«Άντρας/γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι» διακηρύττει το σύνθημα του φετινού Athens Pride και την επιθυμητική αυτή δυνατότητα ενσαρκώνει ιδανικά ο Πολ Πρεσιάδο, φιλόσοφος, συγγραφέας, ακτιβιστής και επιμελητής του Προγράμματος Δημόσιων Δράσεων της Documenta14, της μεγαλύτερης έκθεσης τέχνης στην Ευρώπη, η οποία του χρόνου θα διεξαχθεί ταυτόχρονα σε Αθήνα και Κάσελ. Ο 45χρονος, σήμερα, ισπανικής καταγωγής Πολ, που μέχρι πρότινος λεγόταν Μπεατρίς, καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο III του Παρισιού, τακτικός αρθρογράφος της «Liberation», «άπατρις», «αντιπατριαρχικός», κοσμοπολίτης και εσχάτως κάτοικος Αθηνών, είναι μια ξεχωριστή περίπτωση και όχι μόνο για τη «συνειδητή» του διεμφυλικότητα. Διαθέτοντας οξύ πολιτικό και καλλιτεχνικό αισθητήριο «μπολιασμένο» με την queer, φεμινιστική κι ελευθεριακή διανόηση, καθώς και με μια διεισδυτική, ρηξικέλευθη σκέψη, ο πρώην μαθητής του Ζακ Ντεριντά έχει καταπιαστεί με θέματα όπως η Πορνοτοπία (το περιοδικό «Playboy» ως αρχιτεκτονική και σεξουαλικότητα), το «φαρμακοπορνογραφικό καθεστώς» (φύλο, γένος και υποταγή στον «πανκ» καπιταλισμό) καθώς και με τη δυνατότητα έμφυλου πειραματισμού μέσω ουσιών («Testo Junkie»), ενώ έχει εργαστεί ως curator στη Μαδρίτη (Μουσείο «Reina Sofia»), το Φράιμπουργκ και τη Βαρκελώνη (MACBA). Λεπτεπίλεπτος κι ευαίσθητος, αλλά ταυτόχρονα δυναμικός και πολυπράγμων, ευγενής και διακριτικός, αλλά δίχως να «μασάει λόγια», λάτρης της διαλεκτικής, μπορεί να συζητάει μαζί σου ώρες ατέλειωτες για φιλοσοφία, πολιτική, ιστορία, τέχνη, με τρόπο που σε καθηλώνει, δίχως να επιβάλλεται στον συνομιλητή του ή να τον απαξιώνει. Και δεν ξέρω τι μου… βρήκε, αλλά δεν με άφηνε να φύγω εκείνο το απόγευμα στα πέριξ του Συντάγματος, παραχωρώντας μου όχι μια «συμβατική» συνέντευξη αλλά διάλεξη κανονική εν είδει πολιτικού μανιφέστου! Συζητήσαμε, μεταξύ άλλων, για την Documenta και το προσωπικό του όραμα γι’ αυτήν που περνά «μέσα από την Κοινωνία των Πολιτών», για την Αθήνα πέρα από την τουριστική της βιτρίνα, για την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ε.Ε., τη διεμφυλικότητα, το προσφυγικό και τις αναλογίες του με τους «πρόσφυγες φύλου», για διακρίσεις, επιθυμίες, ουσίες, σεξουαλική απελευθέρωση, κοινωνικά κινήματα, τέχνη, πολιτική ορθότητα… Ecce homo!
Πλέον δεν είμαι άντρας ούτε γυναίκα, είμαι πέρα από αυτό το δίπολο. Δεν πιστεύω στα καθιερωμένα φύλα, τις καθιερωμένες σεξουαλικότητες, θέλω να φωνάξω σαν άλλος Τζορντάνο Μπρούνο ότι αυτό το γαμημένο σύστημά σας δεν υπάρχει!
