάνδα έκαναν επίσης δημοσιογράφοι που υποστήριζαν το «όχι», άρα θα έπρεπε να ελεγχθούν πειθαρχικά κι εκείνοι.
Το θέμα έλαβε ευρύτερες διαστάσεις, με την αντιπολίτευση να στηρίζει αναφανδόν τους «αδικημένους», φωνάζοντας για λογοκρισία, αντισυνταγματική και διχαστική απόφαση, «φίμωση» της δημοκρατίας, «πρακτικές Σοβιετίας» και άλλα τέτοια βαρύγδουπα. Όμως οι καταδικασθέντες ούτε απολύθηκαν, ούτε τιμωρήθηκαν για τις απόψεις τους (αν ήταν έτσι, θα είχαν ήδη προσφύγει στη Δικαιοσύνη και σε διεθνείς οργανισμούς) αλλά για το ότι τις παρουσίαζαν σαν δήθεν αντικειμενικά ρεπορτάζ έρευνας, αποσιωπώντας ή συκοφαντώντας, με τη σειρά τους, οτιδήποτε δεν ταίριαζε με τα όσα πρέσβευαν οι ίδιοι και οι διαπλεκόμενοι εργοδότες τους. Κινδυνολογούσαν και παραπληροφορούσαν συστηματικά, εκβιάζοντας εξελίξεις, και τούτο όχι επειδή ήταν απαραίτητα «κακοί», «μοχθηροί» και σε «διατεταγμένη υπηρεσία» αλλά επειδή σε τέτοια πόστα είθισται να ταυτίζεσαι αταβιστικά με το αφεντικό σου, υπερθεματίζοντας κιόλας, επειδή έχεις πια εξομοιώσει, συνειδητά ή κι ασυνείδητα, τα συμφέροντα εκείνου και τα δικά σου με αυτά της χώρας και των πολιτών της. Ορισμένοι ισχυρίστηκαν ότι κατευθυνόμενη προπαγάνδα έκαναν επίσης δημοσιογράφοι που υποστήριζαν το «όχι», άρα θα έπρεπε να ελεγχθούν πειθαρχικά κι εκείνοι. Εδώ, βέβαια, ταιριάζει το γνωστό γνωμικό «είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα», δεδομένου ότι από πλευράς ισχύος, επιρροής και απήχησης είναι σαν να ξεσυνερίζεται ο Γολιάθ τον Δαβίδ. Αν τα τότε καθεστωτικά μέσα και οι (πολιτικοί και οικονομικοί) πάτρωνές τους ηττήθηκαν θεαματικά, αυτό δεν οφειλόταν στη συγκριτικά πολύ μικρότερη επιρροή των αντίπαλων μέσων αλλά αφενός στη δυναμική των πολιτικοποιημένων χρηστών των κοινωνικών δικτύων που σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος της μιντιακής αντιπαράθεσης, στηρίζοντας λιγότερο ή περισσότερο αυτό που τότε φάνταζε καινούργιο, ανατρεπτικό κι ελπιδοφόρο, αφετέρου στο ότι ακόμα και οι εθισμένοι στη «Ηis Master's Voice» πολίτες είχαν αρχίσει να την απαξιώνουν, όπως έδειξε και το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος στο οποίο σύσσωμο σχεδόν το πολιτικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο βρέθηκε αναπάντεχα (;) στην πλευρά των «χαμένων». Και αν το σκεπτικό της πλειονότητας των τότε αντιπολιτευόμενων ήταν «αγνό», με τον αυθορμητισμό της απελπισίας, ή έστω αφελές (μήτε, βέβαια, από εκείνους λείψανε οι φανφαρόνοι λαϊκιστές και οι τυχοδιώκτες), δεν συνέβαινε το ίδιο με τους τότε συμπολιτευόμενους. Δεν εξετάζω εδώ πόσο το δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο σχετικοποιήθηκε στην πορεία, ούτε πόσο ουσιαστικό ήταν το δημοψήφισμα εκείνο κι αν το δίκιο ήταν στο «Ναι», το «Όχι» ή την αποχή, αλλά τους ενημερωτικούς όρους με τους οποίους διεξήχθη, συχνά εντελώς απροσχημάτιστα. Τα περισσότερα μάλιστα από αυτά τα μέσα επιμένουν στην ίδια γραμμή, προσδοκώντας από τις λογής συριζαίικες «κωλοτούμπες» την επανανομιμοποίησή τους στο ευρύ κοινό.
Επικρίσεις, όμως, υπήρξαν και για την τουλάχιστον ανακόλουθη στάση της ΕΣΗΕΑ, η οποία έχει τα δικά της «άπλυτα», διατηρεί τα δικά της «στεγανά» κι αλληθωρίζει επιλεκτικά σε άλλα της άμεσης αρμοδιότητάς της ζητήματα, με χαρακτηριστικότερο το «απαρτχάιντ» που εφαρμόζει στους μπλοκάκηδες συναδέλφους. Άσε που το όποιο κύρος του «λειτουργήματος» το έχουν πλήξει ένα σωρό άλλοι δημοσιογράφοι και μέσα, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, ενώ σκουπιδοφυλλάδες συνεχίζουν απρόσκοπτα να σπέρνουν ψέμα και μίσος. Δίχως να αναιρεί αυτό τις εν λόγω καταδίκες, γεγονός είναι ότι η απαξίωση της δημοσιογραφίας και των ΜΜΕ είναι γενικότερη – καθώς λέει κι ένας ήρωας του Ουμπέρτο Έκο στο Φύλλο Μηδέν: «Οι εφημερίδες λένε ψέματα. Η τηλεόραση λέει ψέματα. Ζούμε μες στο ψέμα και, αν ξέρεις ότι σου λένε ψέματα, πρέπει να ζεις μες στην υποψία». Και επειδή μια δημοσιογραφία αλλά και μια δημοκρατία της υποψίας αυτοακυρώνονται, μήπως να το κοιτάξουμε;
Το άρθρο είναι από την έντυπη έκδοση της LIFO.
σχόλια