Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της λογοτεχνικής κριτικής. Διανοούμενος, αιρετικός, αντισυμβατικός, με τη σκέψη του σε διαρκή εγρήγορση και εκ πεποιθήσεως αμφισβητίας. Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1924, έμεινε για πολλά χρόνια στο Παρίσι και, εκτός από την ιδιότητα του μεγαλύτερου κριτικού λογοτεχνίας, έχει και αυτές του δοκιμιογράφου και του δημοσιογράφου. Μαζί με τον Κ. Κουλουφάκο, τον Τ. Πατρίκιο και τον Κ. Πορφύρη σχημάτισαν τη συντακτική ομάδα του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης». Ανήκει στους εκπροσώπους της μαρξιστικής κριτικής τη μεταπολεμική περίοδο και το 2014 απέσπασε ομόφωνα την ύψιστη διάκριση με το «Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων». Τα κείμενά του διακρίνονται για την ερμηνευτική τους δύναμη, τη διεισδυτικότητα και την οξυδέρκειά τους. Ο ίδιος πέρασε πολλά χρόνια στην εξορία, έζησε στη Γαλλία και εξακολουθεί μέχρι και σήμερα, στα 93 του, να παρακολουθεί τις πολιτικές εξελίξεις. Μεγάλωσε τη δεκαετία του '30, μια σκληρή περίοδο, στον Πειραιά, με στερήσεις και κακουχίες. Ο Πόλεμος τον βρήκε μαθητή και στη συνέχεια οργανώθηκε στην Αντίσταση. Με την Απελευθέρωση δραστηριοποιήθηκε στην ΕΠΟΝ, συμμετείχε στα Δεκεμβριανά και αργότερα ξεκίνησαν οι εξορίες. Εκεί συναντήθηκε με μεγάλες προσωπικότητες, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Δημήτρης Χατζής, ο Τάσος Λειβαδίτης και ο Άρης Αλεξάνδρου, και είχε άφθονο χρόνια για να αγαπήσει το διάβασμα και να μάθει τη γαλλική γλώσσα. Αφορμή για τη συζήτησή μας στάθηκε η κυκλοφορία πριν από λίγο καιρό του νέου του βιβλίου «Η κριτικής της κριτικής», στο οποίο πραγματοποιεί μια επισκόπηση της ιστορίας της κριτικής, των θεωριών και των λαθών της. Όπως σημειώνει: «Πρωταρχικός είναι ο ρόλος της κριτικής: συνδέει τη λογοτεχνία-τέχνη με την αυτογνωσία και την ευαισθησία μιας κοινότητας». Στην συνέντευξη μας απαντά για τον ρόλο της κριτικής, την αξία της λογοτεχνίας, την αριστερά και τον Αλέξη Τσίπρα, καθώς και για το πρόβλημα της ελληνικής εκπαίδευσης.
— Ο κριτικός είναι ο συνδιαμορφωτής της λογοτεχνικής σκηνής;
Είναι ο πρώτος και ο τελικός παράγων στη διαδικασία που λέγεται πρόσληψη του λογοτεχνικού έργου. Από την άμεση βιβλιοκρισία ως το δοκίμιο, αργότερα, το οποίο αναλύει συστηματικά το έργο, το εντάσσει στη δική του σειρά, αν βέβαια κρίνεται άξιο, στον «κανόνα», και τον συγγραφέα στην εποχή του, ως συνδιαμορφωτή του κανόνα ή μινόρε. Από την άποψη αυτή, λοιπόν, η κριτική πλέον (και όχι ο Α ή ο Β κριτικός) είναι συντελεστής της αισθητικής παιδείας μιας γλωσσικής κοινότητας, μιας κοινωνίας, ακόμα και ενός έθνους ενδεχομένως (σπανιότατα).
— Ποια είναι τα κριτήρια που χαρακτηρίζουν μια κριτική ουσιαστική;
Όσα σας είπα παραπάνω κάνουν μια κριτική ουσιαστική. Για να είναι εποικοδομητική προϋποθέτει γνώση, καλλιέργεια, ευαισθησία, διορατικότητα, σοβαρότητα και ευθύνη. Επιπλέον, απαιτείται το θάρρος της αντισυμβατικότητας, όταν χρειάζεται, ιδιαίτερα η ανεξαρτησία από θεσμούς, εξουσίες, εκδοτικά συμφέροντα και δόγματα.
