Του Ρωμανού Σκλαβενίτη-Πιστοφίδη από το bookpress
Επέστρεψα στο σχολείο, πέντε χρόνια μετά. Είχε τύχει να το επισκεφθώ λίγες φορές στο μεταξύ, όμως πάντοτε συνοδευόμουν. Χαιρετούσα μερικούς καθηγητές και έγνεφα σε μαθητές που είχαν φτάσει πια στο Λύκειο, ωστόσο με θυμούνταν. Δεν υπήρχε χρόνος –και ιδιωτικότητα– για να κάνω το μοναδικό πράγμα που χρειαζόταν: να περιπλανηθώ.
Στο Μουσικό Σχολείο βρέθηκα τυχαία. Οι γονείς μου άκουσαν γι' αυτό και τους φάνηκε ταιριαστό. Εγώ πάλι είχα διαφορετική γνώμη: η τάξη μου από το Δημοτικό θα φοιτούσε αδιαίρετη στο τοπικό Γυμνάσιο και, παρότι δεν ταίριαζα εκεί, η προοπτική ενός πολυσυλλεκτικού σχολείου όπου όλα θα μου ήταν άγνωστα δεν ήταν ελκυστική. Έδωσα τις εισαγωγικές εξετάσεις και κόπηκα: ήμουν επιλαχών. Καλοδέχτηκα τα αποτελέσματα και, ανακουφισμένος, επέστρεψα στο Έγκλημα και Τιμωρία που διάβαζα τότε για πρώτη φορά. Την επόμενη μέρα, η υποδιευθύντρια του Μουσικού (έκτοτε, θα ήταν πάντα «το Μουσικό» - ποτέ «το Μουσικό Σχολείο») τηλεφώνησε στη μητέρα μου: αρκετοί από τους επιτυχόντες το είχαν ξανασκεφτεί, αφήνοντας τις θέσεις τους κενές. Μία από αυτές τις θέσεις θα τη γέμιζα εγώ.
Στο Μουσικό, η ζωή ήταν εύκολη. Έκανα πολλούς φίλους, λίγοι απ' τους οποίους με συντροφεύουν ακόμη. Μαζί σκαρώσαμε συνωμοσίες, καταβροχθίσαμε λαθραία μπωλ προφιτερόλ, τραβήξαμε τα μαλλιά μας, φάγαμε τυρόπιτες την ώρα των Μαθηματικών, σχεδιάσαμε ευμεγέθη πέη στο τετράδιο των Αρχαίων Ελληνικών και, αφηρημένοι, το παραδώσαμε στη φιλόλογο για εξέταση. «Δεν θα το πρόσεξε», είπε κάποιος. «Για να δούμε», είπα εγώ και άφησα το τετράδιο να ανοίξει μόνο του όπου επέβαλλε η τσάκιση της ράχης του. Αλήθεια, δεν ξέρω τι κάνει τα τετράδια των Αρχαίων να ανοίγουν πάντα στη σελίδα με τα πέη - πάντως, αυτό συνέβαινε με τα δικά μου σε όλο το Γυμνάσιο.
Στο Μουσικό, η ζωή ήταν ωραία. Κάθε στιγμή, υπήρχε κάποιος που έπαιζε μουσική. Δεν είχε σημασία αν ήταν η ώρα της Φυσικής ή της Χημείας· οι πόρτες δεν έκλειναν ποτέ, ο Σρέντιγκερ κι ο Πλανκ πήγαιναν χέρι-χέρι με τον Μπαχ. Όταν δεν ακούγαμε μουσική, παίζαμε θέατρο, γυρίζαμε ταινίες, τραβούσαμε φωτογραφίες. Κατά τη διάρκεια της μαθητείας μου, τραγούδησα με λίγα ακόμη παιδιά το μέρος της παιδικής χορωδίας σε μία παραγωγή της Τόσκα, έγραψα το σενάριο και μισο-σκηνοθέτησα μία ταινία μικρού μήκους, συμμετείχα σε ομαδική έκθεση φωτογραφίας, έπαιξα σε δύο-τρεις καλές θεατρικές παραστάσεις, έπαιξα μουσική ζωντανά (αυτό το έκανα μόνο μία φορά, λίγο πριν αποφοιτήσω - ανέκαθεν έκανα τα πράγματα ανάποδα), έγραψα τη δική μου συνέχεια του Χάρυ Πόττερ και μισό μυθιστόρημα φαντασίας. Όλα αυτά ακούγονται φανταστικά. Το καλύτερο όμως είναι ότι όλα αυτά ήταν πράγματι η ζωή μας στο σχολείο.
