Οταν οι εκλεγμένοι δημαγωγοί στρέφονται εναντίον των πολιτικών αντιπάλων τους, κατά κανόνα, δεν εξαφανίζουν κάθε αντιπολιτευτική φωνή, όπως έκαναν αυταρχικοί ηγέτες σαν τον Μουσολίνι στον Μεσοπόλεμο ή τον Κάστρο πιο πρόσφατα.
Φροντίζουν, ώστε όλοι οι αντίπαλοί τους, υπαρκτοί ή πιθανοί, οι οποίοι θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν ή να απειλήσουν την εξουσία τους, να εξουδετερωθούν ή να σιωπήσουν. Αυτοί οι αντίπαλοι μπορεί να είναι πολιτικοί της αντιπολίτευσης, επιχειρηματίες που τους υποστηρίζουν, ιδιοκτήτες και διευθυντές μέσων ενημέρωσης με επιρροή, ακόμα και θρησκευτικοί ηγέτες ή λόγιοι με αδιαμφισβήτητο κύρος.
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να ξεφορτωθεί ένας ηγέτης τους δυνητικούς αντιπάλους του είναι να τους προσεταιριστεί εξαγοράζοντας τους. Έτσι, συχνά σε πολιτικούς, επιχειρηματίες ή δημοσιογράφους με επιρροή προσφέρονταν δημόσια αξιώματα ή εξυπηρετήσεις, σε αντάλλαγμα για την υποστήριξή τους ή έστω τη σιωπή τους. Εφημερίδες, περιοδικά και κανάλια αποκτούν προνομιακή σχέση με τον πρόεδρο και το προεδρικό περιβάλλον, επιχειρηματίες εξασφαλίζουν μεγάλα συμβόλαια με το κράτος κ.ο.κ.
Συχνά σε πολιτικούς, επιχειρηματίες ή δημοσιογράφους με επιρροή προσφέρονταν δημόσια αξιώματα ή εξυπηρετήσεις, σε αντάλλαγμα για την υποστήριξή τους ή έστω τη σιωπή τους. Εφημερίδες, περιοδικά και κανάλια αποκτούν προνομιακή σχέση με τον πρόεδρο και το προεδρικό περιβάλλον, επιχειρηματίες εξασφαλίζουν μεγάλα συμβόλαια με το κράτος κ.ο.κ.
Ειδικά ο Αλμπέρτο Φουχιμόρι (δικτάτορας του Περού) και η κυβέρνησή του διακρίθηκαν ιδιαίτερα στη διαδικασία ελέγχου των μέσων μαζικής ενημέρωσης, με αποτέλεσμα σταδιακά όλα τα μεγάλα κανάλια και οι περισσότερες εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας να ελέγχονται ουσιαστικά από το καθεστώς.
Ο Βλαντίμιρο Μοντεσίνος (επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών του Περού και έμπιστος του Φουχιμόρι), φρόντισε να δοθούν περίπου 12 εκατομμύρια δολάρια στο Κανάλι 4 του Περού, με αντάλλαγμα να ελέγχει ουσιαστικά η κυβέρνηση τα ενημερωτικά του προγράμματα.
Ο βασικός μέτοχος του Καναλιού 5 έλαβε 9 εκατομμύρια δολάρια από τον Μοντεσίνος, ενώ στον μεγαλομέτοχο του Καναλιού 9 δόθηκαν 50.000 δολάρια προκειμένου να απολύσει δυο «ενοχλητικούς» για την κυβέρνηση ρεπόρτερ.
Στα τέλη του 1999 ο Μοντεσίνος, σε μια συνομιλία του που έχει μαγνητοφωνηθεί εν αγνοία του, ακούγεται να λέει ότι όλα τα τηλεοπτικά δίκτυα «είναι πλέον υπό τον έλεγχό μας. Υπάρχει κάθε μέρα, στις 12:00, μια συνάντηση, στην οποία καθορίζεται το περιεχόμενο των βραδινών δελτίων ειδήσεων».
Εκτός από ιδιοκτήτες και στελέχη των μέσων ενημέρωσης, ο Μοντεσίνος εξαγόραζε και πολιτικούς.
Το 1998 κόμματα και προσωπικότητες της αντιπολίτευσης συγκέντρωσαν τις απαραίτητες υπογραφές ώστε να γίνει δημοψήφισμα για το αν ο Φουχιμόρι μπορούσε να είναι για τρίτη φορά υποψήφιος πρόεδρος το 2000.