— Ποια είναι η γνώμη σας για τον θεσμό της Documenta και τι πιστεύετε για τη φετινή συνδιοργάνωση σε Κάσελ και Αθήνα;
Είναι σίγουρα ένας καταξιωμένος θεσμός με μεγάλη ιστορία που ξεκινά το 1955 – έχει, μάλιστα, ενδιαφέρον ότι στη Γερμανία καθιερώθηκε επί εποχής σχεδίου Μάρσαλ, στο πλαίσιο της οικοδόμησης μιας νέας Ευρώπης, ένα όραμα απ’ όπου προέκυψε και η Ε.Ε. Το Κάσελ ήταν παλιότερα γνωστό αφενός για τη φιλοναζιστική του στάση, αφετέρου για τη μεγάλη παραγωγή όπλων και πυρομαχικών, και είχε γι’ αυτό βομβαρδιστεί άγρια από τους Συμμάχους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η παραδοσιακή πολεμική βιομηχανία του Κάσελ παραμένει σήμερα ανθηρή, η σύγχρονη πολιτιστική επίσης. Η δεύτερη «καμουφλάρει», τρόπον τινά, την πρώτη με όλο το υποτιθέμενο κριτικό της πνεύμα και νομίζω ότι τα δύο αυτά δεν είναι άσχετα μεταξύ τους από πλευράς πολιτικής οικονομίας… Ναι, παρά τις πολλές δυσκολίες του εγχειρήματος, θεωρώ ότι είναι πολιτική τοποθέτηση και μια μεγάλη πρόκληση το να φιλοξενηθεί η Documenta14 σε Αθήνα και Κάσελ και χαίρομαι που είμαι μέρος της επιμελητικής ομάδας αυτής της έκθεσης. Υπόψη, βέβαια, ότι αυτή η πρωτοβουλία δεν ενθουσίασε όλους τους πολίτες του Κάσελ – υπήρξαν διαμαρτυρίες τύπου «φέρτε μας πίσω την έκθεσή μας που γίνεται με χρήματα του γερμανικού Δημοσίου». Οπότε, ζητήματα όπως το σε ποιον ανήκει η έκθεση, ποιο είναι το «δέον» κοινό, πώς χρησιμοποιείται το δημόσιο χρήμα, είναι καίρια για την έκθεση κι έχουν πολλές αναλογίες με τη σημερινή κατάσταση στην Ε.Ε. Βρίσκω πολύ σημαντική τη συνδιοργάνωση του 2017, για τον επιπλέον λόγο ότι όλο το τελευταίο διάστημα η Γερμανία, η Ευρώπη γενικότερα, μιλά για την Ελλάδα από θέση παρατηρητή – θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τους ρόλους αυτούς αντεστραμμένους, η Ελλάδα της κρίσης να είναι το «υποκείμενο» της παρατήρησης και η Ε.Ε., η Ευρώπη, το «αντικείμενο». Υπό την έννοια αυτή, του να βλέπεις δηλαδή τα πράγματα από τη σκοπιά μιας μειονότητας, ανατρέποντας τον κυρίαρχο κανόνα, η Documenta14 είναι ένα αρκετά queer project, πράγμα που μου φαίνεται πιο ενδιαφέρον και από τα ίδια τα εκθέματα. Πρωταρχική μου έννοια, επομένως είναι να συγκροτηθεί μια κριτική δημόσια σφαίρα στο μεταίχμιο τέχνης, ακτιβισμού και θεωρίας, όπου θα μπορούμε να συζητήσουμε για την Documenta. Προέρχομαι, όπως ξέρετε, από το πανεπιστημιακό περιβάλλον, τις φεμινιστικές, μειονοτικές και queer σπουδές, και έχω αναπτύξει έντονη ακτιβιστική δράση. Τα μουσεία, τα πανεπιστήμια και τα σχολεία είναι, βέβαια, συστήματα κανονικοποίησης, παράγουν γνώση και τη νοηματοδοτούν σύμφωνα με τον κυρίαρχο λόγο και κανόνα. Στόχος μου, ως διανοητή αλλά και ως επιμελητή, είναι να «υπονομεύω» τα συστήματα που αναπαράγουν αυτή την ηγεμονική ιδεολογία κι αυτό προσπαθώ τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Ο Άνταμ Σίμτσικ, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Documenta –τον οποίο θεωρώ όχι μόνο επιμελητή αλλά και δημιουργό–, μου είχε προτείνει καιρό τώρα τη θέση του επιμελητή του Προγράμματος Δημοσίων Δράσεων, προσφέροντάς μου τη δυνατότητα πειραματισμού κι ελευθερίας κινήσεων που μου στέρησαν πέρσι στo Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Βαρκελώνης (MACBA), όπου λογοκρίθηκε επιλογή μου να παρουσιάσω καλλιτεχνικό έργο (της Ines Doujak) με τον Ισπανό βασιλιά γυμνό! Αλλά τα γυμνά σώματα πρέπει να είναι ορατά, η συλλογική μας ορατότητα πρέπει να είναι μέρος της ιστορικής αφήγησης. Ένας άλλος λόγος που αποδέχτηκα την πρόσκληση ήταν ακριβώς η ιδέα της συνδιοργάνωσής της σε Αθήνα και Κάσελ, πράγμα που από μόνο του διερωτάται σχετικά με την ιδέα της ύπαρξης μιας μεγα-έκθεσης και ό,τι συνεπάγεται αυτή, με έναν τρόπο αρκετά ριζοσπαστικό. Περισσότερο, εξάλλου, από τον δημόσιο λόγο των διαφόρων ιδρυμάτων και θεσμών με ενδιαφέρει ο λόγος της Κοινωνίας των Πολιτών…
