Του αρέσει να στήνει αυτί και να ακούει τους καημούς των περαστικών, να πιάνει κουβέντα με τους ταξιτζήδες. Βαριέται να επαναλαμβάνεται, απεχθάνεται τον καπιταλισμό, εμπιστεύεται την πρώτη εντύπωση που του προκαλεί κάποιος, του αρέσει να απομονώνεται, αγαπά τα Πετράλωνα γιατί έχουν κάτι ρετρό, αλλά εκνευρίζεται όταν του ζητάς να νοσταλγήσει το δικό του παρελθόν.
Τον γοητεύει η κοσμική υπερένταση μιας μπάντας, αλλά ποτέ δεν εξαργύρωσε, όσο θα μπορούσε, τη μέθη που προκαλούσαν στο κοινό οι Τρύπες. Όταν δεν έχει εμφανίσεις, σαρώνει τον κόσμο απ' άκρη σ' άκρη, γράφει και σβήνει διαρκώς ποιήματα και κείμενα σε μπλοκάκια. Δεν μπαίνει σε καλούπια, πασχίζει για τη δισκογραφική του ακεραιότητα και σχολιάζει την αριστερή κυβέρνηση της χώρας με μια φράση του Εδουάρδο Γκαλεάνο: «Η εξουσία είναι σαν το βιολί: το πιάνεις με το αριστερό και το παίζεις με το δεξί».
Δεν υπήρξα ποτέ δέσμιος καμιάς εικόνας. Ανατριχιάζω με τέτοιους χαρακτηρισμούς. Το να παλεύεις να φτιάξεις μια περσόνα με εκτόπισμα μοιάζει με πνευματική αυτοκτονία. Ποτέ δεν περπάτησα έτσι, ποτέ δεν αυτολογοκρίθηκα.
Ο Γιάννης Αγγελάκας έχει ζήσει μια ζωή ταυτισμένη με τη ροκ. DJ στα ντουζένια του αθηναϊκού Berlin (ως τις αρχές του '90), τραγουδιστής του μεγαλύτερου ροκ συγκροτήματος που γέννησε αυτή η χώρα, περσόνα από τις λίγες της ελληνικής μουσικής. Κι όμως, εκείνος επιμένει ότι είναι ένας παράξενος, μονόχνοτος τύπος, που ακόμα και σήμερα, ένα βήμα πριν συμπληρώσει τα 60 του χρόνια, σπανίως καταφέρνει κάτι να τον δελεάσει.
Ο σκηνοθέτης Σίμος Κακάλας, πάντως, βρήκε τον τρόπο και τον έπεισε να συνθέσει τη μουσική για τον «Καταποντισμό του εγωιστή Γιόχαν Φάτσερ» του Μπέρτολτ Μπρεχτ που ανεβάζει στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
«Άκουγα τόσα για τον Μπρεχτ, αλλά δεν φανταζόμουν ότι είναι ένας διαπλανητικός τύπος. Ήξερα κι εγώ όσα ένας ημιμαθής μάγκας κουλτουριάρης Έλληνας. Ευτυχώς, πρόκειται για έργο που εκείνος δεν το ανέβασε ποτέ, οπότε δεν είχα κανένα φάντασμα του Κουρτ Βάιλ να με κυνηγάει. Θα ήταν αστείο να αναμετρηθώ μαζί του» λέει, έχοντας μόλις βγει από την πρόβα.
Ένα βράδυ στα Πετράλωνα η κουβέντα ξεκίνησε από τη Βαϊμάρη και έφτασε ως την Επανομή Θεσσαλονίκης.
— Το θέατρο γιατί είναι ριγμένο σε σχέση με τις πολλαπλές σου ασχολίες;
Το θέατρο σε θέλει γρήγορο, άμεσο και αποτελεσματικό. Εγώ, αντιθέτως, θέλω χρόνο. Στο σινεμά, όσες φορές δούλεψα, ευτυχώς το μυρίστηκαν και με ενημέρωσαν έναν χρόνο πριν. Γενικά, δεν θέλω να παραβιάζουν τους χρόνους μου. Είμαι αργός. Άρα, το θέατρο, όπου όλα γίνονται τελευταία στιγμή, δεν κάνει για μένα.
Η πρόταση του Κακάλα έγινε το καλοκαίρι, άρα είχα κάποιον χρόνο. Γνωριζόμαστε από παλιά, γουστάρω πολύ το έργο του. Έχει ταλέντο, έμφυτη ορμή, φρέσκια ματιά, μια δόσης ειρωνείας και κυρίως χιούμορ. Δεν βγαίνει η ζωή χωρίς γέλιο. Ούτε τον εαυτό μου δεν αντέχω αν δεν έχω χιούμορ. Αναπνέω με αυτό. Αλλιώς, τη βάψαμε.
