Ντόροθι Πάρκερ: Η αιώνια μουντάδα ενός καθαρού μυαλού Facebook Twitter
Ποτέ δεν θα επιτύχω τίποτα, αυτό μου είναι απολύτως ξεκάθαρο. Ποτέ δεν θα γίνω διάσημη... Η Πάρκερ φωτογραφημένη από τον Ρίτσαρντ Άβεντον

Ντόροθι Πάρκερ: Η αιώνια μουντάδα ενός καθαρού μυαλού

1

Το μεν πνεύμα πρόθυμον… (ούτε καν αυτό δηλαδή, αλλά λέμε τώρα)

Όταν πέθανε το 1967 η Ντόροθι Πάρκερ στα 73 της, πάνω στην κόψη της ακμάζουσας τότε αντικουλτούρας, πολλοί δεν αντελήφθησαν καν την είδηση, ενώ κάποιοι άλλοι που την είχαν ξεγράψει προ πολλού έδειξαν ξαφνιασμένοι με το γεγονός ότι ζούσε ακόμα μέχρι χθες. Κάπως έτσι –και αποφεύγοντας περαιτέρω παραλληλισμούς– έφυγε δύο χρόνια αργότερα και ο Κέρουακ, αλκοολικός, πένης, ψιλοξεχασμένος και βουτηγμένος στην πικρία και στη χολή. Πού να φανταζόταν ότι στη μετά θάνατον ζωή θα μετουσιωνόταν σε brand αφηρημένης αντισυμβατικότητας και σε αιώνιο έμβλημα πραγμάτων, ιδεών και εμπορικών αγαθών που δεν τον αφορούσαν στην πραγματικότητα!

Η Ντόροθι Πάρκερ, πάντως, γνώριζε καλά, προς βαθιά της απογοήτευση, ότι ήταν καταδικασμένη να μείνει στην αιωνιότητα διάσημη για ένα σωρό αυτοαναφορικές, αυτοσαρκαστικές, «πνευματώδεις» ατάκες, πολλές από τις οποίες ούτε είχε πει, ούτε θα έλεγε ποτέ, της αποδόθηκαν, όμως, αυθαίρετα και αβασάνιστα, αφού έμοιαζαν να ταιριάζουν σ’ αυτό που κατέληξε να συμβολίζει, όχι αυτό που επιθυμούσε να είναι. Όχι τη σημαντική γυναίκα των γραμμάτων, την ενεργά πολιτικοποιημένη διανοούμενη, την εξαίρετη ποιήτρια, δραματουργό, σεναριογράφο, κυρίως όμως δοκιμιογράφο, κριτικό και εξ αγχιστείας πρόγονο της Νέας Δημοσιογραφίας, αλλά μια ζωντανή μηχανή αποφθεγμάτων σε κατάσταση μόνιμου χανγκόβερ, και πάντα στο ’να χέρι το Μαρτίνι και στ’ άλλο χέρι το τσιγάρο – ή το στιλέτο, έτοιμο να μπηχτεί (μεταφορικά) σε όποιον ή όποιαν υπολειπόταν των υψηλών στάνταρ που είχε και για τη ζωή και για την τέχνη:  

 

Ποτέ δεν θα επιτύχω τίποτα, αυτό μου είναι απολύτως ξεκάθαρο. Ποτέ δεν θα γίνω διάσημη. Ποτέ δεν θα συμπεριληφθεί το όνομά μου με μεγάλα γράμματα στο ρόστερ Αυτών Που Κάνουν Πράγματα. Δεν κάνω τίποτα. Ούτε ένα πράγμα. Παλιότερα έτρωγα τα νύχια μου, αλλά ούτε αυτό δεν κάνω πια.