— «LearningfromAthens», «μαθαίνοντας από την Αθήνα» είναι ο τίτλος εργασίας της Documenta14. Τι έμαθε, αλήθεια, ως τώρα σ’ εσάς η πόλη μας, στην οποία πλέον ζείτε κιόλας;
Κοιτάξτε, μου αρέσει πολύ η Αθήνα και, όντας Μεσογειακός, δεν αισθάνομαι καθόλου ξένος εδώ – για την ακρίβεια, νιώθω σαν στο σπίτι μου! Η χωροταξία, το κλίμα, οι άνθρωποι, οι ρυθμοί ζωής, οι συνήθειες, όλα μου μοιάζουν σχετικά οικεία. Είναι, νομίζω, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά της, από τις πιο ενδιαφέρουσες πρωτεύουσες που μπορεί να επισκεφτεί κανείς σήμερα, μια πόλη ζωντανή, ανήσυχη, νευρώδης, που δοκιμάζει τα όριά της διαρκώς, δεν είναι μια προβλέψιμη πόλη-μουσείο ή μια clean cut πόλη-«βιτρίνα». Το λέω, μάλιστα, αυτό έχοντας ζήσει πριν σε Ισπανία, Αμερική και Γαλλία. Έπειτα, η Αθήνα δεν είναι μόνο η Ακρόπολη και τα μνημεία της, υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα «μη τουριστικά» αξιοθέατα για τον παρατηρητικό εξερευνητή. Τα ίδια τα Εξάρχεια, όπου είναι η «βάση» μας, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα από κάθε άποψη γειτονιά, πολύχρωμη, φιλόξενη όντας, ταυτόχρονα, εντελώς απρόβλεπτη – ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξεσπάσουν ταραχές, ακόμα και χωρίς προφανή λόγο.
— Τη σύγχρονη ελληνική καλλιτεχνική παραγωγή πώς τη βρίσκετε;
Η μεταιχμιακή συνθήκη ανάμεσα στον Βορρά και στον Νότο, μεταξύ χριστιανικών και μουσουλμανικών παραδόσεων, ευρισκόμενη την ίδια στιγμή στο επίκεντρο μιας σκληρής νεοφιλελεύθερης ευρωπαϊκής πολιτικής καταστολής κι αποτελώντας την κύρια πύλη εισόδου των προσφύγων στην Ευρώπη, προσφέρει μια μοναδική οπτική γωνία για κριτική δημιουργία. Γνώρισα μερικούς αξιόλογους καλλιτέχνες, όπως η Δανάη Ανεσιάδου, η Γεωργία Σαγρή, ο Ανδρέας Αγγελιδάκης, ο Άγγελος Πλέσσας...
— Ισπανία κι Ελλάδα μοιράζονται, λέγεται, πολλά κοινά, ειδικά τον τελευταίο αιώνα.
Πράγματι, έτσι είναι: Και οι δύο χώρες υπέφεραν κάτω από καταπιεστικά καθεστώτα. Και οι δύο ζήσανε εμφύλιους πολέμους και χούντες, των οποίων διατηρούν ακόμη κατάλοιπα. Είχατε τον Παπαδόπουλο, είχαμε τον Φράνκο – παράλληλα, όμως, ανέπτυξαν μια ισχυρή αριστερή, αναρχική και ελευθεριακή παράδοση. Και οι δύο χώρες δυσκολεύτηκαν να αντιμετωπίσουν την πρόσφατη, βίαιη ιστορία τους. Και στις δύο περιπτώσεις τα αρχεία έχουν καταστραφεί ή παραμένουν μη προσβάσιμα. Πρέπει, ωστόσο, να ξανακοιτάξουμε αυτή την Ιστορία, αν θέλουμε να ενεργούμε πολιτικά σήμερα. Γεννήθηκα στο Μπούργκος, πόλη-προπύργιο των Ισπανών φαλαγγιτών. Η μισή μου οικογένεια ήταν φρανκικοί, άλλοι, πάλι, συγγενείς βρέθηκαν στο δημοκρατικό στρατόπεδο. Τους χώρισαν τότε τα διαφορετικά πολιτικά πιστεύω, τους ένωσε αργότερα το κοινό δράμα. Το Πολυτεχνείο και το Πάρκο Ελευθερίας (πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ) είναι δύο ζωντανά σύμβολα του ελληνικού αντιδικτατορικού αγώνα, που μάλιστα παραμένουν σε χρήση. Χάρη, ξέρετε, στη μελέτη της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας μπόρεσα να διαπραγματευτώ καλύτερα τη δική μου ταραγμένη οικογενειακή ιστορία, κάτι για το οποίο ευχαριστώ τους Έλληνες. Είναι, έπειτα, και οι κοινές μας πορείες, όντες μέλη της Ε.Ε. Γίναμε και οι δύο χώρες παραδείγματα προς αποφυγή, χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι των PIGS και του «κακού», «μοχθηρού» Νότου...