Ο Αλέξης Τσίπρας είναι κατ' εικόνα και ομοίωση της ριζοσπαστικής αριστεράς: σκέτη αντίφαση λόγου - πράξης, ιδέας - πραγματικότητας. Άνθρωπος με ηγετικές ικανότητες, εξωτερικές, αλλά χωρίς παιδεία, χωρίς ελευθερία, ουσιαστικά ακαλλιέργητος. Ό,τι χρειάζεται δηλαδή για να είναι πούρος, ντούρος κομμουνιστής και ταυτόχρονα καιροσκόπος, εξουσιομανής, παρωπιδοφόρος, διχαστικός, ιταμός προς τους αντιπάλους.
— Όταν η κριτική κάνει λάθος, τι πιστεύετε ότι φταίει;
Φταίει, βέβαια, η έλλειψη ενός ή πολλών απ' όσα σας προανέφερα. Παραδείγματα υπάρχουν αναρίθμητα. Έχω υπογραμμίσει διάφορα τέτοια στο βιβλίο μου «Κριτική της Κριτικής» (2017). Εκεί μιλάω όχι για συμπτωματικά λάθη (υποκειμενικά του κριτικού) αλλά για λάθη κατευθυνόμενα από ιδεολογίες, από τον φανατισμό των δογμάτων και των ιδεοληψιών. Ο μαχητικός δημοτικισμός, παραδείγματος χάριν, που ήταν προοδευτικός μέχρι τη γενιά του Παλαμά, παρατεινόμενος μετά την επικράτησή του στη λογοτεχνία γίνεται έδαφος ακρισίας και άρνησης ή διχασμού, με θύματα την πεζογραφία της καθαρεύουσας, τους καλύτερους, τους ιδρυτές της σύγχρονης πεζογραφίας μας, τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό, τον Ροΐδη. Ο επισημότερος ιστορικός της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, ο Κ.Θ. Δημαράς, μηδενίζει τον Παπαδιαμάντη, τον παραβάλλει με τον Σουρή και με τον Βυζαντινό ψευτολόγο Σπανέα, έναν ασήμαντο θρησκόληπτο, του αρνιέται την ανθρωπιά. Και η μαρξιστική κριτική εγκαινιάζεται με τον Κ. Βάρναλη, ο οποίος κατατάσσει τον Σολωμό στο «κόμμα των καλαμαράδων» (Ο Σολωμός χωρίς μετάφραση). Η αριστερή κομματική κριτική, εμπνεόμενη από τον «σοσιαλιστικό ρεαλισμό», καταδίκασε κάθε νεωτεριστικό στοιχείο στη λογοτεχνία, της αρνήθηκε την ελεύθερη θεώρηση της πραγματικότητας, την εσωτερική σκοπιά, τον λυρισμό, το όνειρο... και, βέβαια, απέρριψε καθετί πρωτοποριακό μορφικά, κάθε μοντερνισμό· η αριστερά επέβαλε κριτήριο κομματικότητας, αληθινό μιλιταρισμό πνευματικό. Απέρριψε, για παράδειγμα, ολοκληρωτικά τον Καβάφη, ύστερα τον διχοτόμησε (Τσίρκας), θέλησε να εξοντώσει την τριλογία του Τσίρκα («Ακυβέρνητες Πολιτείες»).
— Ποιος είναι, κατά τη γνώμη σας, ο ρόλος της λογοτεχνίας;
Ο ρόλος της λογοτεχνίας, γενικά, είναι να διευρύνει, να καλλιεργεί την ευαισθησία και την καλαισθησία του ανθρώπου, να ανοίγει τη σκέψη και τον ψυχικό κόσμο, να βοηθάει στην κατανόηση του κόσμου μας, της εποχής μας με τρόπο όχι διδακτικό αλλά έμμεσο, με τη μεταφορά και τη φαντασία, με τον ελεύθερο, αντισυμβατικό, ωραίο λόγο, με τη μουσική της γλώσσας.
