Ο ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ μού μπήκε κακά, στραβά κι ανάποδα. Πρώτη μέρα του μήνα πέθανε ο σκύλος μου και όταν λέω σκύλος, εννοώ συντροφιά, δικό μου κομμάτι, αθωότητα, εκδήλωση ‒ την είχα δεκαέξι χρόνια. Μαζί περάσαμε έρωτες, χωρισμούς, μετακομίσεις και έναν σκασμό αναμνήσεις που τις είχαμε μοιραστεί με την απαραίτητη ομερτά. Πήρε μαζί της κι ένα δικό μου κομμάτι. Το λίγο της αθωότητας που είχε μείνει μέσα μου πάει, χάθηκε ανεπιστρεπτί (αν θέλετε, οι φιλόζωοι, σ' αυτό το σημείο δακρύστε).
Δεύτερο δράμα, μέσα στο υπάρχον. Με το τσίγκινο κουτί με την τέφρα υπό μάλης τράβηξα για Σούνιο, στην αγαπημένη μας παραλία. Με πόνο ψυχής άδειασα ό,τι απέμεινε από το σκυλάκι μου στη θάλασσα. Ήταν ωραία μέρα, με γλυκό ήλιο. Η τέφρα της έμοιαζε χρυσαφένια, σαν την άμμο. Ασυναίσθητα έγλειψα μετά το δάχτυλό μου και έκτοτε λίγη Ούμα ζει μέσα μου. Μετά από αδιάκοπο κλάμα και οδυρμό, κάπως καταλάγιασα. Ο οργανισμός μου κατέβασε ρολά, σαν να αντέχει συγκεκριμένη ποσότητα δακρύων και θρήνου.
Ψευτοσυνήλθα και ακριβώς μία εβδομάδα μετά, εκεί που έψαχνα χειρολαβές και πατήματα, σκοντάφτει πάνω μου ένα λυπημένο αδέσποτο. Με κοιτάζει με μάτια που φώναζαν «σώσε με». Τι να έκανα; Ήμουν ευάλωτη. Τον μάζεψα κι ας ήταν φρέσκος ο χαμός της Ούμα. Το εξέλαβα ως σημάδι. Τον ονόμασα Όλιβερ γιατί ήταν ταλαιπωρημένος σαν τον Όλιβερ Τουίστ. Ο Όλιβερ βγήκε σπάνιας καλοσύνης σκυλί, φύλακας-άγγελος. Μπήκε στο σπίτι και ήταν σαν να ζούσε πάντα μαζί μας. Αγάπησε τις γάτες, αγάπησε τον γιο μου και όποιον έβλεπε του έκανε λατρείες. Ήταν διακριτικός, παιχνιδιάρης και φιλικός.
Δίκαιη η ζωή. Κάτι μου πήρε, κάτι μου έδωσε. Νόμιζα ότι είχα βρει το ζύγι. Φευ, «δυο μέρες μόνο», όπως λέει και το τραγούδι, μετά, στην καθιερωμένη ετήσια μαστογραφία φάνηκε κάτι μικρό, αλλά ύποπτο. Το ύποπτο παρακεντήθηκε και με συνοπτικές διαδικασίες έμαθα ότι υπήρχε κακοήθεια, τουτέστιν καρκινικά κύτταρα. Όπως λέμε, καρκίνος. Όχι το ζώδιο, το άλλο, που κάποιοι το ονομάζουν και «κακιά αρρώστια».
Δίκαιη η ζωή. Κάτι μου πήρε, κάτι μου έδωσε. Νόμιζα ότι είχα βρει το ζύγι. Φευ, «δυο μέρες μόνο», όπως λέει και το τραγούδι, μετά, στην καθιερωμένη ετήσια μαστογραφία φάνηκε κάτι μικρό, αλλά ύποπτο. Το ύποπτο παρακεντήθηκε και με συνοπτικές διαδικασίες έμαθα ότι υπήρχε κακοήθεια, τουτέστιν καρκινικά κύτταρα. Όπως λέμε, καρκίνος.
Και εδώ ξεκινάει το μεγάλο πάρτι. Οι επόμενες εβδομάδες είχαν πολλές εξετάσεις, όλες άχαρες. Μαγνητική με σκιαγραφικό και scanning οστών και αξονική θώρακα, και σε όλα αυτά αναμονή με το τσουβάλι και ο χρόνος να μην περνάει με τίποτα. Η πραγματικότητα σαν εκδικητικό αλανιάρικο που δαγκώνει στο ψαχνό. Άρχισα να νιώθω ευάλωτη. Ορχιδέα θερμοκηπίου εκτεθειμένη στον βοριά.
Η ζωή, όμως, εκείνες τις μέρες με πήγαινε γρήγορα και δεν άφηνε χρόνο σε τέτοιες αμπελοφιλοσοφίες. Ο μήνας δεν είχε φτάσει στα μισά του και ο Όλιβερ, έτσι, μια βροχερή Τρίτη, χωρίς πώς και γιατί, γλίστρησε από το λουρί του και άρχισε να τρέχει πανικόβλητος σε πάροδο της Κηφισιάς. Επτά ώρες κυνηγητό και προσπάθεια να τον μαζέψω, το αποτέλεσμα ήταν να τον πατήσει αυτοκίνητο μπροστά στα μάτια μου. Oh yeah! Eκεί λες στη ζωή «μπάστα» και στον σκηνοθέτη, αν γυρνούσε ταινία, ότι το παράκανε. Θα του 'λεγες: «Έλα, βγάλε κάτι. Πολύ δράμα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, θα κουράσουμε τον θεατή». Λύγισα. Έσπασα. Διαλύθηκα.
