Το τελευταίο διάστημα είδαμε στη χώρα μας να αυξάνονται τα ηλεκτρονικά εγκλήματα, οι «κινηματογραφικές» δολοφονίες, οι συμμορίες που σκοτώνουν κατά παραγγελία, οι βιασμοί και γενικότερα οι εγκληματικές ενέργειες, π.χ. γονείς που πετούν παιδιά στους κάδους. Τι άλλαξε και στην επικαιρότητα κυριαρχούν ειδήσεις τέτοιου είδους; Πόσο έχουν επηρεάσει την κατάσταση η οικονομική κρίση ή τα social media και ποια είναι η στάση των πολιτών απέναντι σε θύτη και θύμα; Θέσαμε τις απορίες στη διδάκτορα Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και πρόεδρο του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος, Αναστασία Χαλκιά.
— Ποιες είναι οι αιτίες που θεωρείτε ότι έχουν επηρεάσει τελευταία την αλλαγή του εγκληματολογικού χάρτη; Ποιο είναι το προφίλ του σύγχρονου εγκληματία;
Να ξεκινήσουμε από τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας, δηλαδή τα στατιστικά στοιχεία της αστυνομίας, τα οποία, παρά τις ατέλειές τους, αποτελούν σημαντικούς δείκτες των τάσεων της εγκληματικότητας σε δεδομένο χρόνο και τόπο. Το 2016 παρουσιάζεται μείωση συγκριτικά με το προηγούμενο έτος σε εγκλήματα όπως οι ανθρωποκτονίες, οι ληστείες εντός οικιών και εντός καταστημάτων, οι κλοπές-διαρρήξεις οικιών. Από την άλλη πλευρά, καταγράφεται αύξηση σε μικροκλοπές και γενικότερα σε στόχους που χαρακτηρίζονται «εύκολοι» π.χ. κινητά τηλέφωνα και τσάντες. Μελετώντας, ωστόσο, τις τάσεις της εγκληματικότητας στην Ελλάδα σε βάθος χρόνου, διαπιστώνεται ότι η βίαιη εγκληματικότητα και τα κακουργήματα παρουσιάζουν αυξητικές τάσεις και υπό αυτή την έννοια παρατηρείται μια ποιοτική διαφοροποίηση κατά τα τελευταία έτη. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται, εξάλλου, από την πρόσφατα δημοσιευθείσα έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών σχετικά με το εγκληματικό φαινόμενο, με επιστημονική υπεύθυνη τη διευθύντρια Ερευνών του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) Ιωάννα Τσίγκανου. Γενικότερα, η Ελλάδα ιστορικά και συγκριτικά με τις άλλες χώρες τις Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρουσιάζει χαμηλούς δείκτες εγκληματικότητας και αυτό είναι κάτι που ακόμα τουλάχιστον δεν έχει αλλάξει. Τα εγκλήματα του τελευταίου χρονικού διαστήματος, πέρα από τα ηλεκτρονικά, η έκταση των οποίων παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστη, ελκύουν, λόγω της ιδιαιτερότητάς τους, την προσοχή των μέσων επικοινωνίας και του κοινού, παρ' όλα αυτά δεν είναι συνήθη. Τα περισσότερα εγκλήματα που διαπράττονται αφορούν κυρίως κλοπές και διαρρήξεις. Τώρα, αναφορικά με το προφίλ του εγκληματία, αυτό δεν είναι μόνο ένα, καθώς διαφοροποιήσεις παρατηρούνται ανάλογα με τις επιμέρους μορφές εγκληματικότητας. Δηλαδή, άλλο είναι το προφίλ του οικονομικού εγκληματία, άλλο του σεξουαλικού. Πολλές φορές διαφοροποιήσεις παρουσιάζονται και εντός της ίδιας κατηγορίας. Σε κάθε περίπτωση, λόγω του σκοτεινού αριθμού της εγκληματικότητας, μπορούμε να περιγράψουμε μόνο τους «γνωστούς» σ' εμάς δράστες. Αυτό είναι το δείγμα μας και βάσει αυτού, με πολλή προσοχή, σκιαγραφούμε κάποια χαρακτηριστικά τους. Ωστόσο, μια τάση που μπορεί να επισημανθεί είναι η εξής: στα εγκλήματα που έχουν τη συχνότερη καταγραφή, όπως οι κλοπές και οι διαρρήξεις, οι δράστες φαίνεται πλέον να είναι διατεθειμένοι να ασκήσουν περισσότερη βία συγκριτικά με παλαιότερες εποχές. Δηλαδή, προκειμένου να επιτύχουν τον στόχο τους, μπορεί να μη διστάσουν ακόμα και να σκοτώσουν ή να επιτεθούν ασύμμετρα σε σχέση με τη φυσική δύναμη των θυμάτων τους, π.χ. των υπερηλίκων.
