Οι «Μέρες του φωτός» της Νατάσσας Μποφίλιου, του Θέμη Καραμουρατίδη και του Γεράσιμου Ευαγγελάτου το 2012 ήταν η εισαγωγή σε μια νέα εποχή για την μεγαλούπολη, περισσότερο ελπιδοφόρα, αλλά και η νοσταλγία για ένα παρελθόν περισσότερο ρετρό. Τέσσερα χρόνια αργότερα, μεσολαβούντων ενός χρυσού δίσκου, δεκάδων μουσικών live και μερικών πλεύσεων σε διαφορετικούς μουσικούς κόσμους, η πόλη παραμένει κι αυτή τη φορά η μούσα του δημιουργικού τριδύμου.
Ένας από τους πιο πολυαναμενόμενους δίσκους της χρονιάς. Η περισσή αυτή αναμονή αποδίδεται πρώτον στην δικαίως καθυστερημένη καλλιτεχνική επανένωση του χρυσού τριδύμου και δεύτερον στον επικό τίτλο που φέρει αυτός ο δίσκος. «Βαβέλ», ακούει κανείς και του έρχονται στο νου εικόνες μιας βαβυλωνιακής εποχής, μεγαλεπήβολα κτίρια, άνθρωποι που μιλούν και δεν καταλαβαίνονται, εργάτες, θεοί-τιμωροί, λάθη, πόλεμοι, ακαταστασία.
Ένα μεγάλο εγχείρημα, θα έλεγε κανείς ριψοκίνδυνο, συνοδευμένο από μια επαναστατική φωτογράφηση που ξεχειλίζει αυτοπεποίθηση με φόντο το κέντρο της Αθήνας, έναν κύκλο δέκα άκρως επιτυχημένων παραστάσεων στη σκηνή του Βοτανικού την άνοιξη που μας πέρασε και μια καλοκαιρινή περιοδεία που μόλις ξεκίνησε.
Αν για τις Μέρες του Φωτός φανταζόσουν μια γυναίκα με ξανθά μαλλιά και κόκκινα χείλη να επιστρέφει στο σπίτι της μελαγχολική μετά από την κλεφτή συνάντησή της με τον εραστή της, για τη Βαβέλ φαντάσου ένα νέο άνδρα με δερμάτινο παλτό και τα τσιγάρα του στο χέρι να περπατάει σε ένα γεμάτο πεζοδρόμιο και να παρατηρεί προβληματισμένος το πλήθος, σκεπτόμενος τις επιλογές του.
Σε περίπτωση που κάποιος επιχειρούσε μια σύγκριση με τις προηγούμενες δουλειές της Μποφίλιου, θα συμπέραινε πως η Βαβέλ εμπνέει μιαν αστικότητα όμοια με αυτή που ανέδιδε η ακρόαση του Εκατό μικρές ανάσες, του πρώτου της δίσκου -μολονότι τη μουσική εκεί υπέγραφε ο Κώστας Τσίρκας κι όχι ο Θέμης Καραμουρατίδης, ή του Τρία Μυστικά, που αποτέλεσε μια έντονη κατάθεση πολιτικής ενσυναίσθησης των τριών τους.
