Βρέθηκα μερικά χρόνια πριν, καλοκαίρι, στο Τολέ, ειδυλλιακή κωμόπολη της Εμίλια Ρομάνια, στη βόρεια Ιταλία. Ως εξ αγχιστείας «κλάδος» τότε μιας οικογένειας Ιταλών, θα περνούσα για πρώτη φορά δεκαήμερες διακοπές στο καλοκαιρινό σπίτι του πεθερού μου που βρισκόταν στο πιο όμορφο σημείο της περιοχής, ακριβώς δίπλα στα εξοχικά των δύο αδελφών του και στο παλιό πατρικό «παλάτσο». Μπροστά από αυτό απλωνόταν ο μεγάλος, κοινός κήπος με τα φροντισμένα παρτέρια, τα άψογα κλαδεμένα δέντρα, το γκαζόν και 2-3 μαρμάρινα παγκάκια.
Μη φανταστείτε, ωστόσο, ότι οι ιδιοκτήτες ανήκαν στην upper class. Κατατάσσονταν σ' ένα εύπορο κομμάτι της κλασικής μεσοαστικής τάξης της βόρειας Ιταλίας. Τέλος πάντων, ειδικά εκείνο το καλοκαίρι έτυχε οι ημέρες των διακοπών τους να συμπέσουν κι έτσι να βρεθούν όλοι μαζί, αδέλφια, εξαδέλφια, εγγόνια κι ανίψια, στο Τολέ ως μια πολυπληθής κι αγαπημένη μεταξύ της οικογένεια – που ήταν, όπως ήξερα καλά.
Δέκα ημέρες μετά έφυγα μ' ένα αίσθημα τουλάχιστον απορίας, αν όχι αρνητικού εντυπωσιασμού. Αυτή η μεγάλη οικογένεια που είχε μαζευτεί σε αυτόν το μικρό παράδεισο δεν είχε περάσει ούτε ένα πρωινό μαζί, πίνοντας καφέ. Ούτε ένα μεσημέρι, οργανώνοντας ένα κοινό τραπέζι. Ούτε ένα βράδυ, απολαμβάνοντας μια κουβέντα μ' ένα ποτήρι κρασί. Τα γεύματα και τα δείπνα αφορούσαν την πολύ-πολύ στενή έννοια της οικογένειας, που απέκλειε τους υπόλοιπους συγγενείς. Και αυτό το είδος παράξενης απομόνωσης που έσπαγε μόνο από κάτι ημίωρες κουβέντες στον κήπο ή αντάλλασσε επισκέψεις από σπίτι σε σπίτι που κλείδωνε την πόρτα του στις 9 το βράδυ το αργότερο ήταν αποτέλεσμα μιας νοοτροπίας τόσο ακραίας διαφύλαξης της ιδιωτικότητας, που εξέπεμπε μες στο κατακαλόκαιρο «παγωνιά».
Εγώ είδα να απειλούνται παραδοσιακά «συστατικά» που ορίζουν στην καθ' ημάς Ανατολή τους όρους της επικοινωνίας, της χαλάρωσης, της σκέψης και της παρηγοριάς. Να απαξιώνεται ένας πυρήνας της ελληνικής ζωής που χρόνια συναντιόταν στα καφενεία και κάπνιζε κι έπινε και, ναι, αμπελοφιλοσοφούσε και κουβέντιαζε.
Αυτή η περίκλειστη ιδιωτικότητα παρέμεινε ένας ψυχολογικός γρίφος ακόμα και για μένα, κόρη ενός πατέρα ο οποίος, κάνοντας την «τρέλα» να εγκαταλείψει, έπειτα από 17 χρόνια παραμονής και εργασίας στην Ελβετία, το καλοκουρδισμένο ελβετικό σύστημα υγείας για να επιστρέψει στο χάος της Ελλάδας, επειδή δεν άντεχε άλλο τη ζωή εκεί, επέμενε πάντα πως «τη Βόρεια Ευρώπη την τρώει η απόλυτη ψυχρότητα στις σχέσεις της». Μάλλον το ίδιο εννοούσε κι ένας φίλος σκηνοθέτης, που, όταν τον ρώτησα χρόνια πριν γιατί ύστερα από 20ετία στο Παρίσι επέστρεψε στην Ελλάδα, μου είπε: «Θα σου απαντήσω συμβολικά, αλλά και μ' ένα πραγματικό γεγονός. Όσα χρόνια έμενα στο Παρίσι, έτρωγα σχεδόν κάθε βράδυ στο ίδιο μπιστρό. Κι ούτε μία φορά δεν πέρασε από το μυαλό του ιδιοκτήτη η σκέψη να με κεράσει ένα ποτήρι κρασί...».