Ευτυχώς, εκείνες τις μέρες υπήρχε και η δυνατότητα να μπεις στο αεροπλάνο και όπου σε βγάλει. Πήγα Λονδίνο και για λίγο όλα έμοιαζαν σωστά. Σαν να πήρα μια «παράτα» απ' όλα. Χαθήκαμε μέσα στο πλήθος. Ήμουν ανώνυμη και υγιής και ξανθιά και ανέμελη, ψώνιζα μαγιό και καλοκαιρινά καπέλα. Όλα βοήθησαν, η εκθεσάρα του Tim Walker, δυο-τρία to die for εστιατόρια και μια Tate, έτσι, στο τέλος, και καθάρισα. Ένιωσα πάλι στο κέντρο, δυνατή για ό,τι με περίμενε.
Επέστρεψα και στην πτήση της επιστροφής είχε αρχίσει να πέφτει μια σκιά φόβου. Είχαν εμφανιστεί ανησυχητικά κρούσματα στο Μιλάνο. Κάποιοι φορούσαν μάσκες, οι αεροσυνοδοί γάντια. Τα πράγματα είχαν αρχίσει να ζορίζουν.
Τέλος πάντων, για να το συντομεύω, στάθηκα τυχερή και ενώ ο γιατρός με τον οποίο είχα προγραμματίσει το χειρουργείο μού την έκανε στο παραπέντε, βρήκα μια σούπερ ντούπερ μαστολόγο. Her is name is Φιορίτα και, ακούσουν άκουσον, είναι χρόνια τσαγκαρουσιανική, δική μας. Διάβαζε πιστά το «01», δηλαδή με διάβαζε από το «Symbol» και μετά στη LiFO, γνώριζε τα κείμενά μου και της άρεσαν (έλα τώρα!) και υπ' αυτό το καθεστώς της αγάπης υποσχέθηκε να σώσει στήθος, μαλλιά και υστεροφημία.
Το χειρουργείο κανονίστηκε λίγες μέρες μετά ‒ εν τω μεταξύ, στο Μιλάνο έπεφταν κορμιά σαν τις ηρωικές Σουλιώτισσες. Έλεγα στον εαυτό μου «για δες καιρό που διάλεξες καρκίνο να μου πάθεις». Και όμως, είχα τύχη βουνό, με χειρούργησαν την τελευταία μέρα των προγραμματισμένων χειρουργείων. Πρόλαβα ακριβώς στο παρά ένα. Μετά, πάπαλα. Έχεις καρκίνο; Θα περιμένεις, προηγείται ο κορωνοϊός. Οι νοσοκόμες φορούσαν μάσκες και υπήρχε διάχυτος φόβος. Κανένα επισκεπτήριο, όλα κυριολεκτικά με το γάντι, ο φόβος πάνω απ' τα κεφάλια μας σαν καλιαρντό μαντάτο, σκύβαμε μη μας χτυπήσει η κορωνοιίλα.
Τα καλά νέα είναι ότι ο καρκίνος μου ήταν νεαρός. Στάδιο μηδέν. Στον εραστή και στον καρκίνο το νεαρό κάνει τη διαφορά. Φτηνά τη γλίτωσα, κρατάμε μαλλιά και στήθος προς το παρόν, όλα ας πούμε στη θέση τους. Light καρκίνος, αλλά ποιος θα ασχοληθεί τώρα με αυτόν; Έχουμε τον κορωνοϊό, που κολλάει και με ευγενική καλημέρα.
Κατά τα άλλα, οι μέρες εδώ στο Ψυχικό περνούν πληκτικά. Έμαθα να βάφω τα νύχια μου. Και να φτιάχνω κοτόπουλο Μιλανέζα. Τις μισές μέρες φοράω ένα φούτερ φθαρμένο με τον Μίκυ Μάους ‒η δική μου στολή φυλακισμένου‒ και σέρνομαι από καναπέ στο κρεβάτι. Άλλες μέρες πάλι κάνω την κοκέτα Σμυρνιά. Φοράω ρόμπες νεγκλιζέ και ψηλές κάλτσες με σιλικόνη, σερβίρω ντολμαδάκια κονσέρβας πάνω σε δωδεκάποντα. Ό,τι να 'ναι. Με έχω πιάσει να μιλάω και στον καθρέφτη.
— Τι ζούμε, χρυσό μου; ρωτάω το είδωλό μου.
— Θα αντέξουμε, απαντάω καθησυχαστικά στον εαυτό μου.
Τις προάλλες φόρεσα βραδινή τουαλέτα με ουρά και κοσμήματα και πήγα στο περίπτερο με ντάλα ήλιο για σοκοφρέτα. Οι φίλοι μου τα 'χουν παίξει κι αυτοί. Κάποιοι είναι φοβισμένοι σε τέτοιον βαθμό, που αναρωτιέσαι πώς και πριν έδειχναν τόσο κομπλέ και ασφαλείς. Σκέφτομαι ότι έτσι αντέχω ακόμα καμιά βδομαδούλα, σε λίγο θα τα παίξω για τα καλά, θα τραγουδάω άριες στην ταράτσα.
Η πιο ωραία ώρα της ημέρας είναι όταν κάνω μπάνιο και μυρίζω το αφρόλουτρο. Σαν εξαγνισμός ένα πράγμα. Μπορεί να κάνω και τρία μπάνια σε μια μέρα. Αρωματίζομαι και σκέφτομαι τη μέρα που θα χορεύω σε μια πίστα με δισκομπάλα το «I will survive». Μετά, παίρνω αγκαζέ τον Γιώργο Χειμωνά: «Κανείς να μην ξέρει πώς ζήσαμε, κάνεις να μην ξέρει πώς πεθάναμε» μου λέει στο αυτί. «Έτσι είναι, Γιώργο», λέω, «έτσι είναι».
σχόλια