— Και το έργο, τι σου λέει;
Γράφτηκε μεταξύ 1926 και 1931 και αφορά την ιστορία τεσσάρων Γερμανών στρατιωτών που λιποτακτούν από το Δυτικό Μέτωπο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Με ιντριγκάρει γιατί δείχνει τον τρόπο που ο άνθρωπος γυρνάει γύρω από την ιστορία του.
Αυτοκρατορίες ορθώνονται, σκλάβοι πολλαπλασιάζονται, ψευτοευμάρεια έρχεται να μας δελεάσει. Όσο και να θες να ξεπεράσεις τα κλισέ, οι ομοιότητες μ' εκείνη την εποχή υπάρχουν. Έτσι αλέθεται επί χρόνια η ανθρωπότητα.
Σήμερα άκουσα στην πρόβα τη φράση: «Αυτός ο λαός είναι πολύ ηλίθιος, αυτός ο πόλεμος θα αργήσει πολύ να τελειώσει». Να, αυτός ο τρυφερός κυνισμός με ενδιαφέρει πολύ.
— Βγήκαν πολύ «αγγελακικά» τα τραγούδια που έγραψες για την παράσταση;
Πώς να το αποφύγω; Στο σινεμά και στο θέατρο είσαι ένα μικρό κομμάτι μέσα στον μεγάλο κόσμο του σκηνοθέτη. Δεν μπορεί να θες να αυτονομηθείς με το ζόρι.
— Γράφεις βιβλία, κυκλοφορείς δίσκους, συνθέτεις σάουντρακ.
Πιο οικεία νιώθω πάντα με τη μουσική. Όταν με ρωτούν τι είμαι, απαντάω: «Μάλλον μουσικός». Δεν το κάνω από ταπεινοφροσύνη. Ίσως να μου είναι πιο εύκολο. Περισσότερο με δυσκολεύει το γράψιμο. Σημειώνω και πετάω συνέχεια. Αν δεν ξεφορτωθείς, δεν μπορείς να κρατήσεις αυτό που πρέπει.
Μου αρέσει να ζω μέσα στον κόσμο, αλλά έχω και περιόδους που εξαφανίζομαι σε ερημικά μέρη. Τα νησιά του Αιγαίου τα έχω πάρει αμπάριζα. Η μουσική θέλει κόσμο. Το γράψιμο θέλει μοναξιές. Ξέρω πως όταν μείνω μόνος με τον εαυτό μου, θα έχει πάντα κάτι να μου πει.
— Αισθάνθηκες ποτέ να ασφυκτιάς επειδή έπρεπε να υπηρετήσεις την εικόνα του ρομαντικού ή του ανεξάρτητου;
Δεν υπήρξα ποτέ δέσμιος καμιάς εικόνας. Ανατριχιάζω με τέτοιους χαρακτηρισμούς. Το να παλεύεις να φτιάξεις μια περσόνα με εκτόπισμα μοιάζει με πνευματική αυτοκτονία. Ποτέ δεν περπάτησα έτσι, ποτέ δεν αυτολογοκρίθηκα.
Ίσως γιατί από παιδί κατάφερνα να βρίσκω ακροατήρια για να στηρίξουν τις παραξενιές μου. Έτσι έζησα, κάνοντας την τρέλα μου. Αποφεύγω να φτιάξω έναν εαυτό για μένα. Δεν με ενδιαφέρει αν με ξεχάσουν όλοι αύριο.
— Την εποχή με τις Τρύπες δεχόσασταν συχνά απίθανες προτάσεις. Ποια ήταν η πιο δελεαστική από αυτές;
Κατά καιρούς, είπαμε «όχι» σε τεράστια ποσά για διαφήμιση. Νομίζω, το πιο ακραίο ήταν από μια εταιρεία που ήθελε να διαφημίσουμε κάτι τηγανητές πατάτες, «τρυπάτες». Όσο εμείς λέγαμε όχι, τόσο ανέβαινε το ποσό. Στο τέλος μας είπαν ένα νούμερο αδιανόητο, αρνηθήκαμε και σταμάτησαν οι διαπραγματεύσεις.
Ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν σκέφτηκα να πω «ναι». Έχω ζήσει και πολύ φτωχός έχω ζήσει και με χρήματα. Και στις δύο φάσεις περνούσα μια χαρά.