Η αντιμετώπιση της βίας έχει ένα βασικό αντίδοτο και το ξέρουμε από πολύ παλιά: την παιδεία. Η παιδεία συνδέεται με τη διαμόρφωση του πνεύματος και τις αξίες, όχι αφηρημένα αλλά ως κάτι που επιθυμούμε να εφαρμόσουμε στην καθημερινή μας ζωή, με τη δημοκρατία, την πολιτειακή συνείδηση, τη δικαιοσύνη.
— Η οικονομική κρίση και τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, όπως το Facebook, πιστεύετε ότι έχουν επηρεάσει;
Με βάση τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε διεθνές επίπεδο δεν φαίνεται να προκύπτει ότι σε περιόδους ευμάρειας η εγκληματικότητα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη οι τάσεις εγκληματικότητας κατά τις περασμένες δεκαετίες της ευμάρειας παρουσίαζαν αυξητική τάση, ενώ σήμερα οι επίσημες στατιστικές και οι έρευνες δείχνουν γενικά ότι η εγκληματικότητα μειώνεται. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι η κρίση από μόνη της είναι ικανή συνθήκη για την αύξηση της εγκληματικότητας. Ωστόσο, η κρίση ενδέχεται να πυροδοτήσει ή να διευκολύνει την ένταση της εμφάνισης επιμέρους μορφών εγκληματικότητας, όπως η διαφθορά, το οικονομικό ή το οργανωμένο έγκλημα. Η σύγχυση περί των ισχυουσών κανόνων, η απουσία κανόνων και η γενικότερη αίσθηση ανομίας που συχνά χαρακτηρίζουν τις περιόδους κρίσης εντείνουν τέτοια φαινόμενα καθώς και την εμφάνιση ποικίλων μορφών βίας. Δυστυχώς, όσο και να προσπαθούμε να βρούμε στέρεες απαντήσεις σε πολύ γενικά ερωτήματα, ερχόμαστε πάντα αντιμέτωποι με έωλες γενικεύσεις και αυτό δεν είναι μια επιστημονική στάση. Μπορούμε, επομένως, να μιλάμε μόνο για πιθανότητες και όχι για βεβαιότητες, καθώς τα φαινόμενα παραμένουν πιο σύνθετα μερικές φορές από τις δυνατότητες που έχουμε να τα εξηγήσουμε πλήρως και στο σύνολό τους. Όσον αφορά τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, είναι προφανές ότι παρουσιάζουν μια νέα δυναμική που βρίσκει έρεισμα και στον χώρο του εγκλήματος. Ο ρόλος τους όμως δεν είναι καθοριστικός ως προς τη διάπραξη ενός εγκλήματος. Τα κοινωνικά δίκτυα και τα μέσα επικοινωνίας είναι παράγοντες που μεσολαβούν. Μπορούν να επηρεάσουν μόνο εκείνους που θα εγκληματούσαν ούτως ή άλλως. Απλώς, μέσα από αυτά συντελείται πλέον η «προβολή» της πράξης και η δημιουργία της διαδικτυακής εικόνας της, δηλαδή η κατασκευή της. Στο σημείο αυτό, ωστόσο, θα πρέπει να αναφερθεί ότι εγκλήματα που παλαιότερα τελούνταν πρόσωπο με πρόσωπο ή με άλλα τεχνικά μέσα μπορούν πλέον να διαπραχθούν με τη χρήση αυτών των νέων τεχνολογιών. Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν η μεγάλη κατηγορία του ηλεκτρονικού εγκλήματος και ο διαδικτυακός εκφοβισμός.
— Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η βία στην Ελλάδα;
Η βία είναι ένα διαχρονικό και παγκόσμιο φαινόμενο. Εάν το προσεγγίσουμε ιστορικά, θα δούμε ότι δεν εξέλιπε ποτέ από τις ανθρώπινες κοινωνίες. Αντίθετα, προγενέστερες κοινωνίες χαρακτηρίζονταν από εντονότερες και συχνότερες μορφές βίας. Γενικά, οι μορφές βίας είναι πολλές και εντοπίζονται στην οικογένεια, στο σχολείο, στον χώρο εργασίας, στον ελεύθερο χρόνο, στα γήπεδα. Υπάρχει η κοινωνική βία, η βία του άλλου και συχνά παραβλέπουμε τη δική μας βία, η οποία ανάγεται σε γλώσσα επικοινωνίας. Ο απολογισμός της βίας, στην ευρεία της προσέγγιση, παραμένει ασύλληπτος, η εξοικείωση με αυτήν πρώιμη και μεγάλη, πολύ περισσότερο δε η απάθεια απέναντί της. Μιλάμε για βία καθημερινή που είναι δύσκολο να καταπολεμηθεί. Η αντιμετώπιση της βίας έχει ένα βασικό αντίδοτο και το ξέρουμε από πολύ παλιά: την παιδεία. Η παιδεία συνδέεται με τη διαμόρφωση του πνεύματος και τις αξίες, όχι αφηρημένα αλλά ως κάτι που επιθυμούμε να εφαρμόσουμε στην καθημερινή μας ζωή, με τη δημοκρατία, την πολιτειακή συνείδηση, τη δικαιοσύνη. Αυτού του είδους η παιδεία συνδέεται με την πρωτογενή κοινωνική πρόληψη, η οποία απευθύνεται σε όλους τους πολίτες και μπορεί να παρέμβει και να καταπολεμήσει σε αποτελεσματικό βαθμό τους παράγοντες που ωθούν στη διάπραξη της εγκληματικής πράξης. Πέρα όμως από την ανωτέρω γενική αρχή, θα μπορούσα να αναφέρω πολλά που η πολιτεία οφείλει να κάνει, άλλα περισσότερα γνωστά, άλλα όχι. Θα επιλέξω να σταθώ στο τι μπορεί να κάνει ο πολίτης για να αντιμετωπίσει, στο μέτρο του δυνατού, τη βίαιη εγκληματικότητα. Χρειάζεται να είναι ενεργός στα ζητήματα που άπτονται της εγκληματικότητας, συγκεκριμένα να αναφέρει τη διάπραξη του εγκλήματος –από την κλοπή έως τα περιστατικά ρατσιστικής βίας–, να καταθέτει ως μάρτυρας, να ασκεί πίεση στους φορείς της ποινικής Δικαιοσύνης, ειδικότερα στην αστυνομία, με την οποία η επαφή του είναι πιο άμεση, να συμμετέχει σε ομάδες άσκησης πίεσης, να συμβάλλει στα περιφερειακά, τοπικά συμβούλια πρόληψης της παραβατικότητας. Μόνο έτσι μπορεί να αναμετρηθεί με τον κλονισμό της εμπιστοσύνης του απέναντι στους θεσμούς και να πιέσει ώστε αυτοί να καταστούν πιο αποτελεσματικοί και σύγχρονοι. Τα αιτήματα για τη μείωση της εγκληματικότητας, την επανένταξη των αποφυλακισμένων, την αρωγή των θυμάτων, την επιβολή εναλλακτικών ποινών και την αποτελεσματική αστυνόμευση είναι κοινωνικά αιτήματα και μας αφορούν όλους. Εξάλλου, αυτό είναι ένα από τα βασικά σημεία που ως Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕΜΕ) επιθυμούμε να τονίσουμε μέσα από την προβολή θεμάτων εγκληματολογίας, την αναγκαιότητα της συμμετοχής των πολιτών, πάντοτε θεσμικά και συντεταγμένα, στην πρόληψη της εγκληματικότητας.