— «Αν αυτό είναι αριστερά, δεν δέχομαι την ιδιότητα του αριστερού» έχετε γράψει σε κείμενό σας. Πώς ορίζετε τον αριστερό σήμερα και τι πήγε λάθος με την «πρώτη φορά αριστερά»; Μήπως, τελικά, η αριστερά θέλει να αλλάξει και τον κόσμο, εκτός από τον εαυτό της;
Απευθύνεστε τώρα στον διανοούμενο (τον παρεμβατικό διανοούμενο, όπως λέγεται, με έναν πλεονασμό), γιατί διανοούμενος σημαίνει πνευματικός άνθρωπος που παρεμβαίνει σε χώρο έξω από την ειδικότητά του. Πράγματι, λοιπόν, «αν αυτό είναι αριστερά», δεν δέχομαι την ιδιότητα του αριστερού. Ως προς τη ριζοσπαστική αριστερά, δεν υπάρχει «αν». Αυτή είναι, δεν υπάρχει άλλη. Εκατό χρόνια πολιτικής Ιστορίας το έχουν παγιώσει τέλεια. Ο εγκαλιταρισμός και η ιδέα της ανατροπής του καπιταλισμού, της επιβολής του σοσιαλισμού με επανάσταση (προλεταριακή την ήθελε ο Μαρξ), έχουν χρεοκοπήσει οριστικά. Αριστερά βιώσιμη, λογική, θετική, ρεαλιστική, είναι η σοσιαλδημοκρατία, η πραγματική (Μπερνστάιν), όχι με προσμείξεις μαρξιστοειδείς, όπως αυτές του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, για παράδειγμα. Για την Ελλάδα, δυστυχώς, κομμάτι δύσκολο, βλέπε ΠΑΣΟΚ. Να αλλάξει ριζικά τον κόσμο και τον άνθρωπο θέλει η αριστερή ουτοπία παντός καιρού: με επανάσταση θα ανατρέψει τον καπιταλισμό, με νόμο θα επιβάλει τον κομμουνισμό. Αλλά επανάσταση και νόμος είναι αντίθετα πράγματα.
— Ποια είναι η γνώμη σας για τον Αλέξη Τσίπρα;
Ο Αλέξης Τσίπρας είναι κατ' εικόνα και ομοίωση της ριζοσπαστικής αριστεράς: σκέτη αντίφαση λόγου - πράξης, ιδέας - πραγματικότητας. Άνθρωπος με ηγετικές ικανότητες, εξωτερικές, αλλά χωρίς παιδεία, χωρίς ελευθερία, ουσιαστικά ακαλλιέργητος. Ό,τι χρειάζεται δηλαδή για να είναι πούρος, ντούρος κομμουνιστής και ταυτόχρονα καιροσκόπος, εξουσιομανής, παρωπιδοφόρος, διχαστικός, ιταμός προς τους αντιπάλους. Η χώρα όπου κατοικεί είναι η εικονική πραγματικότητα. Δεν ορρωδεί μπροστά σε κανένα ψέμα, τέχνασμα, μανούβρα. Η αλήθεια είναι κομματική, η πραγματικότητα δεν έχει παρά να συμμορφωθεί με την κομματική γραμμή, αλλιώς διαγράφεται.
— Ποιος φταίει για την οικονομική κρίση; Οι πολίτες ή οι πολιτικοί; Πιστεύετε ότι τελικά η Ελλάδα είναι μια συντηρητική χώρα;
Ο μεγάλος ένοχος είναι ο λαϊκισμός. Γενικά και αφηρημένα, κάθε κοινωνία δημιουργεί και υφίσταται τη μοίρα της. «Οι πολίτες ή οι πολιτικοί;»: μα, δικοί μας είναι, δικοί τους είμαστε. Εμείς οι πολίτες εκλέγουμε τους πολιτικάντηδες, τους ψεύτες, αυτοί μας κυβερνούν, διαψευδόμενοι, ανεύθυνοι, κυνικοί. Ο λαϊκισμός ήταν και είναι ο αγαπημένος των Ελλήνων. Συντελούν σ' αυτό η καθυστέρηση, η αντιδημοκρατική παράδοση, ο βυζαντινισμός-αντιδιαφωτισμός. Από την κλασική κληρονομιά μας κάναμε μια ελληναράδικη ιδεοληψία, έναν ανόητο εξαιρετισμό. Από την άποψη αυτή, ναι, η Ελλάδα είναι μια συντηρητική χώρα, μεταξύ μεσανατολισμού, αριστερού αντιδυτικισμού, δεξιού και αριστερού οπορτουνισμού. Το προοδευτικό, σύμφωνα με αυτό το φοβερό μείγμα, δεν είναι η γνώση, η παιδεία, η εργατικότητα, η επιχείρηση, το σταθερό κοινωνικό συμβόλαιο (ατόμου - συνόλου, τάξεων, συμφερόντων) αλλά η ανομία, ο τσαμπουκάς, η βία, ο παρασιτισμός. Σε ποια δημοκρατική χώρα του κόσμου θα ήταν ανεκτό το φαινόμενο του «κράτους των Εξαρχείων» στην καρδιά της πρωτεύουσας, που τρομοκρατείται και καταστρέφεται μόνιμα από επαναστάτες της συμφοράς;
— Τι θεωρείτε επαναστατικό στην εποχή μας;
Η επανάσταση στην εποχή μας συμβαίνει όχι στα οδοφράγματα και τις πλατείες αλλά στα επιστημονικά εργαστήρια, στον εγκέφαλο. Μια ειρηνική πολιτική επανάσταση εντούτοις, στη σημερινή Ελλάδα ειδικά, είναι απαραίτητη: η επιστροφή στην κανονικότητα σύγχρονης πολιτείας. Και στην Ευρώπη, η πρόοδος προς την πραγματική ένωση, την ομοσπονδία, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης που οραματίστηκε ο Βίκτωρ Ουγκώ και ο ελληνικής ρίζας Καλέργη-Κούτενμπαχ.
