Σε αυτό το κείμενο δεν θα επιδιώξω να απαντήσω στο τί είναι ευτυχία -δεν μπορω να το κάνω εξάλλου· θα προσπαθήσω, όμως, να κάνω μια αποδόμηση στο λόγο που μας προστάζει να είμαστε ευτυχισμένοι. Ο λόγος αυτός μας ζητά επιτακτικά να «έχουμε θετική ενέργεια», να αγοράζουμε βιβλία που μας διδάσκουν πώς να γίνουμε ευτυχισμένοι και μας υποδεικνύει ότι η χαρά μας είναι αποτέλεσμα των σκέψεών μας. Αναφερόμαστε προφανώς στην επιτελεστικότητα της ευτυχίας: δηλαδή είμαστε ή θα γίνουμε ευτυχισμένα υποκείμενα επειδή πρέπει να δρούμε ως τέτοια.
Η ευτυχία γίνεται λοιπόν καθήκον, και δεν αναφέρεται πλέον στη δυνατότητά μας να «είμαστε», αλλά στην ανάγκη να «είμαστε»: Η ευτυχία ως αυτοσκοπός. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι ένας συναισθηματικός λόγος, στερημένος από συναίσθημα, που θέλει να αποκλείσει τον πόνο και ανάγει την ευτυχία σε ορθολογική επιλογή. Παράλληλα, το αίτημα της ευτυχίας φέρει μαζί του καθολικά κριτήρια σχετικά με το πώς να είμαστε ευτυχισμένοι, ένα αίτημα που μπορούμε να ισχυριστούμε ότι μεταμορφώνεται σε τυραννία.
Η νεωτερική φαντασίωση μαζί με το λόγο της θετικής ενέργειας μάς υπόσχονται ότι μπορούμε να ελέγξουμε την πορεία μας, τη ζωή μας, τη μοίρα μας. Προφανώς, είναι μια υπόσχεση που στερείται λογικού ερείσματος. Ο λόγος αυτός μας ζητά να είμαστε εντός ορίων, να έχουμε αυτοέλεγχο, και να μην παρεκκλίνουμε απο το ορθόν ώστε να ανταμείφθουμε. Αν καταλήξουμε να μην είμαστε ευτυχισμένοι, με τους όρους που νοείται η ευτυχία στην εποχή μας, δηλαδή με όσα καταφέραμε να πετύχουμε -και τα οποία είναι συνήθως μετρήσιμα-, τότε η ευθύνη είναι αποκλειστικά δική μας.
Η ευτυχία δεν μπορεί να είναι υπολογίσιμη και υπολογισμένη. Κάποιες στιγμές θα είμαστε ευτυχισμένοι, δεν οφείλουμε όμως να είμαστε.
Προφανώς, δεν σκοπεύω να πω πως η ευτυχία δεν είναι σημαντική. Κανείς δεν δέχεται να παραιτηθεί από αυτήν. Αυτό που θέλω να σκεφτώ, μαζί με σας, είναι τι κοινωνίες θα φτιάξουμε αν αποφασίσουμε ομόφωνα πώς πρεπει να είναι κάποιος ώστε να είναι ευτυχισμένος. Ακόμη πιο έντονα, θέλω να αναρωτηθώ αν υπάρχει ακόμα χώρος στο δημόσιο λόγο που μας επιτρέπει να αμφισβητήσουμε την κυρίαρχη γνώμη και να αφήσουμε να μας αφηγηθούν οι ευάλωτοι και οι τραυματισμένοι τι είναι η ευτυχία.
Ήδη ξέρουμε ότι ο χρόνος μας, στη σύγχρονη εποχή, πρέπει πάντα να λειτουργεί υπέρ της προόδου και της κίνησης. Ενώ, λοιπόν, το ζήτημα δεν είναι η πρόοδος per se, είναι ωστόσο ότι η πρόοδος τοποθετείται φαντασιακά μέσα στα πλαίσια της κίνησης και της διαρκούς δραστηριοποίησης και οτιδήποτε αποκλίνει απο αυτά αυτομάτως αποκλείεται και δαιμονοποιείται. Από την άλλη, ο πόνος, η μελαγχολία και η θλίψη στο συλλογικό φαντασιακό είναι κατεξοχήν συναισθήματα που μας κάνουν παθητικούς· άρα διερωτάται κανείς, ποιά θέση έχουν όσοι δεν τα κατάφεραν -οι αδύναμοι, οι ταπεινοί και οι καταφρονεμένοι- στην κοινωνία; Σε αυτόν το λόγο είναι ανάγκη να αντισταθούμε και να αφηγηθούμε ξανά τις ζωές μας ως ζωές ευάλωτες.
