Η Σωτηρία ήταν στην άκρη της προβλήτας και χάζευε τα πουλιά που κοιμόταν στα περίτεχνα σύρματα...
«Πως γίνεται να μην κουνιούνται καθόλου; Κοιμούνται;;Κοιμούνται όρθια;»
Ο Λεωνίδας δεν της απάντησε..
Ο ουρανός τώρα ήταν ροζ και οι φολίδες του δέρματός του γυάλιζαν και αντανακλούσαν τη θολή λάμψη του ήλιου που έδυε.
«Μα γιατί με φέρνεις εδώ κάθε Παρασκευή? Με βάζεις σε πειρασμό. Θέλω να πηδήξω και να τα ξεκοκαλίσω όλα! »
Η Σωτηρία αναστέναξε και του έδωσε το σακουλάκι με τα σποράκια.
«Φάε καλύτερα αυτά.. »
Είχαν γνωριστεί πριν δύο χρόνια στην Κούβα. Η Σωτηρία ταξίδεψε όλο τον κόσμο αναζητώντας την αληθινή αγάπη.. Τελευταίος προορισμός της ήταν η Κούβα. Έμεινε λίγη ώρα απ έξω ..πήρε μία βαθιά ανάσα και χτύπησε την πόρτα.... Μια καλοσυνάτη κυρία της άνοιξε και την κοίταξε κατάματα.. Η Σωτηρία διέκρινε στο βλέμμα της μία θλίψη.
«Καλώς ήρθες στην Κούβα. Ήρθες να χορέψεις ή να βρεις την αληθινή αγάπη? » Τη ρώτησε με ύφος δημοσίου υπαλλήλου.
Η Σωτηρία δίστασε και έπειτα ψέλλισε..
«Ήρθα να βρω την αληθινή αγάπη.. »
«Καλά.» απάντησε η Κουβανή πληθωρική κυρία. «Στο βάθος θα ακούσεις τις μαράκες, πήγαινε, πιες και χόρεψε. »
Χωρίς να το σκεφτεί έτρεξε ακολουθώντας τη μουσική και βρέθηκε σε μία μεγάλη πλατεία.. Πλήθος ανθρώπων ήταν μαζεμένοι και χόρευαν σάλσα και ρούμπα κάτω από πολύχρωμα φώτα που αναβόσβηναν με τον ρυθμό της μουσικής. Τα ρούχα τους ήταν πολύχρωμα, τα πρόσωπά τους έλαμπαν και το χαμόγελο δεν έφευγε από τα χείλη τους. Η πλατεία περιτριγυριζόταν από μικρά σπιτάκια όπου οι ντόπιοι προσέφεραν μαύρα φασόλια με ρύζι, μπανάνες, ρούμι και τεκίλα. Κάποιος της άρπαξε το χέρι, την παρέσυρε στη μαγική ατμόσφαιρα και άρχισε να χορεύει. Μετά από ώρα συνειδητοποίησε ότι τα λασπωμένα της παπούτσια είχαν γίνει μικρά κόκκινα γοβάκια και αντί για το σκισμένο τζιν και το μαύρο της μπουφάν φορούσε ένα πολύχρωμο μακρύ φουστάνι. Μετά από πολλές ώρες τρελού χορού ένιωσε να βυθίζεται σε ένα αχανές μαύρο κενό και να χάνεται.
Άνοιξε τα μάτια της με δυσκολία.. το σώμα της δε την υπάκουσε στην προσπάθειά της να σηκωθεί. Τα κόκκινα γοβάκια είχαν ξεθωριάσει και ήταν λερωμένα.
«Και εσύ την αληθινή αγάπη ψάχνεις; » Η βροντερή φωνή την ταρακούνησε για τα καλά. Ένας κουβανέζικος κροκόδειλος την κοιτούσε με ειρωνικό χαμόγελο. « Δε θα τη βρεις εδώ, το μόνο που μπορείς να κάνεις εδώ είναι να πιείς και να χορέψεις. »
Η Σωτηρία βούρκωσε.. είχε ένα κόμπο στο λαιμό της. Ήταν η τελευταία της ευκαιρία και τώρα όλα χάθηκαν.
Ο κροκόδειλος τη λυπήθηκε και μαλάκωσε τον τόνο της φωνής του.
«Μη στεναχωριέσαι της είπε. Είμαι ο Λεωνίδας. Πάμε να σου φτιάξω να φας κάτι και να σου δώσω μία αλλαξιά ρούχα».
Η Σωτηρία έμεινε λίγες μέρες μαζί του και έπειτα αποφάσισαν να γυρίσουν και να ζήσουν μαζί στη Θεσσαλονίκη.
Ο ήλιος είχε πιά δύσει και τα πουλιά είχαν φύγει από τα μακρινά σύρματα. Ο Λεωνίδας δεν κατάφερε να ηρεμίσει. Καιρό τώρα το κουβαλούσε μέσα του και ήθελε να της μιλήσει.
«Γιατί προσπαθείς να με κάνεις κάτι που δεν είμαι; Από την πρώτη στιγμή που σε είδα σε ερωτεύτηκα και θέλω να σε βλέπω ευτυχισμένη αλλά ζεις σε ένα ψέμα. Είμαι απλά ένα σαρκοφάγο και σιχαίνομαι τα βραστά σου φασολάκια. Θέλω να αρπάξω τους γλάρους και να γευτώ ξανά το ωμό κρέας.»
Η Σωτηρία σάστισε. Πρώτη φορά ο Λεωνίδας της μιλούσε έτσι και δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί.
«Αν θέλεις φύγε. Πήγαινε στους χαζοκουβανέζικους χορούς σου και παρατάμε ήσυχη. »
«Σωτηρία!!!». Της γρύλισε
«Ήξερες από την αρχή ποιος είμαι. Με γνώρισες μέσα σε έναν λάκκο με λάσπη. Είχα βρόμικα νύχια, κοιμόμουν όπου έβρισκα και έπινα μέχρι να ξεράσω. Με έκλεισες σε ένα κουτί, με γυάλισες και με ταΐζεις χορτάρια. Προσπαθείς με μανία να με μετατρέψεις σε κάτι που είχες στο μυαλό σου.
Αλλά αυτό δε θα γίνει ΠΟΤΕ. »
Η Σωτηρία έβαλε τα κλάματα.
«Δεν είσαι αυτός που αγάπησα» του φώναξε ρίχνοντας κατά λάθος κάτω λίγα σπόρια. Ένα περιστέρι πέταξε γρήγορα και άρπαξε ένα από αυτά. »
«Ορίστε φάε ότι θέλεις! Γκρίνιασε με υστερία και άρχισε να σκορπάει τριγύρω της σπόρια. «Θα μαζέψω όλα τα περιστέρια του κόσμου να τα φας!!! »
Ο Λεωνίδας απογοητευμένος μάζεψε τα πράγματα του. Η Σωτηρία δε θα καταλάβαινε ποτέ. Ένιωθε εγκλωβισμένος. Η ζωή του ήταν στρωμένη και όμορφη αλλά δε του ταίριαζε. Η ζωή του ήταν για κάποιον άλλον. Μια βαλίτσα του έφτασε. Άλλωστε στην Κούβα δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο. Απλά να είναι ο εαυτός του. Ένας Κουβανέζικος κροκόδειλος.
Η Σωτηρία δεν κατάλαβε ποτέ.
TinaCoo
σχόλια