Για να προκηρυχθεί, ωστόσο, δημοψήφισμα έπρεπε η πρόταση να ψηφιστεί από το 40% των μελών του Κογκρέσου, θεωρητικά, η αντιπολίτευση διέθετε τις 48 ψήφους που ήταν αναγκαίες για να εγκριθεί η προκήρυξη δημοψηφίσματος.
Όμως ο Μοντεσίνος φρόντισε να εξαγοράσει τρία μέλη του Κογκρέσου, ανατρέποντας έτσι τα αριθμητικά δεδομένα κατά την επίμαχη ψηφοφορία.
Ο ένας από τους τρεις που εξαγοράστηκαν, ο Λούις Τσου, πήρε 130.000 δολάρια από τα μυστικά κονδύλια της υπηρεσίας πληροφοριών· ο δεύτερος, ο Μιγέλ Σίσια, «διευκολύνθηκε» ώστε να κερδίσει μια κρίσιμη για αυτόν δίκη που αφορούσε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες· η τρίτη, η Σούσι Ντίαζ, φρόντισε να μείνει στο σπίτι της και να μην εμφανιστεί στην ψηφοφορία, επικαλούμενη «προσωπικούς λόγους».
Έτσι, η πρόταση για δημοψήφισμα δεν εγκρίθηκε και ο Φουχιμόρι μπόρεσε, παρά τη σχετική διάταξη του συντάγματος, να είναι για τρίτη φορά υποψήφιος πρόεδρος -και να εκλεγεί, βέβαια- το 2000. Μάλιστα, καθώς ο Φουχιμόρι δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει την πλειοψηφία στο Κογκρέσο, ο Μοντεσίνος φρόντισε να δωροδοκήσει δεκαοκτώ μέλη της αντιπολίτευσης ώστε να αλλάξουν στρατόπεδο.
Οσοι δεν προσφέρονται να δωροδοκηθούν πρέπει να εξουδετερωθούν με άλλον τρόπο. Ενώ οι παλαιοί, παραδοσιακοί δικτάτορες συνήθιζαν να φυλακίζουν, να εξορίζουν ή ακόμα και να δολοφονούν τους πολίτικους τους αντιπάλους, οι σημερινοί εκλεγμένοι αλλά αυταρχικών τάσεων ηγέτες φροντίζουν να διατηρούν μια επίφαση νομιμότητας. Να γιατί είναι τόσο κρίσιμο να ελέγχουν τους «διαιτητές» (δικαστική εξουσία κ.λπ).
Επί Περόν, στην Αργεντινή, ο Ρικάρντο Μπαλμπίν, ηγετικό στέλεχος της αντιπολίτευσης, είχε φυλακιστεί για «προσβλητική» προς τον πρόεδρο συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Ο Μπαλμπίν προσέφυγε στη δικαιοσύνη, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, αφού ο Περόν είχε ήδη φροντίσει να θέσει το Ανώτατο Δικαστήριο υπό τον έλεγχό του.
Οι αυταρχικές κυβερνήσεις δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν τον έλεγχο της χειραγωγημένης από τις ίδιες Δικαστικής Εξουσίας, προκειμένου να εξουδετερώσουν τα ενοχλητικά μέσα ενημέρωσης, μέσω αγωγών για «συκοφαντική δυσφήμηση».
Στη Μαλαισία ο πρωθυπουργός Μαχατίρ Μοχάμαντ αξιοποίησε την ελεγχόμενη από αυτόν αστυνομία και την επίσης ελεγχόμενη δικαιοσύνη ώστε να κατηγορηθεί και να καταδικαστεί για σοδομία και σεξουαλική παρενόχληση το 2000 ο Ανουάρ Ιμπραήμ, κύριος πολιτικός του αντίπαλος.
Στη Βενεζουέλα ο Λεοπόλδο Λόπες, ηγέτης της αντιπολίτευσης, φυλακίστηκε με την κατηγορία της «υποκίνησης βίας» κατά τη διάρκεια των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων του 2014. Μην μπορώντας μάλιστα να τεκμηριώσουν την κατηγορία που είχε απαγγελθεί στον Λόπες, κυβερνητικοί αξιωματούχοι έφτασαν στο σημείο να υποστηρίξουν ότι η υποκίνηση βίας ήταν «ενδόμυχη»!
Επίσης, συχνά οι αυταρχικές κυβερνήσεις δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν τον έλεγχο των «διαιτητών» προκειμένου να εξουδετερώσουν τα ενοχλητικά μέσα ενημέρωσης, μέσω αγωγών για «συκοφαντική δυσφήμηση».
Ο Ραφαέλ Κορέα, πρόεδρος του Ισημερινού, διακρίθηκε ιδιαίτερα σε αυτό το πεδίο. Έτσι, το 2011 κατάφερε να εξασφαλίσει αποζημίωση 40 εκατομμυρίων δολαρίων από την ευρείας κυκλοφορίαςεφημερίδα El Universo, επειδή σε κύριο άρθρο της τον είχε αποκαλέσει δικτάτορα.
Μάλιστα, ο Κορέα δήλωσε ότι ήταν ένα «μεγάλο βήμα μπροστά για την απελευθέρωση όλης της αμερικανικής ηπείρου από μία από τις ισχυρότερες και πιο ανεξέλεγκτες δυνάμεις: τα διεφθαρμένα μέσα μαζικής ενημέρωσης». Αργότερα έδωσε χάρη στους ιδιοκτήτες της εφημερίδας, ωστόσο ο στόχος είχε επιτευχθεί, καθώς έκιοτε ο Τύπος ήταν πολύ πιο «προσεκτικός», αν όχι και φιλικός, απέναντι του.
Ιδιαίτερες επιδόσεις στη διαδικασία ελέγχου των μέσων ενημέρωσης έχουν να επιδείξουν και ηγέτες όπως ο Ερντογάν και ο Πούτιν.
Στην Τουρκία στόχος υπήρξε ο πανίσχυρος Όμιλος Ντογκάν, ο οποίος ήλεγχε την ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδα Hurriyet και αρκετούς τηλεοπτικούς σταθμούς. Οι απόψεις κάποιων από τα μέσα ενημέρωσης του Ομίλου Ντογκάν, φιλελεύθερες και υπέρ του κοσμικού κράτους, δεν άρεσαν καθόλου στον Ερντογάν και στην ηγεσία του κόμματός του, του ΑΚΡ.
Το 2009 ήδη η κυβέρνηση είχε επιβάλει στον όμιλο ένα αστρονομικό ποσό (περίπου 2,5 δισ. δολάρια) πρόστιμο για φορολογικές παραβάσεις. Ο όμιλος αναγκάστηκε τότε να πουλήσει μέρος της μιντιακής αυτοκρατορίας του (μεταξύ άλλων, δύο εφημερίδες και έναν τηλεοπτικό σταθμό), το οποίο και αγοράστηκε από επιχειρηματίες φίλα προσκείμενους στην κυβέρνηση Ερντογάν.
Στη Ρωσία η κυβέρνηση Πούτιν, όταν αποφάσισε ότι το ανεξάρτητο τηλεοπτικό δίκτυο NTV του Βλαντίμιρ Γκουσίνσκι ήταν «ενοχλητικό», φρόντισε να κατηγορηθεί ο ιδιοκτήτης του για φοροδιαφυγή και άλλες φορολογικές παραβάσεις. Η πρόταση του Πούτιν προς τον Γκουσίνσκι είχε όλα τα χαρακτηριστικά που συνδέουμε συνήθως με τις μαφιόζικες μεθόδους: Ή το NTV αλλάζει στάση ή πηγαίνεις φυλακή.
Ο Γκουσίνσκι προτίμησε... να μην πάει φυλακή· έτσι, to NTV πέρασε στα χέρια του κρατικού ενεργειακού κολοσσού που ακούει στο όνομα Gazprom και ο έως τόιε ιδιοκτήτης του έφυγε από τη Ρωσία.
Ιδιαίτερες επιδόσεις στη διαδικασία ελέγχου των μέσων ενημέρωσης έχουν να επιδείξουν ηγέτες όπως ο Ερντογάν και ο Πούτιν.
Κάτι αντίστοιχο έγινε και στη Βενεζουέλα, όπου η κυβέρνηση του Τσάβες φρόντισε να κατηγορηθεί ο ιδιοκτήτης του τηλεοπτικού σταθμού Globovision Γκιγέρμο Ζουλοάγα για φορολογικές παραβάσεις, με αποτέλεσμα αυτός να αναγκαστεί να φύγει στο εξωτερικό προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη, πουλώντας παράλληλα τον Globovision σε επιχειρηματία φίλο της κυβέρνησης.
Όταν ισχυρά μέσα ενημέρωσης δέχονται τέτοιου είδους επιθέσεις, είναι επόμενο και τα υπόλοιπα να ανησυχουν για το μέλλον τους και να αυτολογοκρίνονται.
Όταν η κυβέρνηση Τσάβες κλιμάκωσε τις επιθέσεις της κατά μη φιλικών προς αυτή μέσων ενημέρωσης, στα μέσα της δεκαετίας του 2000, ένα από τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά δίκτυα της χώρας, το Venevision, που κάποτε θεωρούνταν αντικυβερνητικό κανάλι, αποφάσισε να σταματήσει να μεταδίδει πολιτικές ειδήσεις.
Οι πρωινές εκπομπές αντικαταστάθηκαν από εκπομπές για αστρολογικές προβλέψεις και οι βραδινές ειδήσεις από σαπουνόπερες. Έτσι, στις εκλογές του 2006 το Venevision έδινε στις δραστηριότητες του Τσάβες τουλάχιστον πενταπλάσιο χρόνο απ’ ό,τι σε όλους τους άλλους υποψηφίους αθροιστικά.
Οι εκλεγμένοι δημαγωγοί με αυταρχικές τάσεις προσπαθούν επίσης να περιορίσουν τη δυνατότητα ορισμένων επιχειρηματικών κύκλων να χρηματοδοτούν την αντιπολίτευση. Αυτό ήταν ένα από τα βασικά όπλα που χρησιμοποίησε ο Πούτιν προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία του στη Ρωσία.
Τον Ιούλιο του 2000, μην έχοντας συμπληρώσει ούτε τρεις μήνες στην εξουσία, ο Πούτιν κάλεσε στο Κρεμλίνο είκοσι έναν από τους πλουσιότερους Ρώσους επιχειρηματίες, τους οποίους διαβεβαίωσε ότι θα μπορούσαν να συνεχίσουν ανενόχλητοι να κερδίζουν χρήματα, και μάλιστα υπό την προστασία του κράτους, αρκεί να μην αναμειγνύονταν στην πολιτική.
Οι περισσότεροι από τους παρόντες «συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις». Όχι όμως και ο δισεκατομμυριούχος Μπόρις Μπερεζόφσκι, μεγαλομέτοχος του καναλιού ORT.
Ωστόσο, όταν το ORT άρχισε να επικρίνει τον Πούτιν, η κυβέρνηση φρόντισε να ανοίξουν κάποιοι φάκελοι που αφορούσαν φορολογικές παραβάσεις του Μπερεζόφσκι και να διατάξει τη σύλληψή του. Ο μεγαλοεπιχειρηματίας μόλις που πρόλαβε να φύγει στο εξωτερικό.
Όσο για το ORT, πέρασε στα χέρια ενός νεαρού συνεταίρου του, ο οποίος «το έθεσε προθύμως» στην υπηρεσία του Πούτιν και της κυβέρνησής του.
Ένας άλλος Ρώσος ολιγάρχης που αγνόησε την προειδοποίηση του Πούτιν ήταν ο Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, επικεφαλής του πετρελαϊκού κολοσσού Yukos.
Όντας ο πλουσιότερος Ρώσος (με περιουσία 15 δισ. δολάρια, σύμφωνα με το Forbes), ο Χοντορκόφσκι θεωρούνταν άτρωτος. Ωστόσο, φαίνεται πως υπερεκτίμησε τις δυνάμεις του. Φιλελεύθερων αντιλήψεων, ο Χοντορκόφσκι αντιπαθούσε τον Πούτιν και άρχισε να χρηματοδοτεί γενναιόδωρα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ανάμεσά τους και το φιλοδυτικό Yabloko.
Υπήρξε, μάλιστα, κάποια στιγμή που περίπου εκατό μέλη της Δούμας ήταν άνθρωποί του και υπήρχαν έντονες φήμες ότι σκόπευε να διεκδικήσει την προεδρία της χώρας.
Ανήσυχος, ο Πούτιν «φρόντισε» να συλληφθεί το 2003 ο Χοντορκόφσκι για φοροδιαφυγή, κατάχρηση και απάτη και να καταδικαστεί σε φυλάκιση δέκα ετών.