Είναι σαν ο Ευαγγελάτος να ξαναγράφει στη Βαβέλ την Ασπιρίνη ή την Πλατεία Αμερικής, έχοντας όμως ζήσει όλα αυτά που συνέβησαν τα περασμένα χρόνια. Είναι σαν να γράφει το αν αυτό ζωή το λένε, δεν γεννήθηκα γι’ αυτή/ γι’ αλλού εγώ έχω φτιαχτεί εκ των υστέρων. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, δεν εννοώ πως επαναλαμβάνεται, αλλά πως επανατοποθετείται στιχουργικά με περισσότερη ωριμότητα στο ζήτημα του υπαρξιακού διλήμματος, της αμφιβολίας, της ανάγκης για την εύρεση της προσωπικής φωνής μέσα στο επικοινωνιακό χάος. Μια ώριμη επανατοποθέτηση μέσα στο κέντρο της πόλης, στο τεκταινόμενο , στο τρέχον και φλέγον. Θεματικά ο στίχος μιλά για έναν άνθρωπο της πόλης, που βαδίζει στους δρόμους της, αφουγκράζεται τους παλμούς της μέσα στο σκοτάδι. Ο άνθρωπος αυτός δίνει καθημερινά -μεταφορικά- το παρόν στη γη του Κάφκα, «χτυπώντας κάρτα» σε έναν τόπο σκοτεινό, δηλαδή, εφιαλτικό, χιμαιρικό. Αποκωδικοποιεί τα δικά του τραγούδια, ζητά να νιώσει πως ανήκει σε έναν άνθρωπο, είτε είναι ένα ερωτικό πρόσωπο είτε όχι. Βλέπει την αλληλεπίδραση με τον κόσμο σαν κάτι περισσότερο από αδύνατη, εμφανίζεται μπερδεμένος, μεθάει, κλαίει δίχως ενοχή, απολογείται για μια περασμένη χρονιά μετρώντας τα κερδισμένα και τα χαμένα, αισθάνεται πως χρωστάει μέχρι και την αναπνοή του, παραληρεί εξυμνώντας την ομορφιά της πόλης του.
Ο Καραμουρατίδης δεν επαναπαύεται στη μυσταγωγία των εγχόρδων και σε μελαγχολικές νότες πιάνου, αλλά εμπλουτίζει και διαμορφώνει μια δονούσα ορχήστρα, που περιέχει αρκετά διαφορετικούς ήχους, όπως ακορντεόν, σαξόφωνο και τρομπέτα. Ευέλικτοι ήχοι, λαμπροί, γεμάτοι. ‘Ηχοι της πόλης, ήχοι του λαού. Είναι εμφανές πως ο συνθέτης αναζητά τον ήχο του με επιτυχία, επικοινωνώντας με έναν συντροφικό τρόπο τα λόγια του Ευαγγελάτου, χαράσσοντας ξεσηκωτικές μουσικές, σαν σάλπιγγες, εμβατήρια του λαού, λες και θέλουν να σε παρασύρουν από το χέρι για να βγεις κι εσύ στο δρόμο, να δεις τι συμβαίνει έξω σου. Οι ενορχηστρώσεις είναι σχεδόν ευφυείς, καθώς τα τραγούδια δεν διαφέρουν τόσο το ένα από το άλλο, διαμορφώνοντας ένα σύνολο ενιαίο, αρμονικό και συνεχές, που δεν ακούγεται «δύσκολο» στο αυτί, αλλά την ίδια στιγμή το ένα μοιάζει τόσο διαφορετικό και αυτόνομο από το άλλο. Κάποτε ακούς ένα ζεϊμπέκικο, κάποτε ένα τσιφτετέλι, κάποτε ένα jazzy θεατρικό που ξεχύθηκε από κάποιο μιούζικαλ του ‘80, κάποτε ένα νοσταλγικό μονόλογο. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι ο δίσκος ηχογραφήθηκε ζωντανά στο στούντιο Sierra, με ολόκληρη την ορχήστρα να παίζει και να αλληλεπιδρά μαζί στον ίδιο χώρο, με αποτέλεσμα να δίνεται μια πιο άμεση ποιότητα στο υλικό, χωρίς την μηχανικότητα του playback.
