Η πρόσφατη ανάγκη εφαρμογής εργαλείων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης (συγχρονικής και ασύγχρονης) στα σχολεία μας και στα πανεπιστήμια με αφορμή την πανδημία ξεσήκωσε αντιδράσεις από διάφορους συνδικαλιστικούς φορείς της εκπαίδευσης, της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας κυρίως. Ήταν ομολογουμένως αρκετά εξοργιστικό να ακούς συνδικαλιστές απ' όλες τις παρατάξεις να υψώνουν για ακόμα μία φορά ένα τείχος πλήρους άρνησης να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, κυρίως όμως άρνησης να σταθούν δίπλα στους μαθητές τους, που θα περίμενε κανείς ότι τα θεωρούν και δικά τους παιδιά. Μας βοήθησαν να ξαναθυμηθούμε τον ορισμό της συντεχνιακής αντίληψης: όταν το πρώτιστο συμφέρον είναι το στενό συμφέρον της επαγγελματικής ομάδας και όχι του πεδίου που υπηρετεί. Όταν το βασικό αιτούμενο είναι η βολή του «εργαζόμενου» και όχι όσα πληρώνεται από το κράτος για να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο.
Αλλά αυτά θα έλεγε κανείς ότι είναι γνωστά, χιλιοειπωμένα και ότι αν εκπλήσσεται κανείς να τα ακούει και πάλι είναι απλώς διότι λέγονται μέσα σε συνθήκες ενός πρωτοφανούς κινδύνου, στον οποίο οι μόνες κοινωνίες που ίσως καταφέρουν να αντισταθούν είναι οι ενωμένες κοινωνίες. Εκείνες δηλαδή στις οποίες ο καθένας αισθάνεται από μόνος του την υποχρέωση να κάνει καλά τη δουλειά του, όπως οι γιατροί, οι νοσηλευτές, οι αστυνομικοί, οι ερευνητές που δίνουν μάχη με τον χρόνο για να προσφέρουν γρήγορα το εμβόλιο στην ανθρωπότητα, οι εργάτες στις εφοδιαστικές αλυσίδες κ.λπ.
Tο να λέει, λοιπόν, κάποιος πολιτικός, συνδικαλιστής ή διανοούμενος, και δη αριστερός, σε αυτές τις οικογένειες και τα παιδιά τους, «συνεχίστε να μένετε τεχνολογικά αναλφάβητες κι εμείς θα υποστηρίζουμε αυτό το αίτημα στο όνομα του προοδευτισμού μας» είναι σαν να έλεγαν το 1920 στους φτωχούς να μην πηγαίνουν σχολείο ‒ που πολλοί ήταν έτοιμοι να πάνε και ξυπόλυτοι ακόμη προκειμένου να αλλάξουν τη μοίρα τους.
Αλλά το εντυπωσιακό στην περίπτωση αυτή είναι κάτι άλλο. Ορισμένοι ‒συνήθως αριστεροί ευαίσθητοι‒ φέρνουν ως επιχείρημα για τη μη εφαρμογή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στις σημερινές συνθήκες έκτακτης ανάγκης του ελληνικού κράτους το ότι τάχα υπάρχουν παιδιά και οικογένειες που δεν έχουν Η/Υ και σταθερή σύνδεση στο Διαδίκτυο. Πρόκειται για μια δικαιολογία που, εκτός από κίβδηλη, είναι και κοινωνικά καταστροφική.
Και εννοώ με αυτό ότι το γεγονός πως ενδεχομένως κάποιες φτωχότερες οικογένειες και κάποια νέα παιδιά εξακολουθούν να μη συμμετέχουν στον νέο ψηφιακό πολιτισμό του 21ου αιώνα είναι ακριβώς η σίγουρη συνταγή για τη διαιώνιση των ταξικών αποκλεισμών, τις οποίες και οι κοινωνικά ευαίσθητοι καταγγέλλουν: του αποκλεισμού τους, με άλλα λόγια, από όλα τα οφέλη που προσφέρει σήμερα η τεχνολογία, πρωτίστως θα έλεγα στα χαμηλότερα στρώματα.
Διότι πάρα πολλές υπηρεσίες και εφαρμογές του ψηφιακού πολιτισμού μάς προσφέρονται και είναι συνήθως εντελώς δωρεάν: ενημέρωση σε όλες τις γλώσσες, βιβλία, άρθρα, ταινίες, ντοκιμαντέρ, εγκυκλοπαίδειες, μουσικές, χάρτες, περιηγήσεις σε μουσεία, παλιές θεατρικές παραστάσεις, δωρεάν διαδικτυακά μαθήματα για κάθε τομέα, ένας αφάνταστος πλούτος πληροφοριών, γνώσεων και εργαλείων για καθετί προσφέρεται ακόμα σήμερα στον αχανή αυτόν κόσμο του Διαδικτύου εντελώς δωρεάν και μάλιστα στον καθένα, πλούσιο και φτωχό, αστό ή χωρικό, Ευρωπαίο ή Αφρικανό. Με μία μόνο προϋπόθεση, να έχει σύνδεση στο Ίντερνετ.
