Ο Τσέζαρε Μπατίστι, κάποτε μέλος των Ένοπλων Προλετάριων για τον Κομμουνισμό στην εποχή της τρομοκρατίας ή αλλιώς στα «χρόνια του μολυβιού» στην Ιταλία, είχε συλληφθεί στα τέλη της δεκαετίας του '70, δραπέτευσε και έζησε για καιρό προστατευμένος στη Γαλλία, όπου είχαν στηθεί αφανείς δομές για τους παράνομους της Ιταλίας και άλλων χωρών. Συχνά, όπως έχει γίνει γνωστό από δικαστικές έρευνες δεκαετιών, υπό την υψηλή εποπτεία πολλών μυστικών υπηρεσιών Ανατολής και Δύσης.
Αργότερα, ο Μπατίστι έζησε στο Μεξικό, μα εν τέλει βρήκε καταφύγιο στη Βραζιλία, όπου ο Λούλα του απένειμε χάρη την τελευταία μέρα της προεδρίας του!
Τέλος, ήρθε στα πράγματα ο ακροδεξιός Μπολσονάρο και ο Μπατίστι εγκατέλειψε τη Βραζιλία με τελευταίο σταθμό, πριν από τη σύλληψή του, τη Βολιβία του Μοράλες. Ο Μοράλες, μάλιστα, δέχτηκε σκαιές επιθέσεις γιατί, όπως έγραψαν οι τιμητές του, άφησε να πιάσουν τον Μπατίστι.
Τα προηγούμενα χρόνια ο Μπατίστι είχε γίνει γνωστός ως συγγραφέας νουάρ μυθιστορημάτων και βεβαίως διακήρυσσε την αθωότητά του, αποδεχόμενος απλώς τη συμμετοχή του στους PAC, όπως ήταν τα αρχικά της οργάνωσής του.
Στις κατά καιρούς αναμοχλεύσεις του θέματος της έκδοσης στην Ιταλία, δεκάδες προσωπικότητες του προοδευτικού και αριστερού χώρου κινητοποιήθηκαν, έγραψαν κείμενα, μάζεψαν υπογραφές ή έκαναν παραστάσεις διαμαρτυρίας.
Ο φιλελεύθερος Μπερνάρ-Ανρί Λεβί (ο οποίος είχε υπερασπιστεί με πάθος και τον κάποτε φυγόδικο Τόνι Νέγκρι) είχε βρει στον Μπατίστι τον δικό του Φραντς Φανόν, ενώ τα γνωστά ονόματα της διεθνούς ριζοσπαστικής αριστεράς διατράνωναν το δίκαιο του αιτήματος του φυγόδικου. Κάτω τα χέρια, λοιπόν, από τον Μπατίστι, είναι ένας συγγραφέας, κάποιος που «άφησε πίσω» του το παρελθόν. Το θέμα των δολοφονιών έβγαινε από τη συζήτηση.
Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να δίνει συνεντεύξεις, να παράγει συγγραφικά, να ζει κανονικά και να κινητοποιεί, μάλιστα, τους μηχανισμούς αλληλεγγύης για τον εαυτό του, έχοντας δολοφονήσει; Είναι απλώς μια εμπειρία συναισθηματικής αποξήρανσης, η υψηλή τέχνη της αυτοσυντήρησης ή μια παράδοξη συνέχιση της συνωμοτικής ζωής, μοιρασμένης ανάμεσα σε δημόσια ψέματα και κρυφές αλήθειες;
Τώρα, όμως, ο Μπατίστι ομολόγησε την ενοχή του. Δολοφόνησε ο ίδιος έναν αστυνομικό και έναν φύλακα, ενώ συμμετείχε σε ληστεία με θύμα έναν κρεοπώλη και στον σχεδιασμό μιας επίθεσης που άφησε στην αναπηρική πολυθρόνα τον δεκατετράχρονο γιο ενός κοσμηματοπώλη. Όλα αυτά το 1978 και το 1979. Ο Μπατίστι ζητάει τώρα «συγγνώμη» από τις οικογένειες και δηλώνει ότι τότε ήταν ένας άλλος, ένας «στρατιώτης».
Στέκομαι σε αυτή την ιστορία γιατί συνιστά άλλη μια πτυχή του τραγικού στον αιώνα που πέρασε. Αυτό το τραγικό αφορά τα τερατώδη ψέματα που ειπώθηκαν στο όνομα της ιδεολογίας, τις σοβαρές ευθύνες διανοουμένων και ανθρώπων του πανεπιστημίου για την κάλυψη και το τείχος προστασίας για διάφορες πολύ σκοτεινές περιπτώσεις, τις συγγνώμες, φυσικά, που ήρθαν αργά.
Αναρωτιέμαι, για παράδειγμα, πώς θα χειριζόταν εδώ, σ' εμάς, αντίστοιχες ανατροπές και αποκαλύψεις ειδικά ένας χώρος που πιστεύει πάντα πως όλα ή σχεδόν όλα είναι άθλιες κατασκευές για να κηλιδωθούν αθώοι άνθρωποι.
Επιστρέφει, επίσης, ένα ακόμα ερώτημα που αφορά ειδικά τους συγγραφείς, τους διανοούμενους, τους ανθρώπους που έχτισαν στη ζωή τους ένα πνευματικό προφίλ.
Για ποιον λόγο η επαινετή θητεία κάποιου/-ας στα γράμματα και στις τέχνες να τον αθωώνει, να τον καθιστά, εκ προοιμίου, άσχετο με το έγκλημα; Από δεκαετίες έχει καλλιεργηθεί ο γελοίος μύθος ότι ένας συγγραφέας με κοινωνικές ευαισθησίες, ένας αντιφασίστας ή κοντά στους αδύναμους καλλιτέχνης είναι φιγούρα εξ ορισμού καλή και ότι για κάθε κακό ευθύνονται πάντα άλλοι, κάποιοι ακαλλιέργητοι και αποτυχημένοι επαγγελματικά άνθρωποι.
Ντροπιαστικές δικαιολογίες όλες αυτές (και μάλιστα γαρνιρισμένες με τον πιο παραδοσιακό εστέτ ελιτισμό), μα ικανές να εμφανίζονται ως πειστικοί λόγοι για να «ξεπλένονται» οι αμαρτίες κάποιων.
Η περίπτωση Μπατίστι, έτσι όπως εξελίχθηκε, έχει όμως και μία επιπλέον ανατριχιαστική όψη. Για τον ίδιο κυρίως. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να δίνει συνεντεύξεις, να παράγει συγγραφικά, να ζει κανονικά και να κινητοποιεί, μάλιστα, τους μηχανισμούς αλληλεγγύης για τον εαυτό του, έχοντας δολοφονήσει;
Είναι απλώς μια εμπειρία συναισθηματικής αποξήρανσης, η υψηλή τέχνη της αυτοσυντήρησης ή μια παράδοξη συνέχιση της συνωμοτικής ζωής, μοιρασμένης ανάμεσα σε δημόσια ψέματα και κρυφές αλήθειες;
Εκτός αν ισχύει πράγματι ότι κάθε άνθρωπος είναι πολλές εποχές, ηλικίες και στρατεύσεις ‒ δίχως καμιά ουσιώδη ενότητα, παρά μόνο ένα σώμα που γερνάει. Η συνείδηση όμως;
Προφανώς και οι ιδέες αλλάζουν και οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να επινοούν, εκ νέου, τον εαυτό τους και τη σχέση τους με τον κόσμο, τη δημοκρατία και τη ζωή. Η δημοκρατία, μάλιστα, πρέπει να είναι μια συνθήκη που ενθαρρύνει την ηθική επανατοποθέτηση των ανθρώπων, τις βαθιές αναθεωρήσεις και τις αυτοκριτικές ουσίας. Υπάρχουν, όμως, τα θύματα. Αυτά δεν εξαλείφονται ούτε σβήνονται σαν άσχημες αναμνήσεις.
Φυσικά, ο Μπατίστι δεν είναι ο μοναδικός. Δείχνει, όμως, πως επί χρόνια πολλοί δέχτηκαν να τους κοροϊδεύουν ή κάτι ακόμη χειρότερο: γνώριζαν ή υποπτεύονταν την αλήθεια, μα επέλεξαν να κάνουν τους ανήξερους και να οχυρωθούν πίσω από τον μύθο της πολιτικής δίωξης του αθώου ανατρεπτικού. Καμπάνιες ολόκληρες στήθηκαν πάνω σε συνειδητά ψεύδη ή, στην καλύτερη περίπτωση, στην ευπιστία και στην πολιτική μωρία.
Τα βασικά ερωτήματα μιας εποχής έχουν απαντηθεί, αν και κάποια παραμένουν ακόμα δίχως παραλήπτη. Πολλά στέκονται σαν ουρές ενός άλλου αιώνα, ανεπιθύμητες και ενοχλητικές για όσους τα έζησαν, άγνωστες και αδιάφορες στους νεότερους.
Ο Μπατίστι, όμως, μόλις είπε την αλήθεια –στα εξήντα τέσσερά του‒ δολοφόνησε ξανά: αυτήν τη φορά τους υπερασπιστές και όσους φρόντισαν, από καιρό, να τον αγκαλιάσουν πρόθυμα και δίχως να προβληματιστούν. Αυτοί τώρα πρέπει να βρουν τις λέξεις που θα τους κρύψουν. Αν και φοβάμαι πως δεν θα τους απασχολήσει για πολύ το θέμα.
σχόλια