«Οι μικρές ώρες», από το «Here Lies», 1939

 

Φυσικά, ήταν ήδη διάσημη όταν γράφτηκαν οι παραπάνω γραμμές, και παραμένει διάσημη –αν κρίνει κανείς από τη συχνότητα παρουσίας των αποφθεγμάτων της στα κανονικά και στα κοινωνικά media, θα πρέπει να είναι δεύτερη μετά τον τιτάνα του «είδους» Όσκαρ Ουάιλντ– εκατό χρόνια μετά το δημοσιογραφικό/συγγραφικό της ντεμπούτο στην αμερικανική «Vogue» με μισθό δέκα δολάρια την εβδομάδα. «Δεν μ’ απασχολεί τρομερά ο μισθός», θα έγραφε μια δεκαετία αργότερα στο «New Yorker» (στο οποίο κατέληξε μετά την απόλυσή της από το «Vanity Fair» εξαιτίας του καυστικού της λόγου), «χρειάζομαι μόνο αρκετά για να κρατάω χωριστά την ψυχή από το σώμα». Τι ακριβώς εκπροσωπεί, όμως, σήμερα; Δεν έγραψε, όπως θα επιθυμούσε η ίδια, το Μεγάλο Βιβλίο ή τη Μεγάλη Ποίηση (αν και ποιήματα/γκραφίτι αυτοχειρίας, όπως το «Ρεζουμέ» με στίχους του τύπου «τα ξυράφια πονάνε, τα ναρκωτικά φέρνουν κράμπες, το γκάζι μυρίζει φριχτά, ας ζήσουμε τελικά», έχουν γλιτώσει πιθανότατα κόσμο και κοσμάκη από τα χειρότερα), ο μύθος της προσωπικότητάς της όμως εμπνέει και συγκινεί ακόμα. Ειδικά κάποια (πολλά) κορίτσια που ανακαλύπτουν ένα ζαμανφού υπόδειγμα αλλά και ένα χειραφετητικό ιδεώδες στην κεντρική (και τη μόνη γυναικεία) φιγούρα του περιβόητου κύκλου που είχε στήσει ένα κομμάτι της ιντελιγκέντσιας του Μανχάταν γύρω από τη «στρογγυλή τράπεζα» (ένα στάνταρ τραπέζι στο μπαρ) του ξενοδοχείου Algonquin από το 1919 και για μια δεκαετία περίπου, πολύ πριν από τη σύντομη και τραυματική εμπειρία της ως σεναριογράφου στο Χόλιγουντ. Ειδικότερα κάποια διαβαστερά κορίτσια με (στυλάτα) γυαλιά μυωπίας και μποέμικες προσμονές που διάβασαν κάποτε με υπομειδίαμα και ελαφρύ αναστεναγμό το πιο γνωστό ίσως στιχάκι της για τους «άντρες που σπάνια την πέφτουν σε κορίτσια που φοράνε γυαλιά». Ή την οικειοποίηση «της μοναδικής φράσης της Γερτρούδης Στάιν που μπόρεσα ποτέ να καταλάβω: Είναι υπέροχο το πόσο δεν μ’ ενδιαφέρει».

Πολλά χρόνια μετά, στη συνέντευξή της στο «Paris Review» για το τεύχος του καλοκαιριού του 1956, θα έλεγε σχετικά με τον μύθο της εποχής της τζαζ και της «χαμένης γενιάς» του Μεσοπολέμου: «Η Γερτρούδη Στάιν μάς έκανε το μεγαλύτερο κακό όταν δήλωσε: “Είστε όλοι μια χαμένη γενιά”. Η ατάκα κυκλοφόρησε και όλοι αναφωνήσαμε “γουάου, είμαστε χαμένοι!”. Ξαφνικά μας κατέλαβε μια αίσθηση αλλαγής. Ή ανευθυνότητας. Μην ξεχνάς όμως ότι, παρ’ ότι οι άνθρωποι στα ’20s έμοιαζαν επιπόλαιοι και ηττημένοι, στην πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου. Ο Φιτζέραλντ, και οι υπόλοιποι, μπορεί να ήταν απερίσκεπτοι, μπορεί να ήταν πότες, δούλευαν όμως πολύ σκληρά όλη την ώρα». Είχε ξεκινήσει ήδη η αποχώρησή της από τα εγκόσμια (τα κοσμικά τα είχε εγκαταλείψει προ πολλού), παρά το δυνατό comeback που είχε κάνει τη δεκαετία του ’50 με τη μηνιαία (όποτε το θυμόταν βασικά) στήλη της στο «Esquire», στη συνέντευξη αυτή όμως μπορεί να πετύχει κανείς μερικά από τα πιο ωραία και πιο καίρια αποφθέγματά της:   

Όλοι αυτοί οι συγγραφείς που γράφουν για τα παιδικά τους χρόνια! Χριστέ μου, έτσι κι έγραφα εγώ για τα δικά μου, θα φοβόσουν να κάτσεις στο ίδιο δωμάτιο μαζί μου. 

Είναι πιο εύκολο να γράψεις για αυτά που μισείς – όπως είναι πιο εύκολο να κριτικάρεις ένα κακό θεατρικό ή ένα κακό βιβλίο.

Είναι πολύ μεγάλη η απόσταση μεταξύ εξυπνακισμού και πνεύματος. Το πρώτο είναι απλά καλλισθενική γυμναστική με λέξεις.

Δεν έχω οπτική αντίληψη. Ακούω πράγματα. Αλλά δεν πρόκειται να ξανακάνω αυτό το «εκείνος είπε - εκείνη είπε» κόλπο ξανά, αυτά έχουν τελειώσει, αγάπη μου.

Θα ήθελα να έχω χρήματα. Και θα ήθελα να είμαι καλή συγγραφέας. Μπορούν να συναντηθούν αυτά τα δύο, και ελπίζω να το κάνουν, αλλά έστω κι αν σου ακούγεται χαριτωμένο, θα προτιμούσα τα χρήματα. Μισώ σχεδόν όλους τους πλούσιους ανθρώπους, αλλά θα ήμουν αξιαγάπητη ως πλούσια. Προς το παρόν, πάντως, θέλω μόνο να υπενθυμίσω το σχόλιο που είχε κάνει ο MauriceBaring: «Αν θες να μάθεις τι πιστεύει ο Θεός για το χρήμα, κοίτα μόνο σε ποιους το μοιράζει». Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό δεν βοηθά και πολύ όταν έρχεται ο λύκος και ξύνει με τα νύχια την πόρτα σου, αλλά είναι μια παρηγοριά.

Τα λεφτά του Χόλιγουντ δεν είναι λεφτά. Είναι στερεοποιημένο χιόνι, λιώνει στα χέρια σου, και να ’σαι μετά, στο πουθενά. Δεν μπορώ να μιλήσω για το Χόλιγουντ. Ήταν τρόμος για μένα όταν ήμουν εκεί και είναι τρόμος τώρα που το θυμάμαι. Όταν, τελικά, ξέφυγα, δεν μπορούσα καν να αναφέρομαι στο μέρος με τ’ όνομά του. «Εκεί πέρα», το αποκαλούσα. 

Δεν είναι οι τραγωδίες που μας σκοτώνουν, είναι τα μπερδέματα, οι μπελάδες. Δεν τα αντέχω. Δεν σου κάνω την έξυπνη. Το ξέρεις ότι δεν το κάνω, γλυκιά μου, τώρα που με γνώρισες, έτσι δεν είναι;

«Τι φρέσκια κόλαση είναι πάλι τούτη;»

Ντόροθι Πάρκερ: Η αιώνια μουντάδα ενός καθαρού μυαλού Facebook Twitter
H Nτόροθι Πάρκερ στη γραφομηχανή της.