Μιλώντας ειδικά για έναν κάτοικο της Δύσης, ακόμα και σχετικά φτωχό με τους όρους του δικού μας πολιτισμού, ο αποκλεισμός αυτός έχει καταστεί πλέον αδύνατος με αντικειμενικούς όρους. Το κόστος αγοράς π.χ. ενός μικρού λάπτοπ είναι της τάξης των 200-300 ευρώ, με δυνατότητα ακόμα και πολύμηνων δόσεων στα περισσότερα καταστήματα λιανικής. Η δε σύνδεση στο Διαδίκτυο στοιχίζει στην Ελλάδα (που είναι και ακριβότερη ίσως από άλλες χώρες) καμιά 10αριά ευρώ παραπάνω από την απλή σύνδεση για συμβατικό τηλέφωνο, την οποία όλοι διαθέτουν, πλην των αστέγων. Ένα κόστος δηλαδή που το αντέχουν όλοι, εκτός ελαχίστων οριακών εξαιρέσεων ‒ εκεί πάντως θα μπορούσαν να βρεθούν κι άλλες λύσεις από την πλευρά της πολιτείας ή και των ίδιων των παρόχων.
Το όλο ζήτημα είναι συνεπώς θέμα προτεραιοτήτων για ένα νοικοκυριό και κυρίως συνείδησης της σημασίας που έχει μια τέτοια μικρή επένδυση για τους ίδιους. Πώς έδιναν κάποτε, αλλά και σήμερα, οι ελληνικές οικογένειες προτεραιότητα στο φροντιστήριο ξένων γλωσσών, ακόμα και από το υστέρημά τους, διότι αντιλαμβάνονταν τα πολλαπλά οφέλη; Το ίδιο θα πρέπει να κάνουν και σήμερα με τα εργαλεία της ψηφιακής τεχνολογίας. Διότι τα οφέλη από την αγορά ενός υπολογιστή με σύνδεση σε σταθερό Ίντερνετ είναι σήμερα η sine qua non προϋπόθεση για να αλλάξεις την όποια ταξική σου θέση. Δεν είναι η μόνη προϋπόθεση προφανώς, αλλά είναι απλώς αδύνατον να γίνει, αν δεν υπάρχει αυτή.
Το να λέει, λοιπόν, κάποιος πολιτικός, συνδικαλιστής ή διανοούμενος, και δη αριστερός, σε αυτές τις οικογένειες και τα παιδιά τους, «συνεχίστε να μένετε τεχνολογικά αναλφάβητες κι εμείς θα υποστηρίζουμε αυτό το αίτημα στο όνομα του προοδευτισμού μας» είναι σαν να έλεγαν το 1920 στους φτωχούς να μην πηγαίνουν σχολείο ‒ που πολλοί ήταν έτοιμοι να πάνε και ξυπόλυτοι ακόμη προκειμένου να αλλάξουν τη μοίρα τους.
Μόνο που, φυσικά, η σύγχρονη αντισυστημική αριστερά δεν έχει σχέση με εκείνη την κομμουνιστική αριστερά που παρέμενε στην κατεύθυνση της κοινωνικής προόδου, έστω με τους δικούς της όρους, και που μαζί με την προτροπή στους νέους να είναι πρώτοι στους αγώνες, τους προέτρεπε να είναι και πρώτοι στα μαθήματα. Η σημερινή αριστερά, στην αριστερίστικη εκδοχή της ιδίως, είναι απλώς μια οπισθοδρομική αντιδραστική δύναμη που θυμίζει όλο και πιο πολύ γυμνασιάρχη του '60, ο οποίος το μόνο που καταλάβαινε ήταν η κιμωλία και ο πίνακας. Και το μόνο που βεβαίως κρυβόταν κάτω από την αυθεντία αυτή ήταν ο αυταρχισμός του ‒ «μόνο εγώ είμαι ο φορέας κάθε αλήθειας και κανείς άλλος».
Καλό είναι, λοιπόν, να κατανοήσουμε πως παρότι δεν θα αντικαταστήσουν ποτέ την απαραίτητη παρουσία και την ιερή μορφή του δασκάλου, τα εργαλεία εξ αποστάσεως εκπαίδευσης ήρθαν για να μείνουν στην Ελλάδα, αν θέλουμε να μάθουν να συμμετέχουν τα παιδιά μας στον γενναίο ψηφιακό κόσμο μας, που είναι πολύ πιο εκδημοκρατισμένος απ' ό,τι άλλοι, πραγματικοί κόσμοι. Και ότι όλη αυτή η αντίδραση ορισμένων συνδικαλιστών της εκπαίδευσης και όσων υποστηρίζουν τις παρωχημένες και επικίνδυνες ιδέες τους δεν είναι παρά ένας νεολουδιτισμός που θυμίζει εκείνους τους χαμηλής κατάρτισης εργάτες της Αγγλίας του 19ου αιώνα που έσπαγαν τις μηχανές, θεωρώντας ότι αυτές ήταν που τους έπαιρναν τη δουλειά.
Με τη διαφορά ότι οι δικοί μας συνδικαλιστές υποψιάζομαι ότι απλώς δεν θέλουν να δουλέψουν.
σχόλια