— Τι κρατάτε και τι αφήνετε από τα χρόνια της εξορίας;
Από τις εξορίες μου και από το κομμουνιστικό παρελθόν μου κρατάω δύο πράγματα: τη φιλία/συντροφικότητα –όχι ανέφελη, ούτε ιδανική, απλώς ανθρώπινη‒ και τα βιβλία. Ναι, τα βιβλία, τη δίψα για γνώση, φωτισμό, κατανόηση του κόσμου και της ύπαρξης. Διάβασα πολύ και σε πολλά γνωστικά πεδία (ίσως επειδή δεν έβρισκα συστηματική βιβλιογραφία), προπάντων λογοτεχνία αλλά και Ιστορία, κοινωνιολογία, φιλοσοφία. Υπήρχαν πολλά βιβλία, γιατί είχε καθιερωθεί ένα είδος κοινοκτημοσύνης των βιβλίων. Ήμουν από εκείνους που τα διακινούσαν προς ανάγνωση, διακριτικά ‒ πολλά είχαν μπει παράνομα, η λογοκρισία θα τα είχε κατάσχει. Ερχόταν ένας και με ρωτούσε πού να βρει, για παράδειγμα, το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι. Του απαντούσα «το έχει ο τάδε, στη σκηνή δείνα». Από τα βιβλία έμαθα γαλλικά. Διάβασα τον 1ο τόμο του «Κεφαλαίου» του Μαρξ μαζί με τη «Μαντάμ Μποβαρί» του Φλομπέρ. Από το παρελθόν της νεότητάς μου κρατάω με ευλάβεια ό,τι πίστευα πως είναι ο κομμουνισμός, ό,τι προδόθηκε από τον ίδιο τον κομμουνισμό, την αλήθεια, τον διαφωτισμό, τον αντιδιαφωτισμό, την ανθρωπιά, την ελευθερία και τη δημοκρατία.
— Ποιο είναι το βασικότερο πρόβλημα της ελληνικής εκπαίδευσης;
Η εξάρτησή της από την ιδεολογία και τον πολιτικό καιροσκοπισμό. Νόμοι επί νόμων, αλλά ανομία. Μια στροφή προς την κανονικότητα, ο νόμος Διαμαντοπούλου ψηφισμένος από τη δεξιά, κέντρο και μέρος της αριστεράς ήρθε η «πρώτη φορά αριστερά» να τα ανατρέψει. Ένα κόμμα που εγκαινιάζει την κυβερνητική του καριέρα με κήρυγμα, μέτρα και πρακτικές κατά της αριστείας είναι επόμενο να κακοποιεί την εκπαίδευση. Παιδεία, πολιτισμός, πρόοδος, είναι συνώνυμα της αριστείας ‒ εχθρός ή τουλάχιστον πράγματα ξένα, καπιταλιστικά, αστικά για τη ριζοσπαστική αριστερά. Για τους καταληψίες το σχολείο, το πανεπιστήμιο, δεν είναι ναοί γνώσης και παιδείας αλλά μετερίζια αγώνα προς κατάληψη, οχύρωση, παρλαπίπα, κατασκευή μολότοφ. Κανονικότητα, δικαίωμα, τάξη γι' αυτούς είναι η βία κατά καθηγητών, η καταστροφή, η ασκήμια. Η βία, μαμή της Ιστορίας έχει αποκαλυφθεί τι εστί πραγματικά: η βία, τροφός της οπισθοδρόμησης.
Το βιβλίο του Δημήτρη Ραυτόπουλου «Η κριτική της κριτικής» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg.
σχόλια