Αυτός είναι ο τίτλος της εξαιρετικής βιογραφίας της Ντόροθι Πάρκερ από την επιφανή «παρκερολόγο» Marion Meade και αναφέρεται στην κατά περίσταση αλαφροΐσκιωτη φύση της «Ντότι», η οποία συχνά, όταν χτυπούσε το κουδούνι στο διαμέρισμά της, πεταγόταν και απηύθυνε προς το άγνωστο αυτό το ερώτημα («δεν έκανε πλάκα, το εννοούσε», υποσημειώνει η βιογράφος). Αυτό που την τρέλαινε βεβαίως πιο πολύ απ’ όλες τις παρεξηγήσεις για το πραγματικό ποιόν της ήταν ότι είχε κατοχυρωθεί ως ευθυμογράφος par excellence για μια ημιμαθή ελίτ. Όπως γράφει ο Robert Gottlieb στο «οριστικό» κείμενό του με τίτλο «Brilliant, Troubled Dorothy Parker» που δημοσιεύτηκε στο «New York Review of Books» τον περασμένο Απρίλιο, «… η Ντόροθι Πάρκερ ήταν πάντα έτοιμη να φανεί αντάξια των προκλήσεων που θέτουν τόσο το μεγαλείο όσο και τα σκουπίδια. Αυτό που την τρέλαινε ήταν οτιδήποτε βρισκόταν ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο… Παραήταν ξύπνια για να αποδεχτεί τον ίδιο της τον μύθο και να γλιστρήσει στη νοσταλγία. Αυτό την άφηνε με το καθαρό μυαλό που απαιτείται για να αναγνωρίζει κανείς κάποιες πολύ πικρές πραγματικότητες στη ζωή του. Παραήταν συνετή για να ζει μετανοιωμένη, κατανοούσε όμως πόση από τη ζωή της είχε σπαταλήσει τριγυρνώντας υπό την επήρεια σε οικεία περιβάλλοντα. Έχω την εντύπωση ότι η τραγωδία της Ντόροθι Πάρκερ δεν ήταν ότι υπέκυψε στον αλκοολισμό και πέθανε ουσιαστικά ολομόναχη αλλά ότι παραήταν ευφυής για να πιστέψει ποτέ ότι είχε αξιοποιήσει απολύτως τον εαυτό της». 

Παραήταν ξύπνια για να αποδεχτεί τον ίδιο της τον μύθο και να γλιστρήσει στη νοσταλγία. Αυτό την άφηνε με το καθαρό μυαλό που απαιτείται για να αναγνωρίζει κανείς κάποιες πολύ πικρές πραγματικότητες στη ζωή του.

Την απασχολούσε επίσης έντονα το γεγονός ότι η πολιτική διάσταση των λέξεων και των πράξεων της γυναίκας που είχε τρέξει μόνη της να διαμαρτυρηθεί εντόνως για την καταδίκη σε θάνατο και ακολούθως την εκτέλεση των αναρχικών συνδικαλιστών Σάκο και Βαντσέτι περνούσε συχνά στο ντούκου. Ένας από τους τακτικούς συνδαιτυμόνες της στη «στρογγυλή τράπεζα» (ή «φαύλο κύκλο») του ξενοδοχείου Algonquin, ο κορυφαίος χρονογράφος/κολουμνίστας της εποχής του, Franklin P. Adams, είχε γράψει για τα «ευθυμογραφήματά» της: «Κανείς δεν μπορεί να γράψει τόσο ειρωνικά πράγματα αν δεν διαθέτει μια βαθιά αίσθηση της αδικίας – της αδικίας προς όλα τα μέλη της ανθρώπινης φυλής που γίνονται θύματα των ηλιθίων και των υποκριτών». Πολύ πιο πρόσφατα πάλι, το 1999 και από τις σελίδες του «Vanity Fair», ο συχωρεμένος (για πολλές υπερφίαλες θέσεις του και κυρίως για την αντιδραστική και ατυχέστατη πρόσδεσή του στο άρμα του Μπους υιού όσον αφορά τον πόλεμο στο Ιράκ) ο Κρίστοφερ Χίτσενς παρουσίασε γλαφυρά τις τελευταίες μέρες της, στο κομμάτι με τον νόστιμο τίτλο «Επαναστάτρια με βραδινό ένδυμα» («Rebel in evening clothes»):