Και η Μποφίλιου δεν είναι πια το εικοσάχρονο κορίτσι που βιώνει το σφυγμό της πόλης από το φοιτητικό της διαμέρισμα. Είναι μια ώριμη γυναίκα, με πλήρη γνώση της πραγματικότητας, που θέλει να ζήσει την πόλη από κοντά, να ταυτιστεί με τον ήρωα της Βαβέλ. Δεν προτιμά να την ακούσει από μακριά, από θέση ασφαλείας. Κι αυτό ακριβώς είναι που την διακρίνει ως συνειδητοποιημένο ον, καλλιτεχνικό και μη. Φωνητικά βρίσκεται στην καλύτερή της περίοδο, έχοντας αποκτήσει ένα εξαίρετο και φαινομενικό συναισθηματικό βάθος στη φωνή της. Κανείς ποτέ δεν αμφέβαλλε για τη φωνή της, η τεχνική της, ωστόσο, είναι πιο βελτιωμένη από ποτέ. Ψηλές νότες, χαμηλές νότες, ψίθυροι, θυμωμένα γυρίσματα, μελαγχολικές ερμηνείες. Είναι σαν να μπαίνεις μέσα στο λαιμό της, σαν να σε κατασπαράζει, χωρίς αυτό να γίνεται επιτηδευμένα, παρά εντελώς αβίαστα και πηγαία. Η φωνή της είναι πεντακάθαρη και διαπεραστική, σε καμία περίπτωση δεν αισθάνεσαι πως ζορίζεται ή πως το κάνει για να εντυπωσιάσει. Η Νατάσσα Μποφίλιου είναι πραγματικά μια φαινομενική φωνή, αφήνοντας απλά το ταλέντο της να διαρρεύσει αβρόχοις ποσί. Κάποιες φορές δεν μπορώ να καταλάβω όσους την χαρακτηρίζουν ως «άλλη μία τραγουδίστρια». Αν πράγματι είναι άλλη μία τραγουδίστρια, χωρίς αμφιβολία έχει περισσότερο εκφραστικό βάθος σε σύγκριση με τους συγχρόνους της. Είτε την ακούς να κρατά τις νότες, παρασυρόμενη σε λυτρωτικές κορώνες σε κάποιο ρεφρέν, είτε ακούς το χαμόγελο στη φωνή της καθώς ψιθυρίζει για τα βιενέζικα χιόνια, η απίστευτη άρθρωσή της, ο τρόπος με τον οποίο μπορεί και εμποτίζει κάθε στίχο με συναίσθημα, χρώμα και δύναμη -τα πάντα- σε επιβεβαιώνουν πως αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες ερμηνεύτριες ρομαντικών στίχων και όχι μόνο.
Τραγούδια που ξεχώρισα:
-Τα δικά μου τραγούδια
Ως το εναρκτήριο τραγούδι, κάνει επιβλητική την παρουσία του, βυθίζοντας τον ακροατή στον κόσμο της Βαβέλ με έναν κρότο στα τύμπανα. Με τη Μποφίλιου να μπαίνει σχεδόν ψιθυριστά, το τραγούδι κορυφώνεται σταδιακά και τελειώνει πάλι ακριβώς όπως ξεκίνησε. Εαυτέ μου, προχώρει να βρεις το σπουδαίο. Μια αυτοπροσταγή για αυτό που εκφράζει τον καθένα από εμάς, μια εξομολόγηση για το πώς γράφονται τα δικά τους τραγούδια, μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο σκονισμένα παπούτσια, βεβιασμένα βήματα, ψεύτικα δάκρυα από κρεμμύδια και χαρτονένιους εραστές -όλα αυτά που γράφουν κι εμπνέουν τους στίχους γενικότερα.
-Άνθρωπος του κόσμου
Ο δίσκος δεν παρουσιάζει πολλές άμεσες αναφορές στο ερωτικό συναίσθημα κι αυτό το τραγούδι είναι μια ευκαιρία να θρηνήσει κανείς για έναν έρωτα που δεν του ανήκε ούτε μια στιγμή, καθώς προτίμησε να ανήκει στον κόσμο, στους πολλούς. Η μουσική υποβλητική, ο στίχος στοιχειωτικός και τα φωνητικά σπαρακτικά, αποδίδουν σε βάθος το αίσθημα της έλλειψης και της απώλειας. Ήσουν άνθρωπος του κόσμου/Όλη η γη δικό σου κτήμα/ Όμως άνθρωπος δικός μου/ δεν υπήρξες κι είναι κρίμα/Ούτε μια στιγμή δικός μου.
-Η ομορφιά στη Αθήνα
Αυτό το γκρίζο της χρώμα είναι μονάχα η βιτρίνα/ γιατί δεν ξέφτισε ακόμα η ομορφιά στην Αθήνα. Το τραγούδι που συμπυκνώνει την αγάπη όλων μας για την πρωτεύουσα. Η Αθήνα, όσο απρόσωπη και να φαίνεται, όσο άσχημη κι αν είναι, έχει μια μοναδική χαρισματικότητα που σαγηνεύει γενιές και γενιές. Μιλά για την πόλη που όλοι γνωρίζουμε, μέσα στην οποία όλοι χανόμαστε. Μιλά για τις αθηναϊκές ιστορίες που εμείς διαμορφώνουμε. Ένας τελείως αλέγκρο ρυθμός, που σου θυμίζει κάτι από τα κλασικά μιούζικαλ του ελληνικού κινηματογράφου. Η παιχνιδιάρικη ερμηνεία σε παρασέρνει, ενώ ανά στιγμές πιάνεις τον εαυτό σου να κουνιέται στο ρυθμό του κουπλέ.
-Αντιγόνη
Άλλη μια μέρα ίδια, άλλη μια νύχτα με μπλοκαρισμένη σκέψη, ένας αλλοπρόσαλλος κόσμος, μια απελπισία. Ο αγώνας για την ιδεολογία, η μάχη για τον προσωπικό μας εαυτό θα είναι πάντα αδήριτη ανάγκη για όλους. Μια πάταξη της υποκρισίας, μια επιθυμία για δράση κι όχι τη συνηθισμένη αδράνεια. Η Αντιγόνη αντιπροσωπεύει ακριβώς αυτό το συναίσθημα. Η ερμηνεία της Μποφίλιου είναι σχεδόν επιθετική, θυμωμένη -με τον εαυτό της, με τον κόσμο γύρω της;- και της χαρίζει το δυνατότερο πολιτικό της τραγούδι μετά το Κοίτα εγώ. Μία από τις καλύτερες στιγμές της στον δίσκο. Άλλη μια μέρα από ‘κείνες τις ευθείες/ που όσα πιστέψαμε έχουν γίνει ο εχθρός μας/ κι οι αγαπημένες περιττές μας ασχολίες/ έχουνε γίνει η τροφή του τέρατός μας.
-Βαβέλ
Δεν θα μπορούσε να αποτελεί το lead song του δίσκου και να βαπτίσει τη δημιουργία στο σύνολό της χωρίς να είναι κάτι το ξεσηκωτικό. Τρομπέτα, δυνατά φωνητικά, το τραγούδι σαλπίζει εκρηκτικά και γίνεται ένας ειρηνικός πόλεμος, ένας ύμνος, μια προσευχή, ένα λάβαρο που υψώνεται και χυμάει στο πλήθος. Τι να τις κάνει ο κόσμος τόσες γλώσσες αν όλοι παραμένουμε εγκλωβισμένοι; Η σιωπή μας είναι τραύμα πια, είναι η βασική εμπέδωση, την οποία η Μποφίλιου εκφέρει έντονα και κατηγορηματικά. Το τραγούδι περιγράφει ακριβώς την κατάσταση στη χώρα μας, καυτηριάζοντας τα γεγονότα και ειρωνευόμενο τη συμπεριφορά μας σαν έθνος. Οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ θα γελούσαν σίγουρα με το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας, αν μη τι άλλο. Στις ειδήσεις είπαν πάλι εκλογές/ και γελούν με μας δώδεκα φυλές.
Οι στίχοι που ξεχώρισα ως τους πιο βαθυστόχαστους και σημαντικούς είναι από τα Ανταλλάγματα:
Δεν είμαστε αγάλματα μ’ αιώνια ζωή/
Χρωστάμε ανταλλάγματα για κάθε αναπνοή.
Στα υπόλοιπα τραγούδια είναι το Hotel Vienna, μια ρομαντική μπαλάντα που ξεχειλίζει νοσταλγία και σου θυμίζει κάτι από τη Μελωδία της Ευτυχίας- φαντάσου τη Τζούλι Άντριους να τρέχει μέσα στα χιόνια. Το Ο αϊτός της αγάπης, ένα ακόμα μελαγχολικό τραγούδι που δεν θα ήθελα με τίποτα να καταλήξει ως B-side, καθώς είναι πανέμορφο και πολύ συγκινητικό. Το Δάκρυκαι το Τα μεθύσια, ήδη γνωστά και με μεγάλη απήχηση, εκφράζουν την αγάπη της τριάδας για το λαϊκό τραγούδι. Το Τα επόμενα φιλιά, ένα αργό τσιφτετέλι, στο δεύτερο κουπλέ του οποίου η Μποφίλιου κάνει μια από τις πιο αισθαντικές κι ανατριχιαστικές αποδόσεις της.