—Ναι, αλλά όταν αποκτάς χρήματα είναι εύκολο να επιστρέψεις ξανά στα λίγα;
Την εποχή που δούλευα DJ στο Berlin, με το που μάζευα ένα ποσό έφευγα σε ταξίδια. Τα έτρωγα όλα κάνοντας βόλτες στον κόσμο και ξαναξεκινούσα από το μηδέν. Δεν έχω άγχος να κάνω περιουσία, ούτε καν αυξήσω το εισόδημά μου. Θέλω να ζω άνετα. Περιουσία είναι η γνώση και η αγάπη.
Προφανώς, δεν θέλω να ξαναπεινάσω, γιατί τα παιδικά μου χρόνια στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης ήταν πολύ δύσκολα. Μεγαλώσαμε, όμως, καλά μέσα στην ωραία μας φτώχεια.
— Τι σου περίσσευε και τι σου έλειπε περισσότερο τότε;
Πέρασα εποχές χωρίς χρήματα, αλλά δεν μου λείπανε. Έζησα καιρό χωρίς έρωτα και πάλι δεν μου έλειπε. Πέρασα, όμως, και εποχές που τα είχα και τα δύο. Δυσκολεύομαι να με σκεφτώ στο παρελθόν. Δεν μου αρέσει να μιλάω για το χθες, αν και θυμάμαι τα πάντα.
Μπορώ ανά πάσα στιγμή να κλείσω τα μάτια και να ξαναγίνω 10 ετών. Θυμάμαι μέχρι και τον μόνο καθηγητή που μου έδωσε κάποτε σφαλιάρα. Μπήκε πρώτη φορά στην αίθουσα, χωρίς να τον έχω δει, και επειδή έκανα φασαρία μου έδωσε μια ξανάστροφη και μετά μας συστήθηκε: «Γεια σας, με λένε Χρυσοχοΐδη, και μαζί μου θα κάνετε Φυσική».
— Τι το ωραίο είχαν, τελικά, εκείνα τα χρόνια;
Ξαμολιόμασταν όλη μέρα σε δρόμους χωρίς αμάξια, χωρίς άγχος, με άπειρα παιχνίδια. Η γειτονιά ήταν όλοι μπαμπάδες και μαμάδες μας, γιατί οι πραγματικοί γονείς συνήθως δούλευαν. Μας διάβαζε μια κοπέλα που ήταν λίγο μεγαλύτερη και μας κρατούσε όποιος δεν έβγαινε στο μεροκάματο.
Οι άνθρωποι τότε είχαν χιλιάδες προβλήματα, αλλά είχαν και μια ανάταση διότι δεν έμεναν ξεχασμένοι σε ένα διαμέρισμα, μπροστά από μια τηλεόραση, να αναμασάνε τη δυστυχία τους. Έβγαιναν έξω. Δεν πρόκειται για εξιδανίκευση.
Βλέπω, για παράδειγμα, σήμερα τις σύγχρονες μαμάδες πόσο πολύ το σκέφτονται και το μελετάνε και με πιάνει απελπισία που ακόμα και η μητρότητα απαιτεί τόση εξειδίκευση. Η μητέρα μου δεν είχε βγάλει δημοτικό, δούλευε ασταμάτητα. Ο μπαμπάς το ίδιο, και μια, και δυο δουλειές.
Αλλά ήξεραν πολύ καλά πώς να με καθοδηγήσουν. Υπήρχε η ποιότητα ενός κόσμου που, κακά τα ψέματα, έχει χαθεί. Σήμερα όλα είναι πόζα. Χάνουμε το βίωμα.
Δεν μου αρέσει να μιλάω για το χθες, αν και θυμάμαι τα πάντα. Μπορώ ανά πάσα στιγμή να κλείσω τα μάτια και να ξαναγίνω 10 ετών.
— Έχεις γράψει ποτέ τραγούδια για τους γονείς σου;
Έτσι όπως γράφω, είναι σαν να περνάνε όλα μέσα από τα τραγούδια. Έχω γράψει κείμενα για τη μητέρα μου. Ήταν μια θαυμάσια γυναίκα. Ακούγεται λίγο κλισέ, αλλά ήταν. Δεν ήμουν ο γιόκας της, ο αλάνθαστος, δεν ανησύχησε που έφυγα από το σπίτι από τα 18. Με έβλεπε που ήμουν τρελός, αλλά μου είχε μια εμπιστοσύνη πολύτιμη.