— Είστε transgender (διεμφυλικός) σε διαδικασία μετάβασης, έχετε μάλιστα γράψει ολόκληρο βιβλίο πάνω στην εμπειρία σας με την τεστοστερόνη («TestoJunkie»). Κάνετε ακόμα χρήση και ποια η μέχρι τώρα εμπειρία σας;
Ναι, παίρνω ακόμα τεστοστερόνη στο πλαίσιο της μετάβασής μου από Μπεατρίς σε Πολ. Είναι μια τρομερά ενδιαφέρουσα εμπειρία, μια διαδικασία όχι μόνο χημική ή οργανική, αλλά προπαντός πολιτική. Αλλάζει ο τρόπος που νιώθεις, που ζεις, που αλληλεπιδράς με τον εαυτό σου και το περιβάλλον σου. Δυστυχώς, για να έχει κανείς ελεύθερη πρόσβαση στην τεστοστερόνη, θα πρέπει να διαγνωσθεί με δυσφορία φύλου, πράγμα που συνεπάγεται ασθένεια, με την ουσία να παρέχεται ως θεραπεία – κάτι τελείως έξω από τη δική μου συλλογιστική… Πράγματι, έπαιρνα καθημερινά, πειραματικά, για εννιά μήνες, μικροδόσεις τεστοστερόνης και συνέγραφα τις εμπειρίες μου σε μορφή ημερολογίου – σήμερα εξακολουθώ να λαμβάνω 250 ml κάθε 17 ημέρες. Το έκανα ώστε να μελετήσω τις επιδράσεις της όχι μόνο στον οργανισμό μου αλλά και σε πολιτικό επίπεδο. Η φωνή μου μεταβλήθηκε, η εμφάνισή μου επίσης, το ίδιο και το όνομά μου. Πλέον δεν είμαι άντρας ούτε γυναίκα, είμαι πέρα από αυτό το δίπολο. Δεν πιστεύω στα καθιερωμένα φύλα, τις καθιερωμένες σεξουαλικότητες, θέλω να φωνάξω σαν άλλος Τζορντάνο Μπρούνο ότι αυτό το γαμημένο σύστημα σας δεν υπάρχει! Δεν ήταν, φυσικά, όλα εύκολα, ποτέ δεν είναι. Η φεμινιστική κοινότητα π.χ. είναι σε μεγάλο βαθμό επιφυλακτική με τις transgender, πολλές θεωρούν ότι δεν είσαι πια «δική τους», ότι τους πρόδωσες. Όμως εγώ θέλω να αποδείξω ακριβώς ότι μπορώ να διατηρήσω την πολιτική μου συνείδηση και ταυτότητα, ακόμα κι αν έχω αλλάξει όνομα και φύλο.
— Το ανδρικό σας όνομα πώς προέκυψε;
Κοίτα, αρχικά ρωτούσα φίλους και συνεργάτες που μου πρότειναν ονόματα τύπου Ορλάντο (από το γνωστό βιβλίο της Βιρτζίνια Γουλφ), μάλλον πομπώδη για την περίπτωσή μου! Την εποχή, όμως, εκείνη γνώρισα μια σαμάνα –με ενδιαφέρει, ξέρετε, ο σαμανισμός, όντας άλλη μια «τεχνολογία του εαυτού»–, η οποία μου είπε ότι το όνομα που αναζητώ θα μου αποκαλυφθεί σε όνειρο. Δεν την πήρα στα σοβαρά, ώσπου μια νύχτα, πράγματι, αυτό ακριβώς συνέβη! Ξύπνησα ανήσυχος και ταραγμένος – Πολ, μα, αν είναι δυνατόν, τι δουλειά έχω με ένα εντελώς καθολικό όνομα; Ύστερα, όμως, σκέφτηκα πως είμαι κι εγώ «προσήλυτος» σε ένα άλλο φύλο, όπως υπήρξε κι ο Παύλος σε μια άλλη πίστη, ότι κι εκείνος, όπως κι εγώ, είχε αλλάξει το αρχικό του όνομα… Είναι δε ενδιαφέρον ότι στη ρωμαϊκή εποχή άλλαζε κανείς όνομα μόνο αν είχε υπάρξει σκλάβος πριν. Η διαφορά είναι, βέβαια, ότι ο Παύλος τα έκανε αυτά ώστε να γίνει σκλάβος μιας άλλης αυθεντίας, του Ιησού, κάτι που εγώ δεν σκοπεύω να κάνω. Η αντιπαράθεσή μου έκτοτε τόσο με το νομικό όσο και με το ψυχιατρικό κατεστημένο αποτελεί αντικείμενο ενός νέου βιβλίου που επεξεργάζομαι αυτή την εποχή…
— Πιστεύετε ότι θα έπρεπε να μπορούμε να πειραματιζόμαστε ελεύθερα με το σώμα ή/και το μυαλό μας με τη χρήση ουσιών, υπό τις κατάλληλες πάντα προϋποθέσεις;
Απολύτως, και αυτό είναι κάτι που μας απαγορεύει επίμονα το πολιτικό, οικονομικό, σεξουαλικό και έμφυλο κατεστημένο. Ουσίες χρησιμοποιούσαν μέχρι και σπουδαίοι φιλόσοφοι όπως ο Νίτσε κι ο Φρόιντ – είναι, άλλωστε, μια πολύ παλιά πρακτική. Αυτή η σωματική παράδοση του αυτοπειραματισμού έχει αποσιωπηθεί στη σύγχρονη φιλοσοφία προς όφελος μιας πιο απόμακρης, αποστασιοποιημένης προσέγγισης. Η κυρίαρχη δυαδική κανονιστικότητα των φύλων είναι μια ερμηνεία λαθεμένη. Η αρρενωπότητα είναι εξίσου μαγική εικόνα με τη θηλυκότητα. Χρειαζόμαστε νομική και κοινωνική αναγνώριση του επιθυμητού για τον καθένα φύλου χωρίς προϋποθέσεις. Τα φύλα, οι σεξουαλικότητες, οι ράτσες, είναι κατά βάση κοινωνικές κατασκευές, πολιτικά επιβεβλημένες και τόσο ρεαλιστικές στον 21ο αιώνα, όσο ήταν οι πεποιθήσεις για την Ανάσταση του Ιησού, την παρθενία της Μαρίας ή τη φύση των αγγέλων τον Μεσαίωνα. Αν τότε αμφισβητούσες τα ειωθότα, σε έστελναν στην πυρά, τώρα απλώς σε περιθωριοποιούν. Η μοντέρνα επιστήμη εμφανίζεται συχνά τόσο απόλυτη, όσο η μεσαιωνική θεολογία. Ευτυχώς, από το ’50 και μετά έχουμε δημιουργήσει νέες γλώσσες και εργαλεία που την αμφισβητούν ευθέως. Όλοι όσοι πειραματιζόμαστε όχι μόνο με τη σεξουαλικότητα αλλά και με το κοινωνικό, ακόμα και το βιολογικό μας φύλο, όλοι εμείς που εξαιτίας αυτών δυσκολευόμαστε να αποκτήσουμε επίσημα έγγραφα και νομική υπόσταση έχουμε, φρονώ, αρκετά κοινά με τους πρόσφυγες, τους μετανάστες, τους άστεγους, τους μειονοτικούς, τους αποσυνάγωγους γενικά: είμαστε «απάτριδες», για να χρησιμοποιήσω μια ελληνική λέξη!
— Πολύ ενδιαφέρων προσδιορισμός αυτός.
Ναι, μου αρέσει επειδή, πέρα από την πατρίδα, αντιπαρέρχεται και τον όρο πατριαρχία. Αν, φυσικά, πάω ακόμα παραπέρα, θα με χαρακτήριζα ούτε καν φεμινιστή αλλά πρώτα και κύρια «αντιπατριαρχικό» – και στον αγώνα κατά της πατριαρχίας θα συστρατευόμουν όχι μόνο με τις γυναίκες, τους γκέι, τις λεσβίες κ.λπ. αλλά και με τους άντρες, ετεροφυλόφιλους, τρανσέξουαλ ή αμφιφυλόφιλους. Είμαστε εμείς οι δίχως ταυτότητα και πατρίδα, οι κοινωνικά «αόρατοι» που μαζί με τους εργαζόμενους-σκλάβους, τους άνεργους, τους ρηξικέλευθους καλλιτέχνες, τους θαρραλέους ακτιβιστές, τους ριζοσπάστες διανοητές, τους ανήσυχους νέους ανθρώπους μπορούμε να οραματιστούμε και να δρομολογήσουμε μια διαφορετική Ευρώπη από αυτή που μας κληροδότησαν πολιτικοί, τεχνοκράτες, χρηματιστές και γραφειοκράτες.