Το Μουσικό μπορεί να μην γλίτωσε από την παιδική ασθένεια του αριστερισμού και των κινημάτων, αλλά ήταν αναμενόμενο: ήμασταν ένα καλλιτεχνικό σχολείο - στην Ελλάδα η τέχνη είναι πολιτικοποιημένη. Ωστόσο, τα χρόνια των ανέμελων διαμαρτυριών βιώθηκαν με ανώδυνο τρόπο: παίζοντας μουσική και κάνοντας πολύωρες συνελεύσεις που κατέλειπαν πάντα εκκρεμότητες, με την υποστήριξη των καθηγητών και των γονέων μας - σε μεγάλο βαθμό, ο αριστερισμός είναι κληρονομική νόσος. Θέλω να πω, το Μουσικό ανέθρεψε (πιθανώς, ανατρέφει ακόμα) αριστερότροπους μαθητές, αφήνοντας λίγα περιθώρια για άλλες ιδέες, όμως εμφύσησε σ' αυτούς ισχυρό αξιακό σύστημα και αγάπη για την ευτυχία. Ό, τι λείπει δηλαδή από τους μέσους μαθητές και αργότερα τους φοιτητές και πολίτες.
Επέστρεψα λοιπόν στο Μουσικό πέντε χρόνια μετά. Μια απερίσκεπτη απόφαση και μια θλιβερή εμπειρία. Ο χώρος βρισκόταν εκεί, αλλά με είχε απροκάλυπτα ξεχάσει. Δεν υπήρχαν μαθητές που να με θυμούνται, πολλοί από τους καθηγητές μου είχαν συνταξιοδοτηθεί ή απλώς απουσίαζαν. Το «ντουλαπάκι» μου (έτσι λέγαμε τα ερμάρια των διαδρόμων, όπου φυλούσαμε τις τσάντες μας, όταν μετακινούμασταν από τάξη σε τάξη) δεν ήταν εκεί. Κι αν ήταν, δεν το αναγνώρισα. Αναγνώρισα ωστόσο το ντουλαπάκι της φίλης μου της Ελένης και το φωτογράφισα. Το μεγάλο παράθυρο του ορόφου, από όπου ατένιζα το απέναντι γιαπί και την εξάπλωση της πόλης, είχε κλείσει με προφυλακτικό κιγκλίδωμα· το απέναντι γιαπί δεν ήταν πια γιαπί.
Δεν συνάντησα κανέναν - για τους μαθητές ήμουν απλώς αξιοπερίεργο θέαμα. Περιεργάζονταν τα γυαλιά ηλίου μου που είχαν έναν στρόγγυλο κι ένα τετράγωνο φακό. Δεν με αναγνώριζαν, όμως εγώ τους αναγνώριζα. Μέσα στο πλήθος, ξεχώρισα τις φιγούρες που θύμιζαν τους φίλους μου. Τα αγαπημένα μου πρόσωπα επιβίωναν στο σχολείο, διαμέσου των απογόνων τους. Ξεχώρισα κι ένα αγόρι που έβλεπα ότι ήθελε να μου μιλήσει. Δεν μπόρεσα να τον ταυτίσω με κάποιο γνωστό μου - ίσως ήταν ο δικός μου απόγονος. Μια απερίσκεπτη απόφαση και μια θλιβερή εμπειρία.
Μαθαίνω ότι τα Μουσικά Σχολεία κινδυνεύουν να καταργηθούν. Δεν πρόκειται να ματαιοπονήσω, επιχειρηματολογώντας για τη διατήρησή τους. Πράγματι, αυτή τη στιγμή, φαντάζουν περιττή πολυτέλεια. Όταν έχεις βουλιάξει και προσπαθείς να αναδυθείς, αφαιρείς την περιβολή, αποδιώχνεις το βάρος των ενδυμάτων, ακόμη κι αν είναι πολύτιμα. Το Μουσικό είναι ένα ακριβό ρούχο από φίνο ύφασμα που, παρότι δεν μου κάνει πια, θα θρηνήσω το χαμό του. Προς το παρόν, το αναπολώ δριμέως – μέχρι να το ξεχάσω.
* Ο Ρωμανός Σκλαβενίτης-Πιστοφίδης είναι φοιτητής της Ιατρικής στο ΑΠΘ και συγγραφέας. Το πρώτο του μυθιστόρημα με το τίτλο "Διαβάτες στην πόλη" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Απόπειρα.
σχόλια