Ο δίσκος κλείνει με τους Επιζώντες, έναν συγκινητικό απολογισμό που κάνει κανείς για τη χρονιά που πέρασε. Είναι συγκλονιστικό πόσα μπορεί κανείς να καταφέρει μέσα σε 365 μέρες. Είναι κάτι σαν την ελληνική εκδοχή του Seasons of Love από το Rent. Άλλη μια χρονιά γεμάτη που γράμματα δικά μου καταγράφομαι κι εγώ στους επιζώντες.
Όπως φαίνεται, η Νατάσσα Μποφίλιου, ο Θέμης Καραμουρατίδης κι ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος μιλούν πράγματι την ίδια γλώσσα, την ίδια στιγμή που όλοι οι υπόλοιποι πασχίζουμε να βρούμε ένα κοινό κώδικα επικοινωνίας. Οι ίδιες επικοινωνιακές τους ανησυχίες συναντήθηκαν για άλλη μια φορά και το αποτέλεσμα πείθει επιτυχώς. Και είναι αξιέπαινο που οι καλλιτεχνικές οσμώσεις έχουν ακόμη απήχηση στο μουσικό κοινό, το οποίο δεν ζητά πια τόσο πολύ το αυθεντικό, παρά ένα προϊόν που δημιουργήθηκε με αγάπη και καθαρές προθέσεις. Και η Βαβέλ επιβεβαιώνει το παραπάνω.
Είναι ίσως η πρώτη τους κοινή δουλειά που υστερεί σε εσωστρέφεια κι ερωτική αναφορά, γεγονός που δυσανασχετεί εμάς τους ρομαντικούς. Από την άλλη βέβαια, αυτό τους δικαιώνει κιόλας, καθώς εμπλέκονται με διαφορετικά θέματα, περισσότερα επίκαιρα, δημιουργώντας μουσική για το τώρα χωρίς να κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους. Θέλουν να προσφέρουν κάτι από τον εαυτό τους, κάτι από τη δική τους οπτική. Η Βαβέλ είναι η περιγραφή του σημερινού κόσμου, άλλοτε πεσιμιστικά, άλλοτε αισιόδοξα. Είναι η πορεία μέσα στο αμφίβολο, στο πιθανό. Είναι η ανάγκη για δράση, για απελευθέρωση.
Tracklist:
- Τα δικά μου τραγούδια
- Άνθρωπος του κόσμου
- Η ομορφιά στην Αθήνα
- Hotel Vienna
- Αντιγόνη
- Βαβέλ
- Ο αϊτός της αγάπης
- Δάκρυ
- Ανταλλάγματα
- Τα μεθύσια
- Τα επόμενα φιλιά
- Οι επιζώντες (Άλλη μια χρονιά)
Ενορχήστρωση: Θέμης Καραμουρατίδης
Διεύθυνση παραγωγής για τη Feelgood Records: Χρήστος Κορτσέλης
Έπαιξαν οι μουσικοί:
Τύμπανα: Μανώλης Γιαννίκιος
Ακουστικό και ηλεκτρικό μπάσο: Γιώργος Μπουλντής
Τσέλο: Άρης Ζέρβας
Τρομπέτα: Περικλής Αλλιώπης
Σαξόφωνο, Κλαρινέτο: Γιώργος Κάστανος
Πλήκτρα, ακορντεόν, μελόντικα: Γιάννης Δημητριάδης
Μπουζούκι, λάφτα, λαούτο, μαντολίνο: Νίκος Μέρμηγκας
Πιάνο, φωνητικά: Θέμης Καραμουρατίδης
Ακορντεόν στο «Τα Μεθύσια»: Ντίνος Χατζηιορδάνου