— Αρκετές αντιπαραθέσεις έχουν υπάρξει και στην Ελλάδα για την πολιτική ορθότητα, τη χρησιμότητα και τα όριά της. Η δική σας άποψη;
Θα πρέπει πρώτα να δούμε τι ακριβώς σημαίνει πολιτική ορθότητα. Όσον αφορά τον ακτιβισμό, αυτό που κάνει η πολιτική ορθότητα είναι αφενός να αμβλύνει τις διακρίσεις, αφετέρου να επανοικειοποιείται και να ανανοηματοδοτεί έννοιες και σύμβολα αρνητικά φορτισμένα όπως π.χ. ο όρος queer. Να θέτει διαρκώς τα ερωτήματα ποιος μιλάει, στο όνομα ποιανού και σε τι πλαίσιο. Μπορεί, βέβαια, και αυτή με τη σειρά της να γίνει «κατεστημένο». Την προηγούμενη δεκαετία π.χ. ήταν πολύ της μόδας οι φεμινιστικές και queer εκθέσεις τέχνης, ωστόσο η θεματολογία πολλών από αυτές ήταν μάλλον ξεπερασμένη, θα ταίριαζε περισσότερο στα ’70s παρά στο τώρα. Νομίζω, ωστόσο, ότι οι περισσότεροι επικριτές της πολιτικής ορθότητας δεν ορμώνται από τις τυχόν αστοχίες ή υπερβολές αλλά ουσιαστικά επιθυμούν την επιστροφή στη γλώσσα, τις συμπεριφορές και τις πρακτικές της πατριαρχίας, της ιεραρχίας, του ρατσισμού και του σεξισμού. Η λευκή, αρσενική, ενήλικη ετεροκανονική κουλτούρα είναι που παράγει κυρίαρχα σώματα, ιδεολογίες, οικονομίες και χώρες – στο πλαίσιο αυτό ακριβώς εντάσσεται η δημιουργία χρέους ως κινητήριας δύναμης της οικονομίας της αγοράς και η εξάρτηση από αυτό. Προσωπικά, είμαι πάντα στο πλευρό όσων αμφισβητούν την κατεστημένη επιστήμη, τα κατεστημένα θρησκευτικά και πολιτικά δόγματα, τα κατεστημένα ΜΜΕ. Θεωρώ, μάλιστα, σπουδαιότερο το Internet και τα κοινωνικά δίκτυα, γιατί δημιουργούν μια «αντιγλώσσα» που η μαζικότητά της, μέσω των συνεχών αναρτήσεων και ανταποκρίσεων («likes» κ.λπ.), ανταγωνίζεται ευθέως την επίσημη, δημιουργώντας νέες προϋποθέσεις παραγωγής αληθούς λόγου.
— Τη δεκαετία του ’60 ήταν ευρέως διαδομένη η πεποίθηση ότι η σεξουαλική απελευθέρωση προανήγγελλε μια συνολικότερη κοινωνική απελευθέρωση, πράγμα που όμως μάλλον δεν συνέβη.
Δεν συνέβη επειδή ο «φαρμακο-πορνογραφικός», όπως τον αποκαλώ, σύγχρονος καπιταλισμός βρήκε τρόπους να την οικειοποιηθεί και να την εμπορευματοποιήσει, όπως άλλωστε έκανε και με τη γυναικεία αλλά και την γκέι απελευθέρωση ως έναν βαθμό. Το καπιταλιστικό σύστημα βασίζεται, εξάλλου, στη συνεχή δημιουργία επιθυμιών και στην ανάγκη ικανοποίησής τους, άρα θα πρέπει να δούμε την επιθυμία ξεκομμένη από την εμπορευματικότητα αλλά και τη σεξουαλικότητα καθαυτή, την οποία δεν θεωρώ απαραίτητα απελευθερωτική. Αυτή είναι για μένα η διαφορά μεταξύ της ριζοσπαστικής trans queer πολιτικής και της «επίσημης» γκέι δικαιωματικής ατζέντας.
— Έχετε, επομένως, ενστάσεις σε προσεγγίσεις τύπου «είμαστε σαν κι εσάς».