Ο πατέρας, αντιθέτως, γινόταν έξαλλος με τα κατορθώματά μου. Διαφωνούσε μαζί μου ό,τι κι αν έκανα. Ήθελε να πάρω το πτυχίο μου στη Βιομηχανική και να γίνω ένας καθωσπρέπει δημόσιος υπάλληλος. Αυτό ήταν το όνειρο όλων εκείνων των βασανισμένων ανθρώπων.
Ήταν αριστερός, αλλά ποθούσε να βολευτώ στο Δημόσιο. Εγώ αρνήθηκα τον ρόλο που ήθελε να μου δώσει και αυτονομήθηκα στα 18. Έστω και με την αρνητική του στάση με δίδαξε ότι, αν θέλω να σταθώ στα πόδια μου, πρέπει να φύγω.
— Έφυγες για να γίνεις μουσικός;
Από νωρίς ανήκα στη μουσική. Με συγκινούσε πιο πολύ απ' όλα. Γρατζουνούσα μόνος μια κιθάρα – γιατί, φυσικά, δεν υπήρχαν λεφτά να πάω σε ωδείο. Ωστόσο, ποτέ δεν ανακοίνωσα ότι θα γίνω μουσικός.
Έφυγα απ' το σπίτι σε μια φάση διερεύνησης, έζησα στον δρόμο, έφτιαχνα μπάντες, πάλευα και πίστευα ότι θα τα καταφέρω. Δεν ήταν αυτοπεποίθηση. Ήταν μια αίσθηση ότι ο κόσμος αξίζει να ασχοληθεί μαζί μας. Όταν στα πρώτα live με τις Τρύπες είδα από κάτω 200-300 άτομα, μυρίστηκα ότι κάτι γίνεται.
Αργότερα ήρθε η σαρωτική επιτυχία και για ένα μικρό διάστημα ‒δεν σου κρύβω‒ έπαθα υπαρξιακό. Δεν είναι ότι δεν χαιρόμουν, αλλά πάντα με έτρωγε η αγωνία πώς θα ξανακάνω δύναμη αυτό που εισέπραττα.
— Γιατί δεν κατέβηκες ποτέ μόνιμα στην Αθήνα;
Γιατί με τις πόλεις θέλω να έχω τη σχέση του εραστή, ακόμα και με τη Θεσσαλονίκη. Εγκατέλειψα το κέντρο από το 1994, στα 34 μου, και μένω στην Επανομή. Κρατάω αποστάσεις από τις μεγαλουπόλεις γιατί έτσι εξασκείται η παρατηρητικότητά μου.
Τρύπες - Δε χωράς πουθενά
— Οι Τρύπες τι τραγούδια έλεγαν;
Η ροκ είναι λαϊκή μουσική. Λαϊκά τραγούδια έγραφαν. Εκείνη την εποχή με τη μουσική κινητοποιούνταν η κοινωνικότητα.
— Βαρέθηκες κάποια στιγμή να τραγουδάς «Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ»;
Αστειεύεσαι; Εδώ δεν έχω βαρεθεί να τραγουδάω «Ταξιδιάρα ψυχή». Αν ποτέ πω ένα τραγούδι και νιώσω ότι βαριέμαι, θα το παρατήσω. Η βαρεμάρα δεν μου είναι γνώριμη.
— Τι από τα δύο κάνεις πιο συχνά: φοβάσαι ή κλαις;
Τίποτε από τα δύο δεν συμβαίνει σπάνια. Δεν ξεκωλώνομαι κάθε μέρα στο κλάμα, αλλά κάποιες φορές μέσα στη χρονιά είναι λυτρωτικό.
— Το «Σιγά μην κλάψω» είναι το τραγούδι που είχε διασκευάσει ο Παύλος Φύσσας.
Κάνα χρόνο πριν από τη δολοφονία του κάποιος μου έστειλε ένα mail για να μου το επισημάνει, καθώς οι περισσότεροι γνωρίζουν πως συνήθως θυμώνω με τις διασκευές στα κομμάτια μου ‒ είμαι στριμμένος.
Στην περίπτωση του Παύλου ούτε που αντέδρασα. Μου άρεσε. Σαν να το είχα συμπαθήσει αυτό το παιδί... Στη συναυλία που έγινε τον περασμένο Σεπτέμβρη προς τιμήν του γνώρισα τη μητέρα του, τρομερή γυναίκα. Της είπα αμέσως αυτή την ιστορία. Όλοι εμείς έχουμε ανακαλύψει στο πρόσωπο του Φύσσα έναν ήρωα, αλλά εκείνη έχει χάσει τον γιο της.
— Έχεις φίλους που πήγαν στο συλλαλητήριο για το Μακεδονικό;
Ανθρώπους που πήγαν ξέρω, φίλοι μου δεν είναι. Δεν συμμερίζομαι τη γενίκευση ότι όσοι πήγαν είναι φασίστες. Κάποιοι είναι απλώς παραπληροφορημένοι. Έτσι όπως γίνονται τα πράγματα, όλοι τα 'χουν χαμένα. Αυτή η ιστορία μιλάει στο θυμικό των Βορειοελλαδιτών.
Άλλωστε, ο κόσμος έτσι χειραγωγείται. Κακά τα ψέματα, όταν πηγαίναμε σχολείο υπήρχαν χάρτες που στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία ανέφεραν τη λέξη «Μακεδονία». Τώρα θυμηθήκαμε ότι τους λένε Μακεδόνες;
Η μητέρα μου, εκεί στις αρχές του '70, περνούσε ‒όπως πολλοί το κάνουν ακόμα‒ στις γειτονικές χώρες για να φέρει προϊόντα που λόγω δικτατορίας δεν βρίσκαμε στην Ελλάδα. Μπανάνες, ας πούμε.
Τη θυμάμαι, επιστρέφοντας, να λέει «ήμουν στη Μακεδονία». Κανείς δεν αναφερόταν στο ζήτημα με τέτοια εμπάθεια και φανατισμό. Μετά, βέβαια, άρχισαν και οι γείτονες τις παλαβομάρες και τις γελοιότητες με τους Μεγαλέξανδρους και το πράγμα ξέφυγε.
Τα λάθη έγιναν πολύ παλιότερα, όταν κανείς δεν μιλούσε. Καλό είναι να λύσουμε τις διάφορες μας, αλλά, εδώ δεν υπάρχει καμία συμφιλιωτική σκέψη για τον συμπολίτη μας, θα υπάρχει για τους ξένους;
— Σήμερα επιστρέφουμε στη δεκαετία του '60;
Ναι, αλλά με μια διαφορά: ο κόσμος τότε δεν είχε καμία εικόνα καλοπέρασης και ευημερίας. Σήμερα η ανάμνηση του πλούτου είναι πάρα πολύ νωπή, άρα πολύ σκληρή.
Στην Επανομή, εκείνη την περίοδο, υπήρχαν τρία χρηματιστηριακά γραφεία. Σήμερα έχουν μετατραπεί σε ενεχυροδανειστήρια, όπου ξεπουλάς αυτά που έβγαλες τότε.
— Τι φοβάσαι μη χάσεις μεγαλώνοντας;
Το μυαλό μου, την όρεξη να γράφω. Ποιος ξέρει; Μπορεί να καταλήξω ένα φοβισμένο ανθρωπάκι. Σήμερα που μιλάμε, όμως, φοβάμαι τις μέρες που δεν θα είμαι δημιουργικός και δεν θα στέκομαι στα πόδια μου.
— Οικογένεια σκέφτηκες ποτέ να κάνεις;
Από πιτσιρικάς ξέρω ότι δεν μου αρέσουν οι οικογένειες. Δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό. Δεν ήμουν σε θέση, δεν το ήθελα, δεν μου ταιριάζει, δεν θα ήμουν σωστός.
Εθνικό Θέατρο: «Ο καταποντισμός του εγωιστή Γιόχαν Φάτσερ» του Μπέρτολτ Μπρεχτ
Info
«Ο καταποντισμός του εγωιστή Γιόχαν Φάτσερ» του Μπέρτολτ Μπρεχτ
Μετάφραση - Διασκευή: Ελένη Βαροπούλου
Σκηνοθεσία: Σίμος Κακάλας
Σκηνικά - Κοστούμια: Kenny MacLellan
Μουσική - Ελεύθερη απόδοση στίχων (πάνω στη μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου): Γιάννης Αγγελάκας
Φωτισμοί: Παναγιώτης Λαμπής
Επιμέλεια Ήχου: Coti Κ.
Βοηθός Σκηνοθέτης: Δημήτρης Καλακίδης
Μάσκες: Μάρθα Φωκά
Διανομή: Μιχάλης Βαλάσογλου, Νίκος Γιαλελής, Σίμος Κακάλας, Χαρά Κότσαλη, Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Μάνος Πετράκης, Φελίς Τόπη
Εθνικό Θέατρο - Πειραματική Σκηνή -1 (Σκηνή «Κατίνα Παξινού») - Κτίριο Rex
Πανεπιστημίου 48, 210 3305074, 210 7234567
Από 30/11
Τετ., Πέμ., Παρ., Σάβ., 21:00, Κυρ. 20:00
σχόλια