«“Αλλά θα παραμείνω για πάντα όπως είμαι”, είχε γράψει το 1925. “Επειδή δεν μου καίγεται καρφί”. Ως συνέπεια, εν μέρει, αυτής της πολιτικής, το τέλος της δεν ήταν όσο γλυκό θα μπορούσε να είναι. Μόνη, εκτός από τον σκύλο της τον Troy, ελαφρώς πικραμένη, και με κάποια αδυναμία στα προμεσημβρινά κοκτέιλ, κρατήθηκε ζωντανή στο ξενοδοχείο Volney –λίγα βήματα από το Σέντραλ Παρκ που ήταν γεμάτο από το είδος αργόσχολων γυναικών που πάντα αντιπαθούσε– και συνέχισε να κάνει καυστικά σχόλια ενώπιον ενός συρρικνωμένου πλέον ακροατηρίου. Εκ φύσεως άχρηστη με τα χρήματα, έκανε πολλούς φίλους της να εκπλαγούν όταν πληροφορήθηκαν, μετά τον θάνατό της, ότι είχε μπει στον κόπο να κάνει διαθήκη. Το 1965 όμως, νιώθοντας μάλλον ότι σιγόσβηνε, εξουσιοδότησε έναν συμβολαιογράφο ονόματι Oscar Bernstien να επικυρώσει ένα απλό έγγραφο. Άφηνε τα πάντα –μετοχές του «New Yorker», καταθέσεις, πνευματικά δικαιώματα– στον αιδεσιμότατο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Σε περίπτωση θανάτου του, η περιουσία θα έπρεπε να μεταβιβαστεί στον Εθνικό Οργανισμό για την Προώθηση των Δικαιωμάτων των Εγχρώμων (NAACP)… Αφού ολοκληρώθηκε αυτή η σύντομη διαδικασία –και ενώ στο μεταξύ είχε ορίσει ως εκτελέστρια της διαθήκης τη Λίλιαν Χέλμαν–, πληροφόρησε τον Ζίρο Μόστελ ότι το λιγότερο που μπορούσε να κάνει πλέον είναι να πεθάνει…»

Ντόροθι Πάρκερ: Η αιώνια μουντάδα ενός καθαρού μυαλού Facebook Twitter
H Nτόροθι Πάρκερ με τον σύζυγό της Άλαν Κάμπελ τη δεκαετία του '30

Για διάφορους λόγους, οι στάχτες της παρέμειναν σ’ ένα συρτάρι μέχρι τον Οκτώβριο του 1988, όταν ο Benjamin Hooks του NAACP έδωσε εντολή να δημιουργηθεί ένας μικρός επιμνημόσυνος κήπος στις κεντρικές εγκαταστάσεις του Οργανισμού στη Βαλτιμόρη. Ακολούθησε μια σύντομη τελετή κατά την οποία ο κ. Hooks πήρε την πρωτοβουλία να «αναβαθμίσει» το επικήδειο απόφθεγμα που είχε ζητήσει η ίδια («Συγχωρείστε μου τη σκόνη»), λέγοντας ότι θα άρμοζε καλύτερα να θυμηθούμε τους στίχους από το ποίημά της «Επιτάφιος για μια αγαπημένη κυρία»:

Αφήστε για κείνη ένα κόκκινο νεαρό ρόδο
Τραβήξτε το δρόμο σας και κρατήστε τον οίκτο σας.
Είναι ευτυχισμένη, γιατί ξέρει
Ότι η σκόνη της είναι τόσο όμορφη.

Λέει η επιγραφή σ’ αυτό το μικρό μνημείο:

Ενθάδε κείνται οι στάχτες της Ντόροθι Πάρκερ (1893-1967). Ευθυμογράφος, συγγραφέας, κριτικός, υπερασπίστρια των ανθρωπίνων και των πολιτικών δικαιωμάτων. Για τον επιτάφιό της είχε προτείνει το «Συγχωρείστε μου τη σκόνη». Αυτός ο επιμνημόσυνος κήπος είναι αφιερωμένος στο ευγενές πνεύμα της, μέσω του οποίου τιμούσε πάντα την ενότητα της ανθρωπότητας, και στους δεσμούς αιώνιας φιλίας μεταξύ μαύρων και Εβραίων. 

 

H Dorothy Parker διαβάζει ένα ποίημά της:

 

 

"One Perfect Rose"

A single flow'r he sent me, since we met.
All tenderly his messenger he chose;
Deep-hearted, pure, with scented dew still wet--
One perfect rose.


I knew the language of the floweret;
"My fragile leaves," it said, "his heart enclose."
Love long has taken for his amulet
One perfect rose.