Ναι, κι αυτό αφορά επίσης το γυναικείο, το εργατικό και άλλα κοινωνικά ή εθνικά μειονοτικά κινήματα. Αφενός έχεις τις πολιτικές ταυτότητας, οπότε αγωνίζεσαι για αναγνώριση και ίσα δικαιώματα εντός των ισχυόντων θεσμών. Ακόμα, όμως, κι αν τα καταφέρεις, η θεμελιώδης αντίθεση παραμένει: Πώς απαιτείς να υπερασπιστεί τα δικαιώματά σου ένα κράτος που de facto τα καταπιέζει; Αλλά το ζητούμενο είναι ακριβώς η αμφισβήτηση αυτού του καπιταλιστικού, σεξιστικού, αποικιοκρατικού οικοδομήματος που παράγει αυτές τις ταυτότητες, διαιωνίζοντας τις διακρίσεις. Υπάρχουν, έπειτα, περιπτώσεις που κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τα φεμινιστικά και LGBT δικαιώματα για να αποδείξουν την προοδευτικότητά τους, ενώ ταυτόχρονα προωθούν σκληρές νεοφιλελεύθερες ατζέντες, καταστροφικές για την κοινωνία των πολιτών συνολικά… Μέχρι και εθνικιστικούς σκοπούς μπορούν να «εξυπηρετήσουν» αυτά τα δικαιώματα – μπορεί π.χ. ο γυναικείος λόγος να είναι στο περιθώριο της δημόσιας σφαίρας, αλλά μόλις σημειώνεται κάποιο επεισόδιο, όπως η ομαδική παρενόχληση Γερμανίδων από μετανάστες στην Κολωνία την Πρωτοχρονιά (το οποίο, ωστόσο, πήρε μάλλον μεγαλύτερη έκταση από την πραγματική), να έρχεται ξαφνικά στο επίκεντρο, ώστε μέσω του φόβου του άλλου, του ξένου, του διαφορετικού, να υποστηριχθεί η ιδέα μιας ανώτερης φυλής κι ενός περιούσιου έθνους και πολιτισμού που «απειλούνται». Το προσφυγικό έχει, ξέρετε, πολλά κοινά με το transgender (διεμφυλικό) ζήτημα. Ο/η διεμφυλικός-ή είναι κάποιος-α που βρίσκεται σε εξορία από το σώμα του, αναζητώντας ένα καινούργιο, στο οποίο ουσιαστικά δεν φτάνει ποτέ. Όπως ο πρόσφυγας, έτσι κι ο διεμφυλικός δεν έχει βασικά κανένα επίσημο status quo άπαξ και περάσει τα σύνορα, πραγματικά ή νοητά. Έχουν κοιτάξει ύποπτα το διαβατήριό μου –το κάνουν π.χ. συχνά στα γερμανικά αεροδρόμια πια, ακόμα και για πολίτες της ζώνης Σένγκεν– και μετά εμένα, λέγοντάς μου «δεν είσαι εσύ», πράγμα που συχνά ακούει κι ένας πρόσφυγας… Την επόμενη φορά σκέφτομαι να απαντήσω με τη σειρά μου «όντως δεν είμαι εγώ κι επειδή επίσης αναρωτιέμαι, μήπως μπορείτε να μου πείτε εσείς ποιος είμαι, προμηθεύοντάς με κιόλας με τα αντίστοιχα χαρτιά;».
— Ανατρέχοντας στα γραπτά σας για την κυριαρχία, το σπέρμα και το χρέος στην ουτοπική κατασκευή της Ευρώπης τον 18ο αιώνα («RestifdelaBretonne’sStateBrοthel»), βρίσκετε αναλογίες με τη σημερινή εποχή;
Νομίζω ότι στα ερωτήματα για το ποιος προωθεί ή αφαιρεί την κυριαρχία από χώρες, περιοχές και σώματα, η λευκή, αρσενική, ετεροφυλόφιλη «πατρωνία» ήταν και παραμένει παρούσα, κάτι που καθιστά προβληματική τη σχέση του ευρωπαϊκού Βορρά με τον Νότο, επειδή ο τελευταίος «παράγει» σώματα ανεπιθύμητα, όπως οι πρόσφυγες, οι μετανάστες, οι ανειδίκευτοι εργάτες… Η δημιουργία χρέους και η εξάρτηση από αυτό είναι ακριβώς ένας νεοαποικιακός τρόπος αφαίρεσης κυριαρχίας, ελέγχου και χειραγώγησης. Αλλά, φυσικά, και η ίδια η έννοια της κυριαρχίας είναι μια ψευδαίσθηση, μια κοινωνική κατασκευή, είτε αφορά ανθρώπους είτε χώρες. Ένα άλλο ερώτημα είναι ποιος δικαιούται να παίρνει τις αποφάσεις για τη ζωή και τον θάνατο ασθενών αλλά και υγιών, ποιος δικαιούται να προωθεί ή να αποδέχεται πολιτικές που καταδικάζουν στην εξαθλίωση μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Η ίδια η σημερινή Ευρώπη μοιάζει πράγματι με ένα γιγάντιο μπουρδέλο που βασικά μόνο οι λευκοί αρσενικοί ετεροφυλόφιλοι των ανώτερων κοινωνικών τάξεων δικαιούνται να απολαύσουν! Οδηγούμαστε σε έναν κόσμο που θα χωρίζεται ανάμεσα σ’ εκείνους που θα απολαμβάνουν την εδαφική, σεξουαλική και πολιτική τους ανεξαρτησία και σ’ εκείνους που θα τη στερούνται και θα τους μεταχειρίζονται ως σεξουαλικούς εργάτες, την πρώτη ύλη που τροφοδοτεί τη νεοφιλελεύθερη οικονομία. Πιστεύω, εντούτοις, ότι όλη αυτή η κατάσταση βαδίζει προς ένα αναπόφευκτο τέλος – δεν ξέρω πότε ακριβώς θα έρθει και πόσο αισιόδοξο θα είναι. Γίνονται τώρα μεγάλες ταραχές στη Γαλλία π.χ., αλλά, βέβαια, έχουμε δει πολλές επαναστάσεις να ξεφουσκώνουν γρήγορα ή να υποκύπτουν στον δεξιό ή στον αριστερό λαϊκισμό.