— Θα ήθελα, επίσης, να μου σχολιάσετε και την «επόμενη μέρα» της εγκληματικότητας. Δηλαδή, με τον βιασμό της κοπέλας από τον 52χρονο στη Δάφνη, στα social media υπήρξε ένας όγκος σχολίων που πρότειναν τη θανατική ποινή ή το κρέμασμα του δράστη, χωρίς να επικεντρώνονται στο θύμα.
Αποτρόπαια και ειδεχθή εγκλήματα αυτού του είδους έχει αποδειχτεί ότι επηρεάζουν άμεσα, και συνήθως πρόσκαιρα, τη στάση των πολιτών, οι οποίοι εκφράζουν την επιθυμία τους για την επιβολή αυστηρότερων ποινών ή ακόμα και την επαναφορά της θανατικής ποινής. Στην Ελλάδα διαθέτουμε ερευνητική εμπειρία σχετικά με την τιμωρητική στάση, με πρώτη έρευνα αυτή της καθηγήτριας Εγκληματολογίας Χριστίνας Ζαραφωνίτου το 2006. Η έρευνα που ακολούθησε στο πλαίσιο της διδακτορικής μου διατριβής έδειξε ότι οι εν λόγω στάσεις αφορμώνται κυρίως από έξω-εγκληματικούς παράγοντες και σχετίζονται με δομικά χαρακτηριστικά του ατόμου, όπως ο συντηρητικός του προσανατολισμός. Χρειάζεται να τονιστεί πως πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με την προβολή δημοσιευμάτων και σχολίων που αφορούν τη στάση του κοινού αμέσως μετά την τέλεση τέτοιων εγκληματικών πράξεων, όπου κυριαρχούν η έλλειψη ψυχραιμίας, η έντονη συναισθηματική φόρτιση και το πρώτο σοκ από το έγκλημα. Εξάλλου, η χρονική εγγύτητα του γεγονότος δεν επιτρέπει την αξιολόγηση των περί της θανατικής ποινής εκφερόμενων κρίσεων, καθώς όχι μόνο τείνουμε να ακούμε αυτούς που είναι περισσότερο εκφραστικοί αλλά και οι πιο εκφραστικοί φωνάζουν πιο δυνατά σε σύγκριση με άλλες μετριοπαθείς και ενδεχομένως πιο ψύχραιμες φωνές. Πάντως, είναι διαπιστωμένο ότι η στάση των πολιτών απέναντι στα σεξουαλικά εγκλήματα καταγράφεται εξαιρετικά αυστηρή. Όσον αφορά το θύμα, δεν φαίνεται να λείπουν οι αξιολογικές κρίσεις: διάβασα σε περισσότερα από ένα δημοσιεύματα ότι το θύμα, εν προκειμένω η νεαρή φοιτήτρια, είναι κοπέλα σοβαρή και με αρχές, η οποία δεν παρέλειπε να ενημερώνει τους γονείς της για κάθε της κίνηση. Πραγματικά, διερωτώμαι ποιος είναι ο λόγος να τονιστούν αυτά τα επιμέρους χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς της. Δηλαδή, εάν δεν ήταν σοβαρή και με αρχές, θα ήταν «λιγότερο θύμα» ή μήπως έτσι υπονοείται ότι δεν έφταιγε γι' αυτό που της συνέβη; Δομείται, επομένως, ένα δίπολο μεταξύ αθώου και ένοχου θύματος και μια εκ νέου θυματοποίησή του, αυτήν τη φορά δημοσιογραφικού χαρακτήρα.
σχόλια