Τι εννοώ με όλα αυτά, που ίσως να φαίνονται κάπως αφελή ή και γραφικά, ιδιαίτερα στους σκληροπυρηνικούς οπαδούς του βορειοευρωπαϊκού έθους; Δεν επιμένω, βέβαια, πως είναι σώνει και καλά ειδυλλιακότερη η άλλη πλευρά, ούτε πως είναι ιδανική η ελληνική αταξία κι εντός αυτής η «αγκαλιά» που γίνεται συχνά ασφυκτική ή εκθέτει επιπόλαια τα εν οίκω εν δήμω. Ξέρω πως στο αντίστοιχο ελληνικό «Τολέ» τα ωραία οικογενειακά γλέντια, τα μαγειρέματα, οι καφέδες, τα ποτά και τα τσιγαράκια μαζί θα ήταν καθημερινά, αλλά το ίδιο και τα κουτσομπολιά ή, ενδεχομένως, και οι αυτοαναφλεγόμενοι καβγάδες. Κι όμως, εξακολουθώ όλα αυτά να τα θεωρώ μέρος μιας large ανατολίτικης χειρονομίας, μιας επικοινωνίας με όρους που ακόμα κι όταν χώνουν τη μύτη τους στη ζωή σου, είναι ψυχολογικά υγιέστεροι, παρήγοροι, απρόβλεπτα τρυφεροί, ξαφνικά αλληλέγγυοι, κάποτε και ιαματικοί.
Όταν, λοιπόν, ο υπουργός Εργασίας, Γιώργος Κατρούγκαλος, σχολιάζοντας το 24% του ΦΠΑ σε ορισμένα είδη, είπε το περίφημο «μπορούμε να ζήσουμε λιγάκι χωρίς τσιγάρα ή καφέ, δεν μπορούμε χωρίς νερό ή ρεύμα» ή όταν η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Αφροδίτη Θεοπεφτάτου είπε κάτι ανάλογο, δεν διέκρινα μόνο μια υποτιμητική απόπειρα δικαιολόγησης των αδικαιολογήτων. Ούτε μόνο, σε δεύτερο επίπεδο, να καραδοκεί μια δήθεν, κάπως...υγιεινή, ηθικοπλαστική και πολιτικά ορθή πρόθεση (αφού, όπως έλεγε και ο λαϊκός ύμνος της δεκαετίας του '80: «Τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια»). Ούτε καν να αναφύεται το θράσος της εξουσίας που παραδέχεται σχεδόν χυδαία «τι να κάνουμε, η αυτονόητη ελάχιστη απόλαυση πρέπει να γίνει είδος πολυτελείας».
Εγώ είδα να απειλούνται παραδοσιακά «συστατικά» που ορίζουν στην καθ' ημάς Ανατολή τους όρους της επικοινωνίας, της χαλάρωσης, της σκέψης και της παρηγοριάς. Να απαξιώνεται ένας πυρήνας της ελληνικής ζωής που χρόνια συναντιόταν στα καφενεία και κάπνιζε κι έπινε και, ναι, αμπελοφιλοσοφούσε και κουβέντιαζε. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά από τα σπουδαιότερα τραγούδια μας μιλούν για τα λαϊκά καφενεία, για τα βαριά τσιγάρα, για τα ποτά, τις κακές συνήθειες και τα ισχυρά αισθήματα... Γιατί έτσι, με το τίποτα, με δυο τσιγάρα τώρα και δύο για μετά, γίνεται ο κόσμος μαγικός. Με το τίποτα γίνονται οι «καφενέδες» καράβι γι' αυτούς που μένουνε και περιμένουνε...
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO.
σχόλια