Είναι δύσκολη και περίεργη η κατάσταση με την πανδημία εδώ στο Βερολίνο και τη Γερμανία γενικότερα, γιατί ξέσπασε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και δυστυχώς δεν αντιμετωπίστηκε εξαρχής με την οφειλόμενη σοβαρότητα. Υπάρχει μια υπερφόρτωση των κοινωνικών δομών και των δομών υγείας – τα κρούσματα μέχρι τώρα (σ.σ. την προηγούμενη Παρασκευή) υπολογίζονται σε 18.000 σε όλη τη Γερμανία, 800 από τα οποία στην επικράτεια του Βερολίνου. Δεν είναι τόσο πολλά συγκριτικά με άλλες περιοχές της χώρας, δεν είναι όμως και λίγα.
Πρόκειται εξάλλου για αριθμούς «γκρίζους», γιατί πολλά κρούσματα δεν έχουν ακόμα εκδηλωθεί, οπότε τα υπάρχοντα αντιστοιχούν σε αρκετά περισσότερα, ίσως και επταπλάσια, εξαιτίας της εκθετικής αύξησης. Το γεγονός αυτό και τα μαζικά τεστ είναι οι αιτίες που παρατηρείται μια αναντιστοιχία μεταξύ θυμάτων του ιού και αριθμού κρουσμάτων.
Οι Βερολινέζοι είναι διχασμένοι όσον αφορά την απειλή, άλλοι έχουν πανικοβληθεί, άλλοι πάλι αδιαφορούν. Αυτό οφείλεται από τη μια στις κυβερνητικές παλινωδίες, από την άλλη στη δυσκολία συντονισμού της κεντρικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης με τα κατά τόπους κρατίδια, καθένα από τα οποία έχει δική του νομοθεσία, διαφορετικά συστήματα υγείας, παιδείας κ.λπ.
Η δική μας τοπική κυβέρνηση αποδείχτηκε αρκετά άτολμη ως τώρα, κάτι απογοητευτικό. Πριν από λίγες μόλις μέρες κλείσανε τα περισσότερα καταστήματα, εκτός από νοσοκομεία, κλινικές, δημόσιες υπηρεσίες, κάποιους οργανισμούς, σούπερ μάρκετ, φαρμακεία, τέτοια. Γίνονται επίσης διαρκείς συστάσεις στους πολίτες να περιορίσουν τις εξόδους τους. Φοβάμαι όμως ότι καθυστερήσαμε.
Κοντά σε όλα αυτά έχουμε και την άνοδο του AFD και της ακροδεξιάς γενικότερα που ενισχύει φαινόμενα κοινωνικού ρατσισμού και διακρίσεων. Γι' αυτούς, για όλα –φυσικά και για την επιδημία– φταίνε οι μετανάστες, οι μουσουλμάνοι, οι Εβραίοι, η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα ή και όλοι μαζί.
Ειδικότερα για τον τομέα μου, παρατηρούμε αυτόν τον καιρό, με όλη αυτή την ένταση και την αναταραχή που επικρατεί, μια κατακόρυφη αύξηση σε περιστατικά ανθρώπων που χρειάζονται ψυχολογική ή και ψυχιατρική στήριξη. Άλλοι είναι πανικοβλημένοι, άλλοι ανησυχούν αν θα βρίσκουν πια τα φάρμακά τους ή αν θα μπορούν να προμηθεύονται τρόφιμα, ειδικά άτομα μεγάλης ηλικίας. Οι μοναχικές γυναίκες, οι κλινήρεις και τα ΑΜΕΑ άτομα δυσκολεύονται περισσότερο. Ειδικά οι χαμηλών εισοδημάτων.
Επιπλέον, οι χώροι που διέθεταν διάφορες κοινωνικές υπηρεσίες και δομές έχουν κλείσει. Μεταξύ αυτών, το κέντρο υποδοχής ΛΟΑΤΚΙ+ προσφύγων που είχα αναπτύξει για τον οργανισμό Schwulenberatung από το 2016 σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές. Πήγαινε ως τώρα πολύ καλά, αλλά υποχρεώθηκε επίσης να βάλει προσωρινά λουκέτο. Οι άνθρωποι που εξυπηρετούσε και που αιτούνταν άσυλο, εργασία, νομική υποστήριξη και ένταξη στο σύστημα υγείας μείνανε ξαφνικά στον αέρα, όπως συνέβη με πολλές άλλες ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Οι εθελοντές προσπαθούν να συνεχίσουν το έργο τους μέσω τηλεφώνου και Skype, μεταφραστές, ψυχοθεραπευτές και κοινωνικοί λειτουργοί βγαίνουν έξω στον δρόμο, όμως δεν μπορούν έτσι να γίνουν πολλά.
Κοντά σε όλα αυτά έχουμε και την άνοδο του AFD και της ακροδεξιάς γενικότερα, που ενισχύει φαινόμενα κοινωνικού ρατσισμού και διακρίσεων. Γι' αυτούς, για όλα –φυσικά και για την επιδημία– φταίνε οι μετανάστες, οι μουσουλμάνοι, οι Εβραίοι, η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα ή και όλοι μαζί. Υποστηρίζουν ότι οι Γερμανοί πολίτες δεν εξυπηρετούνται σε νοσοκομεία και δημόσιες υπηρεσίες γιατί προτεραιότητα παίρνουν οι ξένοι, οι οποίοι ζουν από τους φόρους μας, θέλουν να μας αλλάξουν τον πολιτισμό, τα γνωστά δηλαδή. Η προπαγάνδα τους γίνεται όλο και πιο συστηματική και αυτό είναι εξοργιστικό, δεδομένου ότι πριν από δέκα μόλις χρόνια κανείς δεν θα τολμούσε να διατυπώσει δημόσια τέτοιες απόψεις.
Οπότε έχουμε μπροστά μας πολλές προκλήσεις σε πολλά επίπεδα, από τη διασφάλιση της σωματικής και ψυχικής υγείας του πληθυσμού και τη θωράκιση των ευπαθών ατόμων και ομάδων μέχρι την προάσπιση των αξιών της ανοιχτής κοινωνίας, πιστεύω όμως ότι θα τα καταφέρουμε, γιατί όσοι στεκόμαστε δίπλα τον άνθρωπο και όχι απέναντί του είμαστε περισσότεροι και πιο δυνατοί.
Ο Jakob Prousalis είναι κλινικός γιατρός και ψυχοθεραπευτής, εξειδικευμένος στην PTSD μετατραυματική διαταραχή, την ψυχοδιαγνωστική, την υπαρξιακή κλινική ψυχοθεραπεία, την gestalt-therapy και την art therapy. Διδάσκει σε πανεπιστημιακά τμήματα στο Βερολίνο, στο Γκέτινγκεν, στο Κίελο και στην Κολωνία και εργάζεται σε διάφορες ιατρικές υπηρεσίες ως θεραπευτής, επιβλέπων και λέκτορας. Ανάμεσά τους το Κέντρο Κρίσεων του Βερολίνου, το Κέντρο Διαπολιτισμικής Ιατρικής και Ψυχοθεραπείας της Πανεπιστημιακής Κλινικής Charite και το Κέντρο Συμβουλευτικής για τους πρόσφυγες του BafF AIDS Hilfe. Είναι, επίσης, επιβλέπων και σύμβουλος εταιρειών και οργανισμών στον τομέα του.
σχόλια