— Σε ένα άλλο σας βιβλίο επικεντρώνεστε στην Αρχιτεκτονική και στη Σεξουαλικότητα στο «Playboy» κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Πώς κρίνετε την πρόσφατη απόφαση του περιοδικού να σταματήσει να δημοσιεύει γυμνά μοντέλα;
Κοιτάξτε, αυτή ήταν μια ευκαιριακή απόφαση, γιατί το διάσημο κάποτε περιοδικό είχε καταντήσει πια αρκετά παρωχημένο. Οι πωλήσεις έπεφταν διαρκώς, ό,τι χρήματα έβγαζε ήταν κυρίως από σχετιζόμενες με αυτό ιστοσελίδες, τηλεοπτικά προγράμματα και πωλήσεις γκάτζετ όπως σέξι ημερολόγια, πάνινα λαγουδάκια και τα συναφή, κύριοι αγοραστές των οποίων ήταν έφηβοι, και μάλιστα κορίτσια! Όταν σκεφτόμαστε την αμερικανική ποπ κουλτούρα, τείνουμε να αναφερόμαστε στο Χόλιγουντ ως την κύρια μιντιακή βιομηχανία των ’50s – ξεχνάμε, όμως, τη σημαντική συνεισφορά του «Playboy» και του Ντίσνεϊ. Παρότι, δε, το πρώτο απευθυνόταν σε ενήλικες και το δεύτερο σε παιδιά, αμφότερα ήταν εξίσου παιδιάστικα, αντιμετώπιζαν παιδιά κι ενήλικες σαν ηλίθιους. Επόμενο ήταν, οπότε, να συρρικνωθούν στην εποχή του Διαδικτύου και το «Playboy» να αναζητά τώρα νέο λόγο ύπαρξης. Γράφοντας το βιβλίο, τους ζήτησα φωτογραφικό υλικό, αλλά δεν μου το έστειλαν επειδή χρησιμοποίησα τον όρο «πορνογραφικό». Τους εξήγησα, βέβαια, ότι δεν θεωρώ τον όρο αυτό χειρότερο απ’ ό,τι τον όρο McDonald’s, η πορνογραφία και το φαστ-φουντ συγκαταλέγονται εξάλλου στις κύριες καπιταλιστικές βιομηχανίες!
— Χρησιμοποιείτε, επίσης, κάπου τον όρο «φαρμακο-πορνογραφικός».
Είναι επειδή η φαρμακολογία, ως διαχείριση του παραγωγικού υποκειμένου μέσω βιοχημικών ουσιών, μαζί με τη διαχείριση της ψυχής αλλά και της επιθυμίας μέσω της διαρκούς παραγωγής multimedia ερεθισμάτων (όπου περίοπτη θέση κατέχει η πορνογραφία) συνιστούν τις κατεξοχήν καθεστωτικές βιομηχανίες του σύγχρονου καπιταλισμού, ενός καπιταλισμού για τον λόγο αυτό «καυτού», «hot», σε αντίθεση με τον «ψυχρό» βιομηχανικό του προκάτοχο του 19ου αιώνα.
— Υπάρχει, βέβαια, και ο νεοπουριτανισμός…
Βεβαίως παίζει κι αυτός τον ρόλο του σε αποφάσεις σαν του «Playboy» ή κάποιων ευρωπαϊκών χωρών που στο όνομα της προστασίας των εργατριών του σεξ προσπαθούν ουσιαστικά να απαγορεύσουν την πορνεία. Έπειτα, η κόρη του Χέφνερ που «τρέχει» τώρα το «Playboy» διαφέρει εντελώς από τον πατέρα της. Υπήρξε, μάλιστα, από τους κύριους υποστηρικτές και χρηματοδότες του Ομπάμα. Ποιος ξέρει, ίσως μελλοντικά κλείσει εντελώς το περιοδικό ή το εξελίξει σε κάτι τελείως διαφορετικό και άσχετο με το πορνό – αυτό, όμως, θα είναι το θέμα μιας άλλης μελέτης.
σχόλια