Why is it no one ever sent me yet
One perfect limousine, do you suppose?
Ah no, it's always just my luck to get
One perfect rose.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 30.11.2016

Culture
1

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Μυστήριο 188 ΤΟ ΦΩΣ»: Μια έκθεση για τον «Μορφωτικό και Εκπολιτιστικό Σύλλογο Ελευσίνος»

LiFO X 2023 ΕΛΕVΣΙΣ / «Μυστήριο 188 - ΤΟ ΦΩΣ»: Μια έκθεση για τον «Μορφωτικό και Εκπολιτιστικό Σύλλογο Ελευσίνος»

Ο Χρήστος Παρίδης συνομιλεί με έναν εκ των ιδρυτικών μελών της, τον Θανάση Λεβέντη, μια ξεχωριστή και πολύπλευρη προσωπικότητα, άρρηκτα συνδεδεμένη με την πόλη.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Γιατί παραιτήθηκε ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου

Culture / Γιατί παραιτήθηκε ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου;

Μια συνταρακτική υπόθεση συστηματικής κλοπής αρχαιοτήτων βρίσκεται μονάχα στην αρχή των αποκαλύψεων. Πώς έφτασαν να λείπουν μέχρι και 1,500 αντικείμενα από την συλλογή του Βρετανικού Μουσείου, πώς μερικά από αυτά κατέληξαν στο eBay, και το παρασκήνιο μιας παραίτησης που κρύβει πολλά.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
Ζαμέ Κορωπί: Λίγες αλήθειες για το μοχθηρό language barrier που κάποτε μας έχει τρολάρει όλους

Οπτική Γωνία / Ζαμέ Κορωπί: Λίγες αλήθειες για το μοχθηρό language barrier που κάποτε μας έχει τρολάρει όλους

Το πάθημα του συνηγόρου της Εύας Καϊλή, Μιχάλη Δημητρακόπουλου, ακριβώς, όπως παλαιότερα «τα αγγλικά του Τσίπρα», πέρα από τα ανέκδοτα και τα, δικαίως, μοχθηρά πειράγματα, έχουν πολλά να πουν για το γλωσσικό εμπόδιο και την υπερβολική αυτοπεποίθησή μας, όταν καλούμαστε να εκφραστούμε σε μία ξένη γλώσσα...
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
Αννα Ροκόφυλλου: «Στον ΟΠΑΝΔΑ θέλουμε να αναδείξουμε την ιστορικότητα της Αθήνας»

Culture / Αννα Ροκόφυλλου: «Στον ΟΠΑΝΔΑ θέλουμε να αναδείξουμε την ιστορικότητα της Αθήνας»

Η Άννα Ροκοφύλλου, πρόεδρος του Οργανισμού Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων, κάνει έναν απολογισμό των δύο πρώτων ετών της θητείας της και δεν κρύβει τον ενθουσιασμό της για το Φεστιβάλ Κολωνού (6-28/9) με το οποίο ο πολιτισμός γίνεται διαθέσιμος σε κάθε δημότη.
Το συγκινητικό βίντεο με τον Μικ Τζάγκερ για την επιστροφή του κοινού στο Άλμπερτ Χολ

Lifo Picks / Το συγκινητικό βίντεο με τον Μικ Τζάγκερ για την επιστροφή του κοινού στο Άλμπερτ Χολ

Your Room Will Be Ready: «Ανυπομονούμε να αρχίσουμε να δημιουργούμε αναμνήσεις μαζί σας με καλλιτέχνες παγκόσμιας κλάσης για άλλη μια φορά. Έχουμε περισσότερη ιστορία να γράψουμε».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κοντσέρτα του Μότσαρτ σε όργανα εποχής από τους μουσικούς της Καμεράτας

Culture / Κοντσέρτα του Μότσαρτ σε όργανα εποχής από τους μουσικούς της Καμεράτας

Η συναυλία του βραβευμένου αθηναϊκού συνόλου, το οποίο φημίζεται για τις ιστορικές πρακτικές ερμηνείας του σε όργανα εποχής, αποτελεί συμπαραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και των Μουσικών της Καμεράτας.

σχόλια

1 σχόλια