Το μήνυμα προς τους οικονομικούς μεγιστάνες ήταν σαφές: Μην ανακατεύεστε με την πολιτική. Σχεδόν όλοι τους συμμορφώθηκαν, με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, τα κόμματα της αντιπολίτευσης να χάσουν τους χρηματοδότες τους και ορισμένα από αυτά να δουν τη δύναμή τους να συρρικνώνεται - ενίοτε σε βαθμό εξαφάνισής τους.
Ο Πούτιν «φρόντισε» να συλληφθεί το 2003 ο Χοντορκόφσκι για φοροδιαφυγή, κατάχρηση και απάτη και να καταδικαστεί σε φυλάκιση δέκα ετών. Το μήνυμα προς τους οικονομικούς μεγιστάνες ήταν σαφές: «Μην ανακατεύεστε με την πολιτική.»
Ο Ερντογάν έβαλε και αυτός στόχο να περιορίσει ή ακόμα και να εξαλείψει την επιρροή των επιχειρηματικών κύκλων στην πολιτική. Όταν στις εκλογές του 2004 έκανε δυναμικά την εμφάνισή του στο προσκήνιο το Νέο Κόμμα (GP), δημιουργημένο και χρηματοδοτούμενο από τον ζάπλουτο Τζεμ Ουζάν, οι φορολογικές αρχές της χώρας έβαλαν τον Ουζάν και τις επιχειρήσεις του στο στόχαστρο, κατηγορώντας τον μεγιστάνα για απάτες. Ο Ουζάν κατέφυγε στη Γαλλία και το Νέο Κόμμα σύντομα διαλύθηκε.
Μερικά χρόνια αργότερα, το 2013, ο Όμιλος Κοτς, ένας από τους βιομηχανικούς κολοσσούς της Τουρκίας, κατηγορήθηκε ότι υποβοήθησε τις κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις για το πάρκο Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη - το βασικό επιχείρημα ήταν ότι οι τραυματισμένοι διαδηλωτές περιθάλπονταν σε κοντινό ξενοδοχείο, το οποίο ανήκε στον Όμιλο Κοτς!
Την ίδια χρονιά εντάθηκαν θεαματικά οι φορολογικοί έλεγχοι στις εταιρείες του Ομίλου Κοτς και ένα μεγάλο συμβόλαιο με μια θυγατρική του ακυρώθηκε από το Υπουργείο Αμυνας. Η οικογένεια Κοτς είχε πάρει το μήνυμα, εξού και μετά το 2013 διέκοψε τους όποιους δεσμούς της με την αντιπολίτευση.
Τέλος, από το στόχαστρο των εκλεγμένων ηγετών με αυταρχικές τάσεις δεν ξεφεύγουν και προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών, διανοούμενοι, δημοφιλείς καλλιτέχνες και αθλητές, και γενικά όλοι όσοι, με τις απόψεις τους, με το κύρος και τη δημοφιλία τους, θεωρούνται από την κυβέρνηση«επικίνδυνοι».
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, κορυφαίος τότε λογοτέχνης της Αργεντινής και επικριτής του Περόν (ένας συνάδελφός του συγγραφέας μάλιστα τον είχε αποκαλέσει «ένα είδος αντι-Περόν»), μετατέθηκε με πρωτοβουλία της κυβέρνησης από τη δημοτική βιβλιοθήκη σε μια θέση στη δημοτική αγορά του Μπουένος Άιρες, όπου, όπως ειρωνικά έλεγε ο ίδιος, «ασκούσε καθήκοντα επιθεωρητή πουλερικών και κουνελιών». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παραιτηθεί ο Μπόρχες και να μείνει για αρκετό καιρό άνεργος.
Συνήθως, πάντως, οι κυβερνήσεις προσπαθούν να εξασφαλίσουν την υποστήριξη λογίων και καλλιτεχνών ή έστω την ουδετερότητά τους, προσφέροντάς τους, ως αντάλλαγμα για τη μη ανάμειξή τους στην πολιτική, τη δυνατότητα να συνεχίσουν απρόσκοπτα τις όποιες δραστηριότητές τους, αρκεί αυτές να μην έχουν πολιτική χροιά ή πολιτικές προεκτάσεις.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο Γκουστάβο Ντουνταμέλ, γνωστός ως μαέστρος της Συμφωνικής Ορχήστρας Νέων Σιμόν Μπολίβαρ και νυν αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Λος Άντζελες. Το όνομα του Ντουνταμέλ είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το λεγόμενο El Sistema, το διάσημο πρόγραμμα μουσικής εκπαίδευσης της Βενεζουέλας, από το οποίο έχουν επωφεληθεί χιλιάδες φτωχοί νέοι και νέες της χώρας.
