Η λεωφόρος Φυλής είναι ένας πολύ μεγάλος σε μήκος δρόμος που ξεκινάει λίγο μετά τους Αγίους Αναργύρους (όπου και μετονομάζεται από Χασιάς σε Φυλής) και καταλήγει στην Πάρνηθα, διασχίζοντας το Καματερό, το Ζεφύρι, την Αττική Οδό και τα Άνω Λιόσια. Για τους περισσότερους από εμάς που στροβιλιζόμαστε μέσα στα στενά όρια του αθηναϊκού κέντρου με «μικρές αποδράσεις» (sic) στα trendy προάστια, οι περιοχές αυτές είναι terra incognita, υπάρχουν στο υποσυνείδητό μας κάπως σαν αστικοί μύθοι. Τις γνωρίζουμε κυρίως από τα δημοσιεύματα των εφημερίδων και των τηλεοπτικών ειδήσεων, όταν προκύπτει κάποιο θέμα για το αστυνομικό ρεπορτάζ: συμπλοκές, μικροκλοπές και κυρίως επιχειρήσεις της αστυνομίας στον καταυλισμό των Ρομά στο Ζεφύρι για ναρκωτικά και όπλα. Προσπερνάω το Καματερό, που δεν δείχνει να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πέρα από την εμμονική ανάγνωση των εκατοντάδων επιγραφών που βλέπεις εκατέρωθεν του δρόμου (Καυσόξυλα «Καυσοξύλ», Αναρτήσεις «Ο Λάμπης», Φούρνος «Τα Πάντα Όλα» κ.λπ.) κι έχουν μια λαογραφική προέκταση, μια και η περιοχή είναι γεμάτη κυρίως από συνεργεία, μάντρες υλικών και παραπλήσιες επιχειρήσεις. Σκέφτομαι το περίφημο «θαυματουργό νερό του Καματερού» και αναρωτιέμαι πώς μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον θα μπορούσε να αναβλύζει το μαγικό υγρό που «θεράπευε» τους καρκινοπαθείς, αγνοώντας τη συνωνυμία με τον παρανοϊκό δικηγόρο (Γιώργος Καματερός), που στα μέσα της δεκαετίας του '70 κουβαλούσε νερό από την Κω και το μοίραζε δωρεάν στις πλατείες και τις γειτονιές της πόλης, υποσχόμενος ό,τι δεν κατάφερνε η παραδοσιακή ιατρική.
Και ύστερα έρχεται το Ζεφύρι. Όταν περάσεις την Αττική Οδό, σαν μια γέφυρα για την άλλη όχθη, αντιλαμβάνεσαι ότι κάτι έχει αλλάξει στην ατμόσφαιρα. Αν στρίψεις τυχαία είτε αριστερά είτε δεξιά από τη λεωφόρο Φυλής, θα συναντήσεις χωματόδρομους με τεράστιες λακκούβες ή αδιέξοδα ή θα βρεθείς σε κάποια ανηφόρα που οδηγεί σε έναν λόφο γεμάτο σκουπίδια, με άλογα να βόσκουν και τη «σκληρή» θέα της Αθήνας από κάτω. Μερικά κανονικά σπίτια, πολλές παράγκες και γιαπιά που κατοικούνται (και μου θυμίζουν τα προάστια του Καΐρου, εκεί στον δρόμο για τις Πυραμίδες). Μια παρέα πιτσιρικάδων Ρομά παίζει μπάλα σε έναν άλλο, επίσης καλυμμένο με σκουπίδια λόφο, δεκάδες σκύλοι βολοδέρνουν όπου και να κοιτάξεις. Εδώ είναι η καρδιά του εμπορίου ναρκωτικών. Μέσα στις παράγκες και στα χαμόσπιτα ναρκομανείς απ' όλη την Αθήνα αγοράζουν τη δόση τους, πρέζα ή σίσα (την πρέζα των φτωχών). Σταματάω για μια βόλτα στη σαββατιάτικη λαϊκή αγορά της περιοχής. Ανάμεσα σε πάγκους με αρκετά καλά προϊόντα σε τιμές πολύ κάτω από αυτές που βρίσκεις στις αντίστοιχες αγορές του κέντρου και καντίνες με σουβλάκια, οι κάτοικοι ψωνίζουν δίπλα σε τζάνκι-ζόμπι με γυαλιά ηλίου που αναμειγνύονται με τους ηλικιωμένους κυρίως πελάτες πάνω από μια τσάντα παραπούλια και πατάτες Νευροκοπίου. Από κάπου δίπλα ακούγεται εκκωφαντικά ένα τσιγγάνικο τραγούδι. Μια μεγάλη παρέα έχει στήσει σε ένα οικόπεδο ανάμεσα σε δύο κτίρια τυπικής «παραδοσιακής» τοπικής αρχιτεκτονικής (πέτρινοι μαντρότοιχοι, κάγκελα με κίονες και γύψινους διακοσμητικούς σκύλους) ένα υπαίθριο μπάρμπεκιου κι ένα υπαίθριο κουρείο. Κάποιος ψήνει μπριζόλες, κάποιος κουρεύει κάποιον. Τα καταστήματα πουλάνε μαϊμού ρούχα (κυρίως αθλητικές φόρμες) κρεμασμένα από σχοινιά σε μανταλάκια, τα αυτοκίνητα περνούν μαρσάροντας. Λίγο πιο μέσα στα στενάκια της περιοχής το πράγμα γίνεται πιο hardcore. Σε κάθε γωνιά βλέπεις να γίνονται ναρκω-συναλλαγές.