Είμαστε ευάλωτοι ακριβώς επειδή τα σώματά μας είναι εύθραυστα. Ίσως η ανθρωπινότητα του ανθρώπου να έγκειται στην ευάλωτοτητά του. Βλέπουμε τους άλλους στοργικά επειδή γνωρίζουμε το αίσθημα του πόνου. Είμαστε, λοιπόν, υποχρεωμένοι να αναθεωρήσουμε τις σκέψεις μας για τη θλίψη και τη μελαγχολία. Μπορούμε να γράψουμε, σύμφωνα με τον Φρόυντ, ή ενδεχομένως εναντίον του, ότι η μελαγχολία δεν είναι απλώς μια κατάσταση που μας κρατά προσκολλημένους στο παρελθόν και η οποία διαμορφώνει το αντικείμενο που χάσαμε σε αντικείμενο αγάπης. Η μελαγχολία έχει το δικό της νόημα, είναι απολύτως συνυφασμένη με τη ζωή του υποκειμένου και μας επιτρέπει να βρούμε νόημα στον πόνο. Η μελαγχολία μπορεί να παροτρύνει τη δημιουργία. Κι αν η μελαγχολία λογίζεται ως παθητική και ακίνητη, ας την απενοχοποιήσουμε διότι στην ακινησία παρατηρούμε τον κόσμο, τον εαυτό μας, και τους άλλους. Μαθαίνουμε και διδασκόμαστε στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στα θέατρα αλλά και στις συζητήσεις ενώ είμαστε ακίνητοι.
Δεν προτείνω να είμαστε μελαγχολικοί. Οι ζωές μας όμως κινούνται ανάμεσα στο βέβαιο και στο αβέβαιο. Στο εφικτό και στο ανέφικτο. Στο πιθανό και στο απίθανο. Είτε το θελουμε είτε όχι, η χαρά και η λύπη είναι εγγενή στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης. Χωρίς το ένα δεν μπορείς να έχεις το άλλο. Χρειάζεται να αμφισβητήσουμε όσους μας διατάζουν να είμαστε ευτυχισμένοι και ίσως νιώσουμε παραδόξως όμορφα όταν δεν είμαστε. Χρειάζεται να αμφισβητήσουμε τις άστοχες δαιμονοποιήσεις και τις εξίσου εξωραϊστικές απλοποιήσεις. Και ίσως έτσι βρούμε τρόπους να φανταστούμε την ευτυχία σε αυτό που θεωρείται παράλογο να τη φανταστεί κανείς.
Ο Ντοστογιέφσκι έχει μια θαυμάσια περιγραφή στους αδελφούς Καραμάζοφ όπου λέει: «ένα δάσος χειμωνιάτικο και μέσα στο δάσος με ένα σκισμένο καφτάνι και σαντάλια απο φλούδες δέντρου, στέκεται κάποιος. Δεν στέκεται, μονάχα κάτι οραματίζεται και σαν υπνωτισμένος μαζεύει φιλάργυρα εντυπώσεις χωρίς να το καταλάβει και μάλιστα χωρίς να το συνειδητοποιεί για ποιόν σκοπό και ποιά αιτία το κάνει, χωρίς να ξέρει καν σε τι θα του χρησιμεύσει». Κάπως έτσι σκέφτομαι την ευτυχία. Η ευτυχία δεν μπορεί να είναι υπολογίσιμη και υπολογισμένη. Κάποιες στιγμές θα είμαστε ευτυχισμένοι, δεν οφείλουμε όμως να είμαστε.
σχόλια