Καθώς το El Sistema χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση της Βενεζουέλας, οι ιδρυτές του είχαν φροντίσει να τηρούν απόλυτη πολιτική ουδετερότητα. Ανάλογη στάση τηρούσε επί χρόνια και ο Ντουνταμέλ, αποφεύγοντας επιμελώς να επικρίνει τον Τσάβες παρά τις ολοένα και πιο έκδηλες αυταρχικές του τάσεις.
Έτσι, ο Ντουνταμέλ δέχτηκε να διευθύνει την Ορχήστρα Νέων Σιμόν Μπολίβαρ στην κηδεία του Τσάβες το 2012, ενώ ακόμα και τo 2015, όταν αρκετοί από τους πιο γνωστούς ηγέτες της αντιπολίτευσης είχαν ήδη φυλακιστεί, έγραψε στους Los Angeles Times ένα κείμενο με το οποίο δήλωνε ότι δεν αναμειγνυόταν με την πολιτική και ότι «σεβόταν» τον πρόεδρο Μαδούρο.
Σε αντάλλαγμα (;), το El Sistema συνέχισε να χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση της Βενεζουέλας, με αποτέλεσμα μάλιστα να αυξηθεί ο αριθμός των μαθητών του.
Τα πράγματα, ωστόσο, άλλαξαν τον Μάιο του 2017, όταν οι υπηρεσίες ασφαλείας της χώρας σκότωσαν έναν νεαρό βιολιστή, απόφοιτο του Εl Sistema, κατά τη διάρκεια μιας αντικυβερνητικής διαδήλωσης. Τότε ο Ντουνταμέλ έσπασε επιτέλους τη σιωπή του· με κείμενό του στους New York Times καταδίκασε την κυβερνητική καταστολή και τη διολίσθηση της χώρας του στη δικτατορία.
Η απάντηση ήταν σχεδόν ακαριαία: Τον επόμενο μήνα η κυβέρνηση της Βενεζουέλας ακύρωσε την προγραμματισμένη περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ορχήστρας Νέων Σιμόν Μπολίβαρ.
Η τάση των αυταρχικών ηγετών και κυβερνήσεων να απαλλάσσονται από τις ενοχλητικές φωνές, μέσω παροχών ή/και διευκολύνσεων προς αυτές, αλλά και μέσω εκφοβισμού τους όταν το κρίνουν αναγκαίο, μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για την αντιπολίτευση γενικότερα.
Όταν πανίσχυροι επιχειρηματίες φυλακίζονται ή βλέπουν την αυτοκρατορία τους να καταρρέει, όπως συνέβη με τον Χοντορκόφσκι στη Ρωσία, είναι φυσικό και οι υπόλοιποι επιχειρηματίες να θεωρούν πράξη στοιχειώδους σύνεσης το να αποφεύγουν στο εξής κάθε ανάμειξη με την πολιτική.
Όταν, πάλι, στελέχη της αντιπολίτευσης συλλαμβάνονται ή αναγκάζονται να εκπατριστούν, όπως στη Βενεζουέλα, είναι επόμενο και άλλα πολιτικά στελέχη να εγκαταλείπουν την ενεργό πολιτική ή ακόμα και να αποφεύγουν κάθε πολιτική δραστηριότητα. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο στόχος της κυβέρνησης.
Από τη στιγμή που όλοι οι επικριτές της, πολιτικοί, μέσα ενημέρωσης και επιχειρηματικοί κύκλοι, θα έχουν είτε σιωπήσει είτε τεθεί υπό έλεγχο, η όποια αντιπολίτευση στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων θα έχει αποδυναμωθεί. Η κυβέρνηση θα μπορεί να επιβάλλει ανεξέλεγκτα τη θέλησή της, ακόμα και να κερδίζει τις εκλογές, χωρίς κατ' ανάγκη να παραβιάζει τη νομιμότητα.
__________
Απόσπασμα από το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο των Steven Levitsky, Daniel Ziblatt «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες» που μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ανδρέα Παππά, και κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο
σχόλια