Οι πόρτες των σπιτιών είναι όλες ορθάνοιχτες, ακόμα και αν δεν βρίσκεται κανένας ένοικός τους έξω στη βεράντα. Κάπως σαν οίκοι ανοχής. Το κατάστημα είναι πάντα ανοιχτό. Κάποιος τρέχει και κρύβεται πίσω από έναν μαντρότοιχο στο πίσω μέρος ενός σπιτιού. Ο όγκος των ανθρώπων που ζουν εδώ σε τόσο λίγα τετραγωνικά μέτρα και το περιβάλλον της απόλυτης παρακμής σού δημιουργούν έναν τρόμο που σπάνια αισθάνεσαι ένα Σάββατο μεσημέρι στην πόλη που ζεις (ίσως κάπως έτσι να ήταν το Μπρονξ μέχρι την δεκαετία του '90). Μια άλλη παρέα νεαρών περνά από μπροστά μας αρκετά τσαμπουκαλεμένη, ο ένας κρατάει ένα πτυσσόμενο ρόπαλο, φωνάζουν δυνατά, δεν τολμάς να τους κοιτάξεις στα μάτια. Σε μια άλλη γωνιά ένας ηλικιωμένος Ρομά, ξυπόλυτος, προσπαθεί να αδειάσει το νερό από μια λακκούβα έξω από το σπίτι του, ενώ η υπόλοιπη πολυπληθής οικογένειά του παρατηρεί το «θέαμα» από τη βεράντα. Τα αυτοκίνητα, συνήθως μικρού μεγέθους με πειραγμένες μηχανές, βαμμένα σε έντονα χρώματα και με φιμέ τζάμια, σταματάνε όπου να 'ναι. Δεν υπάρχουν σήματα της Τροχαίας, δεν υπάρχει τίποτα που να πιστοποιεί ότι βρίσκεσαι μερικά (περίπου 12) χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας. Πρόβατα, άλογα, γκράφιτι (κυρίως με συνθήματα υπέρ του Ολυμπιακού), παιδάκια, ποδήλατα, ναρκωτικά, Datsun φορτωμένα με πατάτες, μουσικές, σκόνη και τσίκνα συνυπάρχουν σε ένα σουρεαλιστικό σκηνικό με τεράστιους πυλώνες της ΔΕΗ που σου κρύβουν τον ορίζοντα.
Λίγο πιο πάνω, στο Μενίδι, σταματάω στο ποντιακό εστιατόριο Αστέρι (Αγίου Διονυσίου 94, 210 2405222). Είναι απόγευμα και το μαγαζί είναι άδειο. Ο Βλαδίμηρος, ο ψήστης, περνάει στις σούβλες τα κομμάτια του χοιρινού λαιμού, προετοιμάζοντας τη δουλειά για το βράδυ. Στην τηλεόραση παίζει μια ρώσικη ταινία του '60 που μου θυμίζει Ζακ Τατί. Τρώω το πιο ωραίο σουβλάκι (μαριναρισμένο σε ξίδι) που έχω φάει τον τελευταίο καιρό και μια υπέροχη σπιτική ρώσικη σαλάτα που έχει φτιάξει μόλις η κυρία Σοφία, η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού. Στο ψυγείο, δίπλα στα νερά, έχει δυο σειρές με μπουκάλια βότκα. Παρατηρώ μια μάρκα που δεν τη γνωρίζω. «Αυτή είναι που πίνει ο Πούτιν» μου λέει ο Βλαδίμηρος.
Στο μυαλό μου έρχονται οι στίχοι από τα «Ηλίθια Αστεία» των Στέρεο Νόβα.
Στα σκουπίδια βρίσκουν τα σκυλιά φαγητό
τις περιοχές αυτές τις προστατεύει ο Θεός
Όπως τους άνεργους, τους άστεγους και αυτούς που ζουν στο μέλλον
σ' αυτούς που αγαπούν και πιστεύουν φιλιά στέλνω
Τώρα που τα σύννεφα προς τον Βορρά φεύγουν
και χιλιάδες παιδιά σ' αυτόν τον κόσμο μεγαλώνουν
ρίχνοντας το βλέμμα τους σε πλαστικά καλώδια
σε κτίρια, σε φώτα, ή σε γυμνασμένα πόδια
σχόλια