Ο ένας αιώνας από τον ρωσικό Οκτώβριο του 1917 γεννάει εκθέσεις, πολιτικές εκδηλώσεις και κάθε είδους αφιερώματα. Πολλά από αυτά στρέφονται με κάποια νοσταλγία προς εκείνες τις μέρες της μεγάλης εφόδου του Λένιν και του κόμματος των μπολσεβίκων για την κατάληψη της εξουσίας. Άλλα τηρούν κάποιους τόνους πιο αποστασιοποιημένης αποτίμησης. Στην κομμουνιστική μνήμη, φυσικά, ο «Μεγάλος Οχτώβρης» θα είναι πάντα η πρώτη δοκιμή για τη δημιουργία της άλλης κοινωνίας και την παγκόσμια σοσιαλιστική αλλαγή.
Ανεξάρτητα από τα ρήγματα και τις διαιρέσεις στο εσωτερικό τους, όλα σχεδόν τα κλαδιά της επαναστατικής αριστεράς γιορτάζουν αυτονόητα το 1917 που γέννησε τη Σοβιετική Ρωσία και εκτόξευσε τον κομμουνισμό στη σκηνή της Ιστορίας. Μετά το '17 δεν ήταν πια η φιλοσοφία ενός κινήματος ή μια ουτοπία κάποιων κύκλων αλλά η κινητήρια δύναμη ενός κράτους, ενός νέου συστήματος εξουσίας.
Σε μια άλλη πλευρά, οι μεγάλες επαναστατικές στιγμές αλλά και τα πραξικοπήματα των λίγων συνωμοτών ελκύουν το ενδιαφέρον των ερευνητών. Κάθε μελετητής της σύγχρονης Ιστορίας και πολιτικής μπορεί να ξαναγυρίζει στις τομές, να ψάχνει εκ νέου τα αρχεία και τις μαρτυρίες, να ξαναδιαβάζει, ας πούμε, τις 10 μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο του Αμερικανού κομμουνιστή Τζον Ριντ, τον Ε.Χ. Καρ, τον Χομπσμπάουμ αλλά και τον Τρότσκι ή τον αναρχικό Βολίν (που εξιστορεί τη συγκλονιστική μοίρα των Ρώσων αναρχικών). Ο κατάλογος των έργων, κλασικός και σύγχρονος, που αναφέρονται στα γεγονότα της Ρωσίας του '17 είναι τεράστιος.
Το πρόβλημα είναι με όσους ανεμίζουν τη σημαία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παρουσιάζουν ακόμα και τώρα την Οκτωβριανή Επανάσταση ως ένα λυρικό, ανθρωπιστικό έργο τέχνης, ένα μοντερνιστικό κολάζ κατάλληλο για όλους.
Υπάρχει όμως κάτι άλλο εδώ. Όσοι μετέχουν ακόμα ψυχικά και ιδεολογικά στην κομμουνιστική αντίληψη για το κράτος, την κοινωνία και το άτομο είναι λογικό να συνεχίζουν να αγνοούν τον Σολζενίτσιν, τον Σαλάμοφ, τον Τσέσλαβ Μίλος. Εύλογα δεν περιμένει κανείς να έχουν διαβάσει τους καταραμένους «μενσεβίκους», «καντέτους» και άλλους μυστήριους αντιπολιτευόμενους που σκοτώθηκαν, διώχτηκαν ή εξορίστηκαν ήδη από τους πρώτους μήνες του 1918. Ούτε μπορεί να προσδοκά κανείς πως θα ιεραρχούν τα φριχτά έργα και τις ημέρες της μυστικής αστυνομίας (Τσέκα, Νικαβεντέ, Γκεπεού κ.λπ.) και τις αναμνήσεις από τα γκουλάγκ ως κάτι σημαντικό και ικανό να οδηγεί σε βαθιά ερωτήματα. Ως γνωστόν, οι μύστες του Απόλυτου δεν ασχολούνται ούτε με τις «λεπτομέρειες» ούτε με αυτό που περιφρονούν μιλώντας για «απόνερα» της Ιστορίας.
Όλοι οι υπόλοιποι όμως δεν μπορεί να μιλούν για το ένα, αποσιωπώντας το άλλο. Είναι αδιανόητο, ας πούμε, να δίνεται η εντύπωση πως «η αριστερά» οφείλει τιμές και επαίνους στην τεχνική των μπολσεβίκων. Γιατί; Για τον απλό λόγο πως οι σοσιαλδημοκράτες, οι αγροτιστές, οι ανεξάρτητοι προοδευτικοί διανοούμενοι, οι ελευθεριακοί, μια πολύ μεγάλη βεντάλια αριστερών δηλαδή –και μετριοπαθών και επαναστατών–, τράβηξαν τα πάνδεινα από τη σκληρή σοβιετική απολυταρχία. Σάπισαν στη Βορκουτά της βόρειας Ρωσίας, στην Κολιμά, στην Καραγκάντα του Καζακστάν, βασανίστηκαν στις φυλακές της Λουμπιάνκα, χάθηκαν κάτω από τους αιώνιους πάγους και στα ορυχεία ουρανίου.
Αυτός ο κόσμος δεν έτυχε ποτέ τιμών ή ιδιαίτερης μνημόνευσης. Τα κείμενά τους έμειναν άγνωστα, οι μαρτυρίες τους στο σκοτάδι, οι φωνές τους στα αζήτητα. Τα ξέρουν μόνο κάποιοι ειδικοί ανά τον κόσμο και από κει και πέρα τίποτα. Αλλά ούτε τα σημαντικά κείμενα κριτικής ανάλυσης του μπολσεβικισμού είδαν ποτέ φως στην ελληνική μας αγορά. Λόγου χάρη τα κείμενα του «αποστάτη» Κάουτσκι για τον Λένιν ή των εξόριστων Ρώσων σοσιαλιστών (του Νταν, του Μάρτοφ και άλλων) είναι σαν να μην υπήρξαν. Οι Αναμνήσεις του καθολικού κομμουνιστή Πιερ Πασκάλ, δεινού γνώστη της ρωσικής ιστορίας, άλλο ξεχασμένο τεκμήριο. Ονόματα, τόποι μαρτυρίου, συλλογισμοί ολόκληροι έχουν αφαιρεθεί χειρουργικά από τις έγκριτες τελετές μνήμης.
Φυσικά, οι επίγονοι του λενινιστικού δόγματος, επίσημοι ή αιρετικοί, έχουν κάθε δικαίωμα να περιφρονούν τους αντιπάλους τους και κυρίως όσους ήθελαν μια δημοκρατική Ρωσία με γη στους αγρότες, πολιτικές ελευθερίες για όλους και πορεία προς μια βιομηχανική ανάπτυξη χωρίς καταναγκαστική εργασία.
Το πρόβλημα είναι με όσους ανεμίζουν τη σημαία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παρουσιάζουν ακόμα και τώρα την Οκτωβριανή Επανάσταση ως ένα λυρικό, ανθρωπιστικό έργο τέχνης, ένα μοντερνιστικό κολάζ κατάλληλο για όλους. Και ένα άλλο πρόβλημα με αυτούς που δεν είναι διατεθειμένοι να πάρουν κανένα προσωπικό ρίσκο επαναστάτη, για παράδειγμα να αρνηθούν τις πιστώσεις και τις επιχορηγήσεις από τη «μεταδημοκρατική αυτοκρατορία της λιτότητας», δηλαδή την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έχει μια πρωτόγονη ευθύτητα η στάση του ΚΚΕ και των άλλων που διαβάζουν πάντα τον Οκτώβρη του 1917 ως το προοίμιο μιας επικής μάχης ανάμεσα στον καπιταλισμό και στον σοσιαλισμό, έστω και αν έχουν μεσολαβήσει τραγωδίες, διαψεύσεις και πολιτικές καταστροφές.
Όποιος όμως δεν αισθάνεται αλλεργία για την αστική νεωτερικότητα (συχνά, μάλιστα, λέει πως θέλει να την «ολοκληρώσει») και διεκδικεί να διορθώσει επιμέρους πλευρές της, όποιος δηλαδή έχει επιλέξει τη Δύση όχι ως κάποια θρησκεία αλλά ως τον βασικό ορίζοντα των πολιτικών και πολιτισμικών του σχεδίων, για ποιον λόγο να επισκέπτεται σαγηνευμένος το παράδειγμα των μπολσεβίκων; Δεν υπάρχει ίσως πιο ενοχλητικό πράγμα από τις επετείους από όπου έχουν αφαιρεθεί οι άλλες φωνές, όσοι ας πούμε πένθησαν και δεν εγκωμίασαν, όσοι αντιτάχτηκαν και δεν κολάκεψαν. Και το λέω γιατί νομίζω πως η μνήμη δεν μπορεί να υπακούει στο επαγγελματικό μακιγιάζ αυτών που επιθυμούν να είναι με τη δημοκρατία, χωρίς όμως να στιγματίζουν τον ολοκληρωτισμό, πιστεύοντας ενδεχομένως πως καμιά αντίφαση δεν είναι ντροπή. Έχοντας, εν τέλει, τη συνείδησή τους ήσυχη πως μπορούμε πια να αγκαλιάζουμε στοργικά και τον Αλέξανδρο Κερένσκι και τον Βλαδίμηρο Λένιν.
Αν θέλουν, μπορεί να λένε ψέματα στον εαυτό τους, μόνο που αυτό έχει μεγάλο κόστος για την αλήθεια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια