Η πρόσφατη δημόσια αντιπαράθεση της Έλενας Ακρίτα με τον Μάρκο Σεφερλή κέντρισε κυρίως το κουτσομπολίστικο ενδιαφέρον των ελληνικών μέσων ενημέρωσης, όμως, έστω και έμμεσα, έφερε στο φως ένα πολύ ενδιαφέρον ζήτημα: ποια είναι τα δημοφιλή είδη του χιούμορ με τα οποία γελάμε τα τελευταία χρόνια; Υπάρχει κάποιο κριτήριο «ποιότητας» του χιούμορ και της σάτιρας και αν ναι, ποιος και πότε τo προσδιορίζει; Είναι ο σατιρικός κανόνας στην Ελλάδα της κρίσης πράγματι αντισυμβατικός ή επιβεβαιώνει τα πιο πρωτόγονα κοινωνικά στερεότυπα;
Το γεγονός ότι η περίπτωση του ιδιαίτερα αγαπητού σε ενήλικο και ανήλικο κοινό Μάρκου Σεφερλή αποτελεί ένα ιδανικό παράδειγμα της αρχαϊκής μεταστροφής της ελληνικής επιθεωρησιακής σάτιρας δεν πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι είναι ο μόνος υπεύθυνος γι' αυτή.
Τα δάνεια του Σεφερλή, υφολογικά και θεματολογικά, είναι πολύ σαφή. Θα μπορούσε να δει κανείς σε αυτόν μια πιο brutal εκδοχή του χιούμορ που παρήγαγαν στο παρελθόν οι πιο σημαντικές κωμικές φυσιογνωμίες της Μεταπολίτευσης, οι οποίες συνδύασαν την επιθεωρησιακή παράδοση με μια εξελληνισμένη εκδοχή του stand-up comedy. Σημαντικά στοιχεία του έργου των Χάρρυ Κλυνν, Στάθη Ψάλτη, Τζίμη Πανούση, Λάκη Λαζόπουλου, Γιάννη Ζουγανέλη κ.ά. μπορούν εύκολα να αναγνωστούν στις παραστάσεις του Σεφερλή.
Ο Σεφερλής δεν εφεύρε ούτε το προσβλητικό και βωμολοχικό ύφος του Δελφινάριου ούτε το δημαγωγικό είδος σάτιρας. Περισσότερο μια απενοχοποιημένη και απλοποιημένη απόληξη παλιών τάσεων της ελληνικής σάτιρας ενσαρκώνει παρά μια κακόγουστη εξαίρεσή τους. Περισσότερο μια θεατροποίηση της εφηβικής «καφρίλας» (επίδειξη σοκαριστικά αστείων σκηνών σιχαμάρας, τραμπουκισμού, ανοησίας) που διαχέεται στο YouTube επιχειρεί παρά την καλλιέργεια ενός ακραίου χιούμορ απέναντι στις ισχύουσες κοινωνικές συμβάσεις.
Το γκροτέσκο χιούμορ του Σεφερλή, ο κλοουνίστικος και παιδικός τρόπος των αστεϊσμών του, ο προσβλητικός λόγος του για πρόσωπα και καταστάσεις δεν είναι κάτι το απολύτως καινούργιο ούτε το μοναδικό. Αυτό που είναι ίσως το νέο στοιχείο στην επιθεωρησιακή φυσιογνωμία του Σεφερλή είναι ότι, σε αντίθεση με άλλους παραγωγούς σατιρικού γέλιου, δεν προσπαθεί (ή δεν μπορεί) να ενδυθεί καμία προηγούμενη αισθητική ή πολιτική ορθότητα.
Τα υποτιμητικά σχόλια για τα εμφανισιακά συνήθως χαρακτηριστικά συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων (χοντροί, γέροι, ομοφυλόφιλοι κ.λπ.) υπήρξαν συχνά μοτίβα της εγχώριας «αριστοφανικής» σχολής. Όπως και η «εξπρεσιονιστική» μίμηση χαρακτήρων ή η κατάχρηση της φάρσας και της shocking ανεκδοτολογίας.
Ο Σεφερλής, επίσης, δεν είναι ο μοναδικός ο οποίος τα χρόνια της κρίσης κατέφυγε σε πολιτικά αστεία που περιστράφηκαν (μέσα από τον μηχανισμό της υπερταύτισης) γύρω από τους «ναζιστές» ξένους που ποδηγέτησαν τον ελληνικό λαό και την ξεπουλημένη εγχώρια ελίτ που συνεργάζεται μαζί τους.
Όλα αυτά απαντούν πληθωρικά επίσης στην υπερεπιτυχή τηλεοπτική εκπομπή του Λάκη Λαζόπουλου μέχρι το μαύρο χιούμορ του μπλόγκερ Πιτσιρίκου. Η διαφορά είναι ότι στις περιπτώσεις αυτές τα συγκεκριμένα αστεία σημάνθηκαν ως στοιχεία ενός προοδευτικού, αριστερού, αντιεξουσιαστικού και εν γένει ανατρεπτικού τρόπου διακωμώδησης πολιτικών και κοινωνικών καταστάσεων. Από εκείνους τους τρόπους που και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος θα περιλάμβανε στο «μάθημα» που έκανε πρόσφατα από το βήμα της Βουλής για το καλό χιούμορ, εγκαλώντας τους πολιτικούς του αντιπάλους ως άσχετους ως προς αυτό.
Με άλλα λόγια, το γκροτέσκο χιούμορ του Σεφερλή, ο κλοουνίστικος και παιδικός τρόπος των αστεϊσμών του, ο προσβλητικός λόγος του για πρόσωπα και καταστάσεις δεν είναι κάτι το απολύτως καινούργιο ούτε το μοναδικό. Αυτό που είναι ίσως το νέο στοιχείο στην επιθεωρησιακή φυσιογνωμία του Σεφερλή είναι ότι, σε αντίθεση με άλλους παραγωγούς σατιρικού γέλιου, δεν προσπαθεί (ή δεν μπορεί) να ενδυθεί καμία προηγούμενη αισθητική ή πολιτική ορθότητα.
Ο σύγχρονος ελληνικός πρωτογονισμός βρίσκει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου καλλιτέχνη την ιδανική προσωποποίησή του με τρόπο περισσότερο επιβεβαιωτικό παρά σαρκαστικό. Ο Μάρκος Σεφερλής ενσαρκώνει και υποστηρίζει παραδειγματικά όλες εκείνες τις πτυχές της ελληνικής σάτιρας που επιδόθηκαν ανοιχτά, ειδικά μετά το ξέσπασμα της κρίσης, στο κοινότοπο χιούμορ, στον κωμικό στιγματισμό των εγχώριων ελίτ, στην εθνική θυματοποίηση, στη λαϊκή αγανάκτηση, στη χαριτωμένη αντιμετώπιση και ενσωμάτωση της ρητορικής του μίσους.
Υπό αυτή την έννοια, το παράδειγμα του Μάρκου Σεφερλή είναι πολύ σημαντικό, αλλά δεν αποτελεί εξαίρεση, είναι σύμπτωμα του εθνικολαϊκιστικού λόγου που κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια όχι μόνο στο πολιτικό αλλά και στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Γι' αυτό, άλλωστε, και βρήκε μεγάλο κοινό που δεν είναι ούτε πιο ανόητο ούτε πιο ακαλλιέργητο από αυτό άλλων παραδειγμάτων δημοφιλούς σάτιρας.
Η ευκαιρία να κάνει μια παράσταση στο Παλλάς διαβάστηκε από ορισμένους ως μια προσπάθεια αισθητικής αποδοχής και αναβάθμισης του έργου του, ένα ενδεχόμενο κανονικοποίησης του χιούμορ του, κάτι που όμως έχει συμβεί εδώ και πολύ καιρό στην εγχώρια ενημεροδιασκεδαστική πραγματικότητα. Η κριτική της Έλενας Ακρίτα σε αυτό το (ματαιωμένο πια) ενδεχόμενο λίγο-πολύ αναφέρεται. Το «trash» γούστο του Μάρκου Σεφερλή και το «ακαλλιέργητο» κοινό του προτάσσονται ως αισθητική απειλή στα μάτια της γνωστής δημοσιογράφου, συγγραφέα και σεναριογράφου.
Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι εάν το παράδειγμα του Σεφερλή θα τύχει της αναγνώρισης της «θεατρικής» Αθήνας. Το πρόβλημα δεν είναι το αισθητικό επίπεδο του κοινού του, που άλλωστε δεν πρέπει να διαφέρει πολύ από εκείνο του «Αλ Τσαντίρι Νιουζ» ή των καθημερινών τηλεοπτικών σίριαλ. Εκεί όπου θα έπρεπε να εστιάζεται η κριτική είναι στο ιδεολογικό στίγμα του, στη συγγένειά του με αυτό το χιούμορ που κυριάρχησε τα χρόνια της κρίσης στην τηλεοπτική επιθεώρηση και στη διαδικτυακή προπαγάνδα και συνέβαλε στην πολύμορφη διαπόμπευση εγχώριων προδοτών και εξωτερικών δυναστών.
Αυτό όμως το ιδεολογικό πλαίσιο, το εθνικολαϊκιστικό, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ξενίζει μεγάλα τμήματα της καλλιτεχνικής ελίτ της χώρας, ούτε ακόμη και την ίδια την Έλενα Ακρίτα που συνεισέφερε σημαντικά στο πρόσφατο παρελθόν στην πολιτική απενοχοποίησή του.
Αντίθετα από μια επιφανειακή προσπάθεια πολιτισμικής διάκρισης του «καλού» από το «κακό» χιούμορ, εκεί όπου η κριτική στο κυρίαρχο παράδειγμα της εθνικολαϊκιστικής σάτιρας γίνεται υπόγεια, αλλά ενεργητικά είναι τόσο σε ιδιαίτερες περιπτώσεις της ελληνικής γελοιογραφίας όσο και στις κωμικές κοινότητες του Διαδικτύου, οι οποίες αναπτύσσουν ένα αντι-δημαγωγικό και σε πολλές περιπτώσεις βέβηλα αποδομητικό χιούμορ. Σε αυτά, όμως, τα παραδείγματα αξίζει μια ιδιαίτερη αναφορά